Όλα όσα μάθαμε μαζί και Ο Δρόμος για τη Λα Παζ στη μεγάλη οθόνη

της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Με τη Βραζιλία στο επίκεντρο, λόγω Ολυμπιακών Αγώνων, εν μέσω βίαιης καταστολής λαϊκών διαμαρτυριών, κυκλοφορεί η εξαιρετική δραματική ταινία Όλα όσα μάθαμε μαζί, του Βραζιλιάνου Σέρτζιο Ματσάντο, που υμνεί τη δύναμη της μουσικής, σε άγριες κοινωνικές συνθήκες.

Ο βιολιστής Λαέρτε, άλλοτε παιδί-θαύμα, προσλαμβάνεται ως δάσκαλος μουσικής σε δημόσιο σχολείο στις φαβέλες, στα περίχωρα του Σάο Πάολο. Απογοητευμένος από την ελλιπή μουσική παιδεία των μαθητών, προσπαθεί να τους μυήσει στην κλασική μουσική και να οργανώσει τη σχολική ορχήστρα. Όταν ανάμεσα στους έφηβους που σνιφάρουν και οπλοφορούν ανακαλύπτει ένα ταλέντο στο βιολί, τον Σαμουέλ, νιώθει χρέος να μετατρέψει το μάθημα σε όπλο αναχαίτισης της βίας. Η αστυνομία όμως, με το δάκτυλο μονίμως στη σκανδάλη όπως στα βιντεογκέιμ, δυναμιτίζει επικίνδυνα την κατάσταση.

Γύρω από την άμεση επίδραση της μουσικής στην ψυχή, η ταινία τονίζει την ταξική διάσταση του γκέτο, με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και μόρφωσης των δίχως προοπτική νέων, ως παιδιών ενός κατώτερου θεού. Οι παράλληλες ιστορίες του καθηγητή και του ταλαντούχου μαθητή του, επιφέρουν μια ασυνήθιστη κινηματογραφικά μετατόπιση του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα, από τον Λαέρτε στον Σαμουέλ. Αναπτύσσοντας έναν έντονο κοινωνικό ρεαλισμό, με πλάνα από κάμερα στον ώμο που ακολουθεί σφιχτά τους ήρωες να τρέχουν στα σοκάκια, το αρχικά περιορισμένο κάδρο ανοίγει, αποκαλύπτοντας τα παραπήγματα.

Η θεματική ενός καθηγητή, που προσπαθεί να «εξημερώσει» έφηβους, εντάσσεται σε ξεχωριστό κινηματογραφικό είδος, που αποτυπώνει το λειτούργημα της σχολικής διδασκαλίας σε υποβαθμισμένες περιοχές, με διάσημες ταινίες όπως Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακα (1955), Ασυμβίβαστη γενιά (1995), Ανάμεσα στους τοίχους (2008). Με το γνωστό σεναριακό σχήμα της μουσικής προετοιμασίας μιας σχολικής συναυλίας, η βραζιλιάνικη ταινία θυμίζει και Τα παιδιά της χορωδίας (2004).

Καπρίτσια του Παγκανίνι, Κανόνας του Πάχεμπελ, αιθέριες μελωδίες στο βιολί των Βιβάλντι, Μότσαρτ και Μπαχ, όπως το περίφημο Αιρ, ακόμα και σε ραπ εκδοχή, αλλά και το στοιχειωμένο Αντάτζιο για έγχορδα του Σάμιουελ Μπάρμπερ, μέσα από ένα εξαιρετικό παράλληλο ντεκουπάζ στο τέλος, αποτελούν κλασικές αναγνωρίσιμες μελωδίες, που παίζονται ζωντανά, κουβαλώντας μεγάλο μέρος του συναισθηματικού φορτίου.

Στην πρώτη ταινία του Αργεντινού Φρανσίσκο Βαρόνε, Ο Δρόμος για τη Λα Παζ, ο Σεμπάστιαν (Ροδρίγο ντε Λα Σέρνα) βιοπορίζεται μεταφέροντας ανθρώπους στους δρόμους του Μπουένος Άιρες, με ένα Πεζό, κληρονομιά από τον πατέρα του. Ο Χαλίλ, ένας πεισματάρης και άρρωστος υπερήλικας μουσουλμάνος, του προσφέρει μια καλή αμοιβή, για να τον μεταφέρει στον γηραιότερο αδερφό του, στη Λα Παζ της Βολιβίας, φέρνοντας στο νου τη συγκινητική Αληθινή Ιστορία (1999), του Λιντς. Το μακρινό και απρόβλεπτα περιπετειώδες ταξίδι φέρνει κοντά τους δύο άντρες, σφυρηλατώντας μια δυνατή φιλία.

Με ισορροπημένη σεναριακή πλοκή και δόμηση χαρακτήρων, ο Βαρόνε δημιουργεί μια απολαυστική ταινία περιπλάνησης, με δυο διαμετρικά αντίθετους ήρωες. Μανιακός καπνιστής ο νέος, ενώ ο γέρος μασουλάει διαρκώς σκόρδο και απαιτεί συχνές στάσεις για σωματική ανάγκη και προσευχή. Χαρντρόκ ακούει ο νέος, αντιμέτωπος με το φόβο του απρόσμενου στη ζωή, παραδοσιακή αραβική μουσική ο γέρος, αντιμέτωπος με το φόβο του θανάτου. Η σχέση που χτίζεται βαθμιαία τους μετασχηματίζει. Η ανοχή δίνει τη θέση της στην πατρική συμπόνια, για να καταλήξει σε βαθιά συντροφικότητα, μπολιασμένη με αλληλοσεβασμό απέναντι στο διαφορετικό, δίχως μελοδραματικά ολισθήματα, με χιούμορ και ευαισθησία.

Η σκηνοθετική αντίληψη εστιάζει στην ψυχοσύνθεση των ηρώων. Η αρχική αίσθηση αστάθειας, σε μια ρεαλιστική καταγραφή με κάμερα στο χέρι, σε κοντινά πλάνα, αφήνει σταδιακά τόπο σε περισσότερα σταθερά και μακρινά πλάνα, όσο κατασταλάζουν οι ήρωες, αποτυπώνοντας και το ορεινό λατινοαμερικάνικο τοπίο. Σε αντιστοιχία με τις μαγευτικές βουνοκορφές της Παταγονίας στο Tetro (2009), του Κόπολα, οι ήρωες του Βαρόνε διασχίζουν τις Άνδεις, από τον αργεντίνικο Βορρά προς τη δυτική Βολιβία. Σκηνή-κλειδί αποτελεί η μουσουλμανική τελετή Ντικρ, με ζωντανή παραδοσιακή μουσική, τραγούδι και χορό από τους συμμετέχοντες. Ο διαρκώς αυξανόμενος ρυθμός, με συντονισμό ανάσας και φωνής της ομήγυρης, υπογραμμίζει τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων σε έκσταση, σηματοδοτώντας τη μετάλλαξη του Σεμπάστιαν.

Στα χνάρια του πρώιμου Βιμ Βέντερς, η περιπλάνηση λειτουργεί ως διαδικασία εσώτερης ψυχικής μύησης, σε μια άτυπη ενηλικίωση. Το ταξίδι, ως βιωμένη εμπειρία, συνεχίζει μεταφορικά την ιδέα μιας οδύσσειας, όπως διαμορφώθηκε στον ωμό μεταπολεμικό μπίτνικ ρομαντισμό, για να ολοκληρωθεί στον απόηχο της γενιάς της αμφισβήτησης, ως χίπικο κατάλοιπο, με τις διαρκείς μετακινήσεις να ταυτίζονται με μια εναλλακτική φιλοσοφία ελεύθερης και αυτόβουλης ύπαρξης, κόντρα στο στατικό μικροαστισμό της αμερικάνικης καταναλωτικής κοινωνίας.

Εξαιρετική είναι και η χρήση μουσικής από το πρωτοεμφανιζόμενο στα τέλη του ’60, χάρντροκ/προγκρέσιβ διάσημο συγκρότημα Vox Dei, με αργεντίνικο στίχο. Οι ρυθμικές ροκ ενορχηστρώσεις κατά τα νυχτερινά δρομολόγια του Σεμπάστιαν σκιαγραφούν το ρέμπελο προφίλ του, ενώ οι μπλουζ ρυθμοί με κιθάρα και φυσαρμόνικα διανθίζουν την ταινία με τη χίπικη αίσθηση ελευθερίας, με την οποία ταυτίστηκε το ροκ, αποτυπώνοντας την ωρίμανση του ήρωα, σε μια καλοδιάθετη ταινία.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου

ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!