Τα πρώτα χρόνια μετά τις αλλαγές στη Βουλγαρία, άκουγα, γυρίζοντας από πόλη σε πόλη, για απελπισμένους ανθρώπους που, έχοντας χάσει τις δουλειές τους ή διαπιστώνοντας ότι πλέον ήταν αδύνατο να ζήσουν με τις παλιές συντάξεις και τους μισθούς που είχαν μέχρι το 1990 γιατί οι τιμές είχαν εκτιναχθεί στα ύψη, πηδούσαν από τα παράθυρα μαζί με τα παιδιά τους για να γλιτώσουν από το μαρτύριο της φτώχειας, της ανασφάλειας και της ακύρωσης της ζωής τους. Και οι πιο νέοι, με λιγότερες δεσμεύσεις ή αφήνοντας τα παιδιά τους σε γονείς και γιαγιάδες έφευγαν μετανάστες, σκορπίζονταν σε δεκάδες χώρες για να επιβιώσουν. Έτσι, έχασε η Βουλγαρία το 20% του ανθρώπινου δυναμικού της, βούλιαξε, παρ’ όλες τις σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις, τη χαμηλή φορολογία για τους επενδυτές και τα μεροκάματα πείνας που επιθυμούσαν οι νεοπλούσιοι. Τους έβαλαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά τριάντα χρόνια μετά την επέλαση της οικονομίας της αγοράς και την εφαρμογή κατά γράμμα όλων των πολιτικών και οικονομικών μέτρων που τους επιβάλανε, η Βουλγαρία έμεινε στον πάτο. Γιατί για εκεί την προόριζαν. Κι αφού της άρπαξαν ό,τι δημόσιο είχε αξία, την άφησαν στην… ησυχία της, να λιμνάζει επ’ άπειρον. Οποιαδήποτε παρομοίωση δεκτή. Δέκα χρόνια κοντεύουν να συμπληρωθούν κι εμείς είμαστε ακόμα στη φάση των αυτοκτονιών. Όχι πάντα γιατί δεν έχει ο άνθρωπος να φάει ή να πληρώσει το νοίκι του. Όταν η ψυχολογία χαλάσει μαζικά, ο συναισθηματικός μας κόσμος συχνά παίρνει ανάποδες στροφές και δεν θέλει πολύ με ένα τυχαίο γεγονός ή μια οποιαδήποτε ατυχία ή απογοήτευση να αρπάξει μια μάνα το παιδί της και να φουντάρει στο κενό. Η εμπειρία και το φιάσκο της γειτονικής μας Βουλγαρίας, εταίρου μας στην Ε.Ε., κανένα δεν συνετίζει.
Στ. Ελλ.