Με αφορμή το φονικό στα Βορίζια, έχει ανοίξει μια ολόκληρη συζήτηση, η οποία δυστυχώς δίνει βάρος στην κουλτούρα της οπλοκατοχής και στο έθιμο της βεντέτας ως τις πηγές του προβλήματος ‒ απομονώνοντας έτσι το ζήτημα στην Κρήτη. Ενδεικτικά προς αυτή την κατεύθυνση είναι και τα μέτρα που ανακοίνωσε ο Μ. Χρυσοχοΐδης σχετικά με την οπλοκατοχή. Ωστόσο, η απόδοση της μερίδας του λέοντος των ευθυνών στην παράνομη οπλοκατοχή και στα έθιμα αποτελεί εθελοτυφλία, αντίστοιχη με το να αποδίδει κανείς την οπαδική βία στο πάθος για το ποδόσφαιρο. Η συνολική εικόνα της χώρας ως προς τη δράση εγκληματικών οργανώσεων και τη διαφθορά τα τελευταία χρόνια ‒που πρόσφατα έχει δώσει και έντονα σημάδια στην Κρήτη- θα έπρεπε να μας αναγκάζει να στραφούμε σε άλλα αίτια.
ΕΔΩ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ υπάρχουν αλλεπάλληλα σημάδια για τη δράση μαφιών σε όλη τη χώρα, τα οποία όμως συχνά περνούν στα ψιλά γράμματα των συστημικών ΜΜΕ. Μερικά μόνο από αυτά είναι τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών και τα συμβόλαια θανάτου που έχουν εκτελεστεί στην Αθήνα, με δολοφονίες που εμπλέκουν ακόμη και ξένες μαφίες. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να ξεχνά κανείς την υπόθεση της Greek Mafia, την αποδεδειγμένη εμπλοκή αστυνομικών σε κυκλώματα διακίνησης, τους ύποπτους θανάτους μαρτύρων σε κρίσιμες υποθέσεις, τις παραιτήσεις δικαστικών από δίκες ή ακόμη και τους θανάτους συγγενών τους. Σε συνδυασμό με αυτά, έρχονται να προστεθούν τα σκάνδαλα πολιτικής και οικονομικής διαφθοράς, ο ΟΠΕΚΕΠΕ, οι παρακολουθήσεις, ακόμη και η συγκάλυψη του εγκλήματος των Τεμπών. Την ίδια στιγμή, τα περισσότερα ΜΜΕ αλλά και οι ποδοσφαιρικές ομάδες έχουν περάσει στα χέρια ολιγαρχών που έχουν κατηγορηθεί στο παρελθόν για αντίστοιχες υποθέσεις.
Όλα τα παραπάνω ‒αν δεν τα αποδώσει κανείς στο «κακό μας συλλογικό ριζικό», όπως κάνει το πολιτικό σύστημα και τα συστημικά ΜΜΕ‒ μαρτυρούν τη δράση εκτεταμένων εγκληματικών οργανώσεων που βρίσκονται πιθανότατα σε σύμπλεξη με το πολιτικό σύστημα. Ειδικότερα δε στην Κρήτη, πέρα από την περίπτωση του ΟΠΕΚΕΠΕ, είδαμε πρόσφατα και την υπόθεση των αποκαλύψεων από τα τηλεφωνήματα του Π. Καμμένου για την προαγωγή ενός αρχιμανδρίτη, έπειτα από αίτημα του φερόμενου ως αρχηγού τοπικής εγκληματικής οργάνωσης που δραστηριοποιείται στη διακίνηση όπλων και ναρκωτικών. Είναι, άλλωστε, κοινό μυστικό ότι τόσο στην Κρήτη όσο και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας υπάρχουν σημεία, χωριά και συνοικίες που αποτελούν άβατα και ελέγχονται από τέτοιου είδους οργανώσεις με φεουδαρχικούς όρους – περιοχές όπου το κράτος παρεμβαίνει ελάχιστα ή και καθόλου.
Έτσι φτάνουμε στο σημείο, λόγω της συνενοχής (πολιτικής ή ακόμη και ποινικής) του πολιτικού συστήματος, αντί να ασχολούμαστε με το παρακράτος και τη μαφία που αλωνίζει, να συζητάμε για την «επίλυση» κοινωνικών προβλημάτων που αφενός χρονίζουν και αφετέρου δεν υπάρχει σαφής εικόνα για την εξέλιξή τους τα τελευταία 10-20 χρόνια. Για παράδειγμα, το επιχείρημα περί φτώχειας και, άρα, αποστέρησης βασικών αγαθών και ερεθισμάτων είναι σε έναν βαθμό σωστό: Η μείωση της εγκληματικότητας και της γκετοποίησης, όπως και η αντιμετώπιση ιδεολογιών, εθίμων και παραδόσεων που μπορεί να είναι αναχρονιστικές, απαιτούν την πρόσβαση των κοινωνιών ‒και ειδικά των ασθενέστερων ομάδων‒ σε αυτά τα αγαθά, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να ζουν με άλλον τρόπο. Αυτό βέβαια ισχύει για όλη την ελληνική επαρχία, που εδώ και χρόνια βρίσκεται σε κατάσταση τραγικής εγκατάλειψης, ενώ η Κρήτη ίσως να βρίσκεται σε λίγο καλύτερη μοίρα από αυτή την άποψη.
Ωστόσο, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει δράση εγκληματικών οργανώσεων που σχετίζονται με το κράτος, και η εκάστοτε πολιτική ηγεσία μοιάζει να έχει μαζί τους σχέσεις συνδιαλλαγής, δεν είναι δυνατό να μιλά κανείς απλώς για «μέτρα πρόληψης», ειδικά όταν η δράση αυτών των ομάδων αποκρύπτεται επιμελώς. Ακόμη και από τεχνικής άποψης: αν η μαφία παραλύει το κράτος σε μια περιοχή, πώς θα λειτουργήσει, για παράδειγμα, η καταγγελία για την κακοποίηση ενός ανήλικου;
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, μαζί με το ζήτημα της ανάγκης για ανάπτυξη αυτών των περιοχών, προβάλλεται και μια ψευδής αντίθεση ανάμεσα σε εκείνη τη μερίδα του πληθυσμού που ασχολείται με τον τουρισμό ‒την κύρια μορφή ανάπτυξης‒ και σε εκείνη που βρίσκεται σε λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, όπως τα ορεινά. Αν όμως ζούσε κάποιος έστω και για λίγο στην Κρήτη, θα διαπίστωνε από πρώτο χέρι ότι η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Καταρχάς, αυτή η διάκριση δεν είναι καθολική, όπως άλλωστε και το φαινόμενο αυτού του είδους της εγκληματικότητας δεν αφορά συλλήβδην τους Κρητικούς. Οι τοπικοί προύχοντες δραστηριοποιούνται τόσο στα κτηματικά και την κτηνοτροφία όσο και στον τουρισμό. Ακόμη όμως και ο ίδιος ο τουρισμός, ως μια παρασιτική, ευκαιριακή και αδηφάγα μορφή «ανάπτυξης», αποτελεί πρόσφορο έδαφος για τη δράση μαφιών, για φαινόμενα προστασίας, διακίνησης ναρκωτικών κ.λπ., όπως έχουμε δει να συμβαίνει τα τελευταία χρόνια και σε άλλα νησιά-κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς.
Εν τέλει, σε ένα περιβάλλον μεγάλης διαφθοράς, δημοκρατικής κατρακύλας και ανεξέλεγκτης δράσης μαφιών ‒σε μια περίοδο όπου είναι πλέον προφανές ότι το πολιτικό σύστημα είτε δρα ως εγκληματική οργάνωση είτε συνεργάζεται με τέτοιες‒ μοιάζει μάλλον βολικό να φταίνε, για τα Βορίζια, οι Κρητικοί που αρέσκονται στην οπλοφορία και οι «αμόρφωτοι βουνίσιοι», για την οπαδική βία οι φίλαθλοι, για τα συμβόλαια θανάτου οι ξένες μαφίες, για τα Τέμπη οι «συνωμοσιολόγοι» και για την εμπλοκή της αστυνομίας να γίνεται λόγος για «μεμονωμένα περιστατικά».






































































