Επιμέλεια αφιερώματος: Φώτης Τερζάκης
Αν πιστέψουμε μια ρητορική την οποία υιοθετεί όλο και περισσότερος κόσμος τελευταία, η αντίθεση δεξιά-αριστερά δεν λειτουργεί πια. Κι έχει πολλά εύλογα επιχειρήματα υπέρ της. Η σταδιακή εξομοίωση των πολιτικών προγραμμάτων ‒και κυρίως της πολιτικής πρακτικής‒ των κοινοβουλευτικών κομμάτων όλου του φάσματος σε παγκόσμιο επίπεδο, η πληθωριστική και αόριστη χρήση του όρου «αριστερά» στον σύγχρονο πολιτικό λόγο, η αποδοχή των καπιταλιστικών παραμέτρων του παιχνιδιού εκ μέρους των αυταποκαλούμενων «αριστερών» καθεστωτικών κομμάτων και/ή κυβερνήσεων, ο ιλιγγιώδης κατακερματισμός του χώρου της εξωκοινωβουλευτικής αριστεράς (περιλαμβανομένου του αυταποκαλούμενου «αναρχικού» χώρου) και η ομφαλοσκοπική τους επικέντρωση σε κακοχωνεμένα στερεότυπα που δεν αντέχουν σε κριτική παραβολή με την τρέχουσα πραγματικότητα, όλα κάνουν μια τέτοια ρητορική ν’ ακούγεται εύλογη.
Είναι άλλωστε αλήθεια ότι στα δραματικότερα πολιτικά γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας ‒την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και τις συνέπειές της σε πολιτικά αδύναμες χώρες, όπως η Ελλάδα· και σήμερα την επιβολή μιας παγκόσμιας δικτατορίας με υγειονομικό πρόσχημα‒ τα στρατόπεδα χαράχτηκαν κατά μήκος γραμμών που έτεμναν εγκαρσίως το πολιτικό φάσμα. Στην Ελλάδα για παράδειγμα, μόλις χθες, όταν το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα απαίτησε την συντριβή της, οι πολιτικές αντιδράσεις παγιώθηκαν στην αντίθεση «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», η οποία δίχασε βαθιά τόσο τη δεξιά όσο και την αριστερά· το υπάρχον πολιτικό σύστημα με τις παραδοσιακές του ταυτότητες και ισορροπίες άρχισε να θρυμματίζεται.
Σήμερα, το «ανορθόδοξο» αυτό ρήγμα μοιάζει να έχει βαθύνει απεριόριστα. Απέναντι σε μια πολιτική υπαγωγής της ιατρικής σε αστυνομικό εγχείρημα (κάτι του οποίου προπομπός υπήρξε η ψυχιατρική, να μην το ξεχνάμε) από τους ίδιους τούς θεσμούς και τα τραστ συμφερόντων που κινούν την κεφαλαιοκρατική παγκοσμιοποίηση, μια πολιτική που αντιγράφει στρατηγικές δοκιμασμένες μόνο από τον μεσοπολεμικό ναζισμό, οι οποίες έχουν ρητά καταδικαστεί απ’ όλες τις διεθνείς συμβάσεις και το κατ’ αναλογίαν διαμορφωμένο δίκαιο, φαίνεται σαν να μην υπάρχει ξεκάθαρη «δεξιά» ή «αριστερή» απάντηση. Όσο παράδοξο κι αν μοιάζει αυτό εκ πρώτης όψεως, είναι η ίδια η καθεστωτική αριστερά (η κοινοβουλευτική ασφαλώς, αλλά κι ένα σημαντικό κομμάτι του εξωκοινοβουλευτικού της χώρου) που προκάλεσε αυτή τη σύγχυση με την ενεργητική της συστράτευση στη συμμαχία των κρατούντων.
Αν ωστόσο δούμε από πιο κοντά τις διεργασίες μέσα στις ίδιες τις κινητοποιήσεις και τις συλλογικότητες των «αντιμνημονιακών» χθες, και των λεγόμενων «αντιεμβολιαστών» σήμερα, θα διαπιστώσουμε ότι ανακύπτουν διαρκώς διχασμοί και διασπάσεις τα οποία, παρά τις απελπισμένες προσπάθειες να συγκαλυφθεί η βαθύτερη αιτία τους, δεν είναι άλλο από την επανερχόμενη διαίρεση ανάμεσα σε αριστερές και δεξιές οπτικές και στάσεις. Οι ίδιες οι βεβιασμένες διακηρύξεις περί «υπέρβασης των πολιτικών διαχωρισμών», περί «εθνικής ενότητας» ή «ομοψυχίας απέναντι στον κοινό εχθρό», μαρτυρούν την οδυνηρή επίγνωση εκείνου που πασχίζουν να απωθήσουν: ότι σε μια κοινωνία χασματικών ταξικών ανισοτήτων δεν μπορεί να υπάρξει ούτε «ενότητα» ούτε «ομοψυχία», και ότι, αν οι όροι «αριστερά» και «δεξιά» εξακολουθούν να δηλώνουν ταξικά βιώματα και αξίες, είναι ανυπέρβατοι στον σύγχρονο κόσμο.
Για να συνεννοηθούμε, λοιπόν, πρέπει να διαχωρίσουμε την εμπειρική από την κανονιστική έννοια της Αριστεράς: είναι ανόητο δηλαδή να την ταυτίζουμε με όποιον απλώς διεκδικεί αυτό το όνομα – πράγμα που ισχύει βεβαίως και για τη Δεξιά… Αν οι όροι έχουν ακόμα κάποιο νόημα και δεν είναι απλό παιχνίδι με τις λέξεις, «δεξιά» και «αριστερά» σηματοδοτούν τρόπους ένταξης στη δομή του κοινωνικού μας κόσμου, βιώματα που πηγάζουν από αυτή την ένταξη και μορφές συνείδησης στις οποίες αυτά τα βιώματα αποκρυσταλλώνονται. Πράγμα που σημαίνει, ανεξαρτήτως του πώς αυτοπροσδιορίζεται κάποιος, είναι το περιεχόμενο της πρακτικής του και το αξιακό υπόβαθρο αυτής της πρακτικής που ορίζουν ‒ή πρέπει να ορίζουν‒ το πολιτικό του πρόσημο.
Τόσο στον αντιμνημονιακό αγώνα που κορυφώθηκε την περίοδο 2010-12, όσο και στην κινητοποίηση ενάντια στην ιατρικοποιημένη καταστολή που βρίσκεται αυτή ακριβώς τη στιγμή στην δραματικότερη φάση της, είδαμε παράξενες «συστρατεύσεις» ακροαριστερών και ακροδεξιών χώρων – πράγμα που ευνόησε την πανούργα ρητορική των «δύο άκρων» ως εργαλείο δυσφήμισης κάθε κοινωνικής διαμαρτυρίας εκ των κάτω (συχνά υπό τον αόριστα συμπεριληπτικό όρο «λαϊκισμός»). Και η καθεστωτική «αριστερά» επωφελήθηκε τα μέγιστα, διότι απαξιώνοντας ως «ακροδεξιό» κάθε σκίρτημα ενάντια στην επιβαλλόμενη νομιμότητα αντλούσε «πολιτικώς ορθό» άλλοθι για τους ελεεινούς συμβιβασμούς της. Ωστόσο ‒το έχω πει πολλές φορές‒ το νόημα μίας θέσης ή μιας πράξης δεν κρίνεται στο «δια ταύτα» αλλ’ από την όλη συλλογιστική πορεία μέσω της οποίας φτάνει κάποιος εκεί. Τα χρόνια της Βαϊμάρης, κριτική στο αστικό κοινοβούλιο έκανε τόσο το φασιστικό κίνημα όσο και η κομμουνιστική αριστερά· θα ήταν ηλίθιος όποιος επιχειρούσε να τους αποδώσει την ίδια σημασία.
Αν το περιεχόμενο μιας πρακτικής είναι αλληλένδετο με τη συλλογιστική πορεία μέσω της οποίας δικαιολογείται, αυτό είναι το αληθινό πεδίο δοκιμασίας μιας αριστερής πολιτικής ενάντια στον κλιμακούμενο βιοπολιτικό έλεγχο, πέρ’ από ανέξοδες αντιδεξιές ή αντιφασιστικές κορώνες. Υπάρχει, ρωτάμε, ένας αριστερός τρόπος ανάγνωσης αυτού που συμβαίνει σήμερα παγκοσμίως, και του τρόπου με τον οποίον μεταβιβάζεται στη χώρα που τυχαίνει να ζούμε; Αλλά και αντιστρόφως: υπάρχει τρόπος να καταλάβουμε αυτό που συμβαίνει χωρίς μια διεισδυτική ανάλυση του παγκόσμιου καπιταλισμού, της κρίσης του και των στρατηγικών αυτοάμυνας που αναπτύσσει απέναντι σε αυτή την κρίση; Απ’ όσο ξέρω, μόνο η μακρά κινηματική παράδοση της αριστεράς έχει στο ρεπερτόριό της έννοιες κατάλληλες για μια τέτοιαν ανάλυση, και μόνο εφόσον είναι σε θέση να τις ξανακάνει δραστικές (με τις απαραίτητες κριτικές τροποποιήσεις, ασφαλώς) θα δικαιούται να διεκδικεί αυτό το όνομα και αυτή την κληρονομιά.
Με τέτοια ερωτήματα κατά νου απευθύνθηκα γι’ αυτό το αφιέρωμα σε πρόσωπα και συλλογικότητες που αντιστάθηκαν στο τρομακτικό εγχείρημα παραπλάνησης και καταστολής που φέρει το κωδικό όνομα «πανδημία Covid-19» – και πρωτίστως στην ίδια την εφημερίδα που άνοιξε τολμηρά μια συζήτηση μάλλον αποφευκταία στους αριστερούς κύκλους, η οποία φιλοξενεί άλλωστε τούτο το αφιέρωμα: τον Δρόμο της Αριστεράς. Η συστράτευση και η δράση τους, πέρ’ από τις υπαρκτές διαφορές τους και χωρίς να τις αναιρεί ή να τις απαλλοτριώνει, είναι μια υπόσχεση ότι η ολοκληρωτική μετάλλαξη του παγκόσμιου καπιταλισμού δεν θα είναι χωρίς ανθρώπινες αντιστάσεις – και δίνουν ήδη έναν πολύ δύσκολο αγώνα σε τρία μέτωπα: ενάντια στη συστημική επιβολή με εκτελεστικό βραχίονα την παρούσα κυβέρνηση, ενάντια στους ακροδεξιούς/εθνικιστικούς σφετεριστές της λαϊκής αντίδρασης, κι ενάντια σε μια συνθηκολογημένη «αριστερά» που λειτουργεί απροκάλυπτα σαν μοχλός της κυβερνητικής πολιτικής. Η παρουσία τους εδώ είναι ταυτόχρονα μια πρόχειρη χαρτογράφηση ενός ριζοσπαστικού κινηματικού χώρου που τώρα (ανα)δημιουργείται – σε καμία περίπτωση πάντως εξαντλητική: υπάρχουν πολλοί ακόμα με τους οποίους δεν ήρθαμε σε επαφή ή με τους οποίους δεν ευοδώθηκε, για συγκυριακούς λόγους, η συνεργασία. (1) Ας πούμε, για την ώρα, ότι συνομιλούμε μαζί τους ανάμεσ’ από τις γραμμές.
Φ.Τ.
1) Από αυτούς μόνο που είμαστε σε συνομιλία, μπορώ ν’ αναφέρω: «Διεπιστημονική Ένωση για την Υπεράσπιση της Δημοκρατίας και της Βιοηθικής», «Λέσχη των Ανειδίκευτων», «Βιοκλεισούρα», «Συσπειρώσεις Αναρχικών», «Κόκκινα μαντήλια»…
Η υγειονομική κρατική διαχείριση, η Αριστερά και η αρχαία σκουριά της
Δεν μας χωρίζει κανένα εμβόλιο: Κοινός αγώνας ενάντια στα κατασταλτικά μέτρα της κυβέρνησης