Με πολιτικούς και οικονομικούς σκοπούς
Της Νατάσας Ακριβάκη
Την περασμένη εβδομάδα η κυβέρνηση Μαδούρο διέταξε το επ’ αόριστον κλείσιμο των συνόρων της με την Κολομβία και κήρυξε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης αρκετούς δήμους της παραμεθόριας πολιτείας Τάτσιρα. Αιτία στάθηκε η επίθεση από παραστρατιωτικούς κομάντο σε τρία μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων της Βενεζουέλας, στις 19 Αυγούστου, με αποτέλεσμα το σοβαρό τραυματισμό τους.
Ωστόσο, αυτή η πρόσφατη επίθεση είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου ενός βαθύτερου προβλήματος. Εδώ και 11 χρόνια, η Βενεζουέλα έχει καταγγείλει την παρουσία ακροδεξιών παραστρατιωτικών στο έδαφός της. Αυτές οι ομάδες, προερχόμενες από την Κολομβία, έχουν σαφώς καθορισμένους πολιτικούς και οικονομικούς στόχους. Λαθρεμπόριο, απαγωγές, πορνεία, διακίνηση ναρκωτικών, ανθρώπων, όπλων, καυσίμων, είναι μερικές από τις δραστηριότητές τους.
Δολοφονίες και… μπίζνες
Μέχρι το 1997 η Βενεζουέλα, γείτονας της Κολομβίας, ήταν απαλλαγμένη από παραστρατιωτικές ομάδες, παρά την άνιση κατανομή της γης και τις μικρές ομάδες ανταρτών στη χώρα.
Τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους συνελήφθησαν μέλη παραστρατιωτικών ομάδων που συνδέονταν με πλούσιους γαιοκτήμονες και είχαν πολύ λεπτομερείς χάρτες της συνοριακής περιοχής του Απούρε. Ένας από τους συλληφθέντες ομολόγησε ότι είχαν προσληφθεί από τον Βενεζολάνο στρατηγό Ενρίκε Γκόμες. Ο αρχηγός των Ενωμένων Δυνάμεων Αυτοάμυνας της Κολομβίας (AUC), Κάρλος Καστάνο, επιβεβαίωσε το 1997 ότι είχε συναντηθεί με 140 Βενεζολάνους επιχειρηματίες και ιδιοκτήτες γης για να δημιουργήσουν έναν παραστρατιωτικό μηχανισμό παρόμοιο με αυτόν στην Κολομβία, ειδικά στην περιοχή των συνόρων.
Μετά το 1997, κάποιες μεμονωμένες αναφορές απέδειξαν ότι ήταν πολύ συνηθισμένες οι απαγωγές και οι δολοφονίες από Κολομβιανούς παραστρατιωτικούς.
Το 2002 κυκλοφόρησε βίντεο στο οποίο ο λεγόμενος «διοικητής Αντόνιο» ανακοίνωσε τη δημιουργία των Ενωμένων Δυνάμεων Αυτοάμυνας της Βενεζουέλας (AUV) και υποδεικνύει τον πρόεδρο της Βενεζουέλας, Ούγκο Τσάβες, ως «στρατιωτικό στόχο». Μέχρι το 2003, περίπου 500 Κολομβιανοί παραστρατιωτικοί των AUC ξεκίνησαν σειρά επιθέσεων στο έδαφος της Βενεζουέλας. Εκείνη τη χρονιά, έκθεση που δημοσιεύθηκε από μια ΜΚΟ αποκάλυψε ότι περίπου 120 αγρότες και ιθαγενείς ηγέτες είχαν σκοτωθεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια, σχεδόν όλοι υποστηρικτές της βενεζολάνικης κυβέρνησης και κάτοικοι της πολιτείας Σούλια στα σύνορα με την Κολομβία. Η μεγαλύτερη αύξηση σε παραστρατιωτική δραστηριότητα στη Βενεζουέλα έλαβε χώρα στις πολιτείες Σούλια και Τάτσιρα που συνορεύουν με την Κολομβία και των οποίων οι κυβερνήσεις ανήκουν στη δεξιά αντιπολίτευση.
Το 2004, οι Αρχές της Βενεζουέλας συνέλαβαν μια ομάδα 116 Κολομβιανών παραστρατιωτικών σ’ ένα στρατόπεδο στα περίχωρα του Καράκας. Το αγρόκτημα ανήκε στον Ρόμπερτ Αλόνσο, γνωστό ακτιβιστή της βενεζολάνικης αντιπολίτευσης. Ο παραστρατιωτικός ηγέτης Γκεοβάνι Σαμπράνο, αργότερα, θα δήλωνε στο Αλ Τζαζίρα ότι οι άντρες είχαν προσληφθεί από τον αρχηγό της αντιπολίτευσης και πρώην προεδρικό υποψήφιο Μανουέλ Ροσάλες με στόχο τη δολοφονία του Ούγκο Τσάβες. Ο Σαμπράνο δήλωσε, επίσης, ότι περίπου 2.500 Κολομβιανοί παραστρατιωτικοί βρίσκονταν στο εσωτερικό της χώρας.
Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο 2010, ένα κύμα πολιτικών δολοφονιών στην Τάτσιρα κατά των ηγετών του Ενωμένου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Βενεζουέλας (PSUV) επιβεβαίωσε ότι η παρουσία των Κολομβιανών παραστρατιωτικών στο έδαφος της χώρας αυξανόταν σημαντικά. Ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι πολλοί από τους παραστρατιωτικούς ζουν σε διάφορες παραμεθόριες κοινότητες, διατηρούν χαμηλό προφίλ και περιμένουν διαταγές για δράση.
Σήμερα το Καράκας συνεχίζει να καταγγέλλει την κολομβιανή παραστρατιωτική παρουσία στο έδαφός του, πλέον όχι μόνο για πολιτικούς σκοπούς αλλά και ως αιχμή του δόρατος του οικονομικού πολέμου που αντιμετωπίζει η χώρα για πολλά χρόνια.
Τον περασμένο Μάιο ο υπουργός Εσωτερικών της Βενεζουέλας, Γκουστάβο Γκονσάλες, αποκάλυψε ότι πάνω από 200 αγρότες και ιθαγενείς ηγέτες έχουν σκοτωθεί από παραστρατιωτικές δυνάμεις.
Πηγή: TeleSur
Μια πρακτική με… παράδοση στην Κολομβία
Στη δεκαετία του ’30, το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού της Κολομβίας ζούσε σε αγροτικές περιοχές, όπου οι φτωχοί αγρότες αγωνίζονταν για να επιβιώσουν και να υπερασπιστούν τη γη τους από τους γαιοκτήμονες. Μέχρι το 1946 οι αγρότες είχαν οργανωθεί σε μικρές ένοπλες ομάδες αυτοάμυνας, ευθυγραμμισμένες με ένα από τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα: Φιλελεύθερο και Συντηρητικό.
Οι ένοπλες ομάδες που υποστήριζαν τους Συντηρητικούς, ενήργησαν ως παραστρατιωτικές υπό την προεδρία του Μαριάνο Πέρες (1946-1949). Μετά από δεκαετίες βίας, τα δύο μέρη συμφώνησαν το 1957 να εναλλάσσονται στην εξουσία και, κατά συνέπεια, το Φιλελεύθερο Κόμμα κάλεσε τους οπαδούς του να καταθέσουν τα όπλα. Ωστόσο, το πρόβλημα των αγροτών δεν είχε λυθεί και το Κομμουνιστικό Κόμμα αποφάσισε να παρέμβει και να τους βοηθήσει. Στο βαθμό που η συμμαχία μεταξύ Φιλελεύθερων και Συντηρητικών σταθεροποιούνταν, οι γαιοκτήμονες χρησιμοποίησαν συχνά αστυνομικούς με πολιτικά για να τρομοκρατήσουν τους αγρότες και να τους πετάξουν έξω από τη γη τους. Αυτή ήταν η πρώτη βερσιόν των κολομβιανών παραστρατιωτικών ομάδων.
Οι αγρότες συνέχισαν να οργανώνονται σε αντάρτικες ομάδες και η κυβέρνηση αποφάσισε να παρέμβει με τη βοήθεια των ΗΠΑ. Αυτή θα είναι η επίσημη έναρξη της ένοπλης σύγκρουσης στη χώρα. Το 1962, οι στρατιωτικοί σύμβουλοι που συνεργάζονταν με τον κολομβιανό στρατό συνέστησαν τη δημιουργία παραστρατιωτικών δυνάμεων που θα βοηθούσαν την κυβέρνηση δήθεν στην καταπολέμηση του κομμουνισμού. Μια μυστική έκθεση του Γουίλιαμ Γιάρμπορο, ταξίαρχου του Αμερικανικού Στρατού και επικεφαλής της αποστολής στην Κολομβία, δείχνει ότι η ομάδα των συμβούλων είχε σχεδιάσει έναν μηχανισμό που θα μπορούσε να «χρησιμοποιηθεί για να εκτελέσει λειτουργίες αντικατασκοπείας και αντι-προπαγάνδας και, αν χρειαστεί, να εκτελέσει παραστρατιωτικές ενέργειες, δολιοφθορά ή/και τρομοκρατία κατά των υποστηρικτών του κομμουνισμού».
Τα παραστρατιωτικά τάγματα θανάτου πολλαπλασιάστηκαν σε ολόκληρη την Κολομβία. Ο τρόπος λειτουργίας τους ήταν να τοποθετούν βόμβες που συνοδεύονταν από γκράφιτι με συνθήματα για να κατηγορήσουν τους αντάρτες. Ωστόσο, η παραστρατιωτική οργάνωση εξελίχθηκε σε εμπορική επιχείρηση. Υπάρχουν στοιχεία για τα εκατομμύρια που έχει συγκεντρώσει η μεγαλύτερη παραστρατιωτική δύναμη στη χώρα, οι Ενωμένες Δυνάμεις Αυτοάμυνας της Κολομβίας (AUC), μέσω εκβιασμών, ως σύνδεσμοι μεταξύ των εμπόρων ναρκωτικών και των Αρχών και μέσω επιχειρήσεων που λειτουργούσαν ως βιτρίνες για ξέπλυμα χρήματος.
Το 1988, μια ομάδα γαιοκτημόνων και εμπόρων ναρκωτικών, με τη βοήθεια της κυβέρνησης, προσέλαβε Ισραηλινούς συνταγματάρχες για να εκπαιδεύσουν τους ηγέτες των AUC σε αντι-εξεργεσιακές και τρομοκρατικές τακτικές ενάντια στον άμαχο πληθυσμό. Τόσο οι παραστρατιωτικές ομάδες όσο και ο στρατός έχουν εργαστεί από κοινού προκειμένου να ξεριζώσουν ολόκληρους πληθυσμούς, με το επιχείρημα ότι οι κοινότητες υποστηρίζουν τους εξεγερμένους αριστερούς αντάρτες.