A Paris… Στο Παρίσι!
Η Κατερίνα και ο Φίλιππος βαδίζουν χέρι-χέρι στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα, πηγαίνουν στην Μονμάρτη, στη Παναγία των Παρισίων και στο Λούβρο. Βιβλία, αφίσες, πίνακες και ζωγράφοι ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια τους. Εμείς μαθητές, στριμωγμένοι σε ένα ψηλοτάβανο δωμάτιο ενός παλιού νεοκλασικού, που για τις ανάγκες της εποχής ήταν γυμνάσιο περπατάμε μαζί τους. Άγιος Παντελεήμονας. Θήρας και Αχαρνών, 19ο Αρένων. Απ’ το παράθυρο κοιτάμε έξω και ονειρευόμαστε, ακούγοντας τη φωνή της καθηγήτριας των γαλλικών, μπλεγμένη με τη χαρακτηριστική φωνή της Μαρίκας Νέζερ από το διπλανό σπίτι.
Άγιος Παντελεήμονας, Πλατεία. H πισίνα του δήμου, το δικό μας γήπεδο 5×5. Μπάλα, πλούσιοι και φτωχοί, συμμαθητές, παίζουν όλοι μαζί παρέα. Οι κοινωνικές διαφορές πιο απλές. Η δικαιοσύνη της ομάδας απλή. Παίζει όποιος έχει καλύτερη ντρίπλα. Υπάρχει και αλληλεγγύη. Βγαίνει ο καλός να παίξουν και οι άλλοι, να μην κοιτάνε μόνο, να μην νιώθουν αποκλεισμένοι… «Μία παρέα είμαστε, ρε παιδιά».
Ωραία νεοκλασικά, με ψηλές ξύλινες πόρτες, ακροκέραμα και μπαλκόνια με περίτεχνες σιδεριές. Τα βράδια ένας ψηλός αγέρωχος άντρας, συνήθιζε να περπατάει μόνος του, αργά, τη Μιχαήλ Βόδα. Αργότερα μάθαμε ότι τον έλεγαν Γιάννη Ρίτσο.
Σωζοπόλεως και Μιχαήλ Βόδα γωνία. Στην πόρτα Ταινίες γέλιου Θ.Β. Ο Θανάσης στο κρεοπωλείο της γειτονιάς, στο φούρνο, στην κυρά-Νίκη: «Καλημέρα, καλοί μου άνθρωποι».
Αγίου Μελετίου και ευθεία επάνω Αμοργού: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Αλκαμένους: Λίτσα Διαμάντη, πιο πάνω Χρόνης Μίσιος «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς». Ηπείρου και Αχαρνών, 2ο Γυμνάσιο Αρρένων. Ο ποιητής Λευτέρης Παπαδόπουλος, το Κύτταρο και η μπάντα του Νιόνιου.
Ωραία η γειτονιά μας. Την περπάτησαν πολλοί «ανώνυμοι» και «επώνυμοι». Άλλοι που χάθηκαν στα σκοτεινά της δρομάκια και άλλοι που συνέχισαν και συνεχίζουν. Στη γειτονιά μας και σήμερα, σίγουρα αργά τα βράδια, βαδίζουν άνθρωποι «επώνυμοι» και «ανώνυμοι» από άλλες φυλές και από άλλες πατρίδες, «ξένοι» αλλά και «δικοί μας» που τα ονόματά τους θα τα μάθουμε αργότερα. Η γειτονιά μας δεν έμοιαζε με την αριστερή όχθη του Σηκουάνα, αλλά στους δρόμους της κυκλοφορούσαν άνθρωποι που δεν τους ένοιαζε να αφήσουν πίσω τους περιουσίες, αλλά το όνομά τους, τη θύμησή τους, το αποτύπωμά τους στην κοινωνία.
Η γειτονιά μας δεν ήταν η γειτονιά των αγγέλων, είχε φτωχούς, πλούσιους, μίση, κακίες, τσακωμούς, καβγάδες αλλά είχε και πολλές καλημέρες. Η γειτονιά μας είχε και τότε πολλούς μετανάστες. Τους έλεγαν «επαρχιώτες» και τους φώναζαν «βλάχους». Νέα παιδιά που δούλευαν στην οικοδομή, που ανέβαζαν με τα χέρια 5 ορόφους ψηλά με τενεκέ τη λάσπη στον ώμο και έμεναν σε υπόγεια δωμάτια πέντε, έξι και επτά μαζί ή στο δώμα, στην ταράτσα ενός παλιού αρχοντικού «7 νομά σε ένα δωμά».
Ανοικοδόμηση. Η γειτονιά μας μεγάλωσε. Δυστυχώς, καθ’ ύψος. Το βλέμμα κυκλώθηκε από πανύψηλους τοίχους σαν φυλακές, λες και προετοιμαζόταν η φυλακή που κλείστηκε όλη η Ελλάδα λίγα χρόνια αργότερα.
Όμως τα όνειρά μας δεν φυλακίστηκαν, ούτε οι ιδέες, ούτε οι καλημέρες. Συνεχίσαμε να ονειρευόμαστε τα χρώματα και το Παρίσι που ξέραμε ότι πολλοί από εμάς δεν θα το δουν ποτέ.
Έτσι και σήμερα περικυκλωμένοι από άλλα «τείχη» αυτά του φόβου, της ανασφάλειας, της απομόνωσης, ας συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε ένα πολύχρωμο μέλλον σαν αυτές τις παλιές, μικρές αφίσες. Ας βάλουμε στόχο να αφήσουμε πίσω καθαρό το όνομα μας, την πιο μεγάλη άφθαρτη περιουσία που έχει το ανθρώπινο είδος.
Ας πούμε μία καλημέρα από καρδιάς.
Προς το «Παρίσι» των ονείρων μας λοιπόν, που είναι δίπλα μας, προσδοκώντας να βιώσουμε μία καινούργια έκρηξη χρωμάτων, ιδεών, ονείρων και ιδανικών. Ποιος ξέρει; Βαδίζοντας σε αυτό τον δρόμο μπορεί να συναντήσουμε και το δικό μας Μάη του ’68.
Γιώργος και Κώστας Σκηνιώτης