Χάραξε στην πέτρα την τραγική μοίρα του λαού και τη μάχη για ελευθερία. Του Κώστα Σταυρόπουλου  

Δεν θα μπορούσα να πείσω κανέναν αν ισχυριζόμουν ότι η μεγάλη χαράκτρια του κόσμου Βάσω Κατράκη-Λεονάρδου ανήκει στην αθέατη πλευρά της ιστορίας, από την άποψη της ευρείας δημοσιότητας.
Άλλωστε, ποια Βάσω; Η Βάσω Κατράκη που έχει πάρει 4 πρώτα διεθνή βραβεία, από τα οποία το τέταρτο, το σημαντικότερο, είναι αυτό που πήρε το 1966 στη Διεθνή Μπιενάλε της Βενετίας. Βραβείο που έπαιρνε για πρώτη φορά μικρή χώρα, κεραυνός εν αιθρία, γιατί αυτά τα βραβεία τα νέμονταν πάντα οι μεγάλες χώρες.
Τιμητικά φιλοξενεί σήμερα τη Βάσω στις σελίδες της η εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς, που αν ζούσε, σίγουρα αυτή την εφημερίδα θα κρατούσε στα χέρια της. Γεννήθηκε το 1916 και απεβίωσε το 1988, 74 χρονών, στην Αθήνα.
Από το 1936 μαζί με τον άντρα της, γιατρό Γιώργο Κατράκη, αντέδρασαν κατά της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά. Φοιτητές οι δυο τους τότε κι εν συνεχεία έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Εθνική Αντίσταση κι αμέσως μετά τη λεγόμενη απελευθέρωση.
Ακολούθησαν τα 3 τραγικά χρόνια του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα 1946-’49. Τότε ίδρυσε η κυβέρνηση τα στρατόπεδα συγκέντρωσης Μακρονήσου και Γιούρας, τόποι φιλοξενίας ανείπωτων βασανιστηρίων των πολιτικών κρατουμένων κι εξόριστων. Θύματα τα άτομα της ιδεολογικοπολιτικής Αριστεράς, προκειμένου με βίαιο τρόπο να αποκηρύξουν τις ριζοσπαστικές κοινωνικές ιδέες τους. Ιστορική μαρτυρία και μνημική οδύνη για μας που ζήσαμε τα γεγονότα και ήπιαμε ολόγιομο το ποτήρι, απόμακρη μνήμη που δεν έζησαν και δεν θυμούνται οι σημερινοί νέοι της Ελλάδας.
Τη Βάσω τη γνώρισα καλύτερα ως συγκρατούμενή μου στη Γυάρο, θύμα κι αυτή της απριλιανής χούντας των συνταγματαρχών του 1967. Εντυπωσίαζε 7.000 πολιτικούς κρατούμενους το ήθος της τέχνης της κι ο άδολος χαρακτήρας της, ευτυχής συνδυασμός εναρμόνισης τέχνης κι ανθρώπου κι αυτό μου δίνει την ευκαιρία να την αποκαλέσω, ανεπιφύλαχτα, λαόθεν αρχόντισσα.
Ενταγμένη αρχικά, ιδεολογικά και πολιτικά, στην κομμουνιστική Αριστερά, πέρασε αργότερα στην ευρωκομμουνιστική πτέρυγα και μετά στις ολάνοιχτες ανάσες της Αριστεράς. Κι αυτό γιατί ήθελε να μην ξεχνά τα 150 χρόνια διαδρομής της παραγωγής πολιτισμού της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

 

Απελευθερωτικό πέρασμα
Το έργο της, μοναδικό αυτών των ιδεολογικών οράσεων, συγκεντρώνει πάνω του τη βαθιά και μακραίωνη ελληνοευρωπαϊκή εικαστική παιδεία. Το 1952 αφήνει πίσω τη χαρακτική στο παραδοσιακό ξύλο και περνάει τη χαρακτική στο σκληρό υλικό, την πέτρα, μοναδική στον κόσμο γι’ αυτό. Τότε άφησε πίσω και τη γραφή του παραστατικού κοινωνικού ρεαλισμού αλά ελληνικά. Η πέτρα της έδωσε τη μεγάλη ευκαιρία, μετά το 1952, να υιοθετήσει τη μερική αφαίρεση, απόκλιση προς τη γραφή της κυκλαδικής τέχνης.
Δεκαπέντε χρόνια δούλεψε στο ξύλο και 35 χάραξε στην πέτρα. Σημαντική η δεύτερη περίοδος της δουλειάς της κι υπάρχει λόγος γι’ αυτό: Γιατί η Βάσω περνώντας τη χαρακτική από το ξύλο στην πέτρα απελευθέρωσε το μέγεθος του χαρακτικού ανάτυπου και το αυτονόμησε αισθητικά, καθιστώντας το ισότιμο με το πρωτότυπο έργο της ελαιογραφίας. Έτσι έβγαλε τη χαρακτική από την ομηρία της τυπογραφίας κι από τη δουλεία της διαφήμισης.
Με τη χαρακτική στην πέτρα παρήγαγε μεγάλες εικαστικές μνημειακές επικές συνθέσεις. Σ’ αυτή τη φάση εκμεταλλεύεται με οξυδέρκεια την ελληνική μυθολογία, επιλέγοντας για εικαστικά της είδωλα την Αντιγόνη, τον Ίκαρο σε πτώση, τον Τρίτωνα, την Ηλέκτρα, τη μητρότητα, τις γυναίκες αντιστεκόμενες μπροστά στα όρθια μαχαιρωτά ματωμένα βράχια της Γυάρου, ανθρώπινα σώματα, έγκλειστα και ακρωτηριασμένα μέσα σε αγκαθωτά συρματοπλέγματα και τα ψηλόλιγνα εικαστικά είδωλά της συγκεντρώνουν στους κάθετους άξονές τους τα βαριά τραγικά φορτία σε επικό μέγεθος της αισχύλειας και σοφόκλειας αττικής τραγωδίας.
Σ’ αυτό το σημείο δίνει την ψευδή εντύπωση ότι μοιάζει με τα εικαστικά είδωλα του Τζακομέτι και τις εικαστικές συνθέσεις των ψηλόλιγνων αγαλμάτων της κυκλαδικής τέχνης. Εντυπωσιάζει, επίσης ψευδώς, ότι το χαρακτικό της ανάτυπο μοιάζει να κινείται στο τρισδιάστατο χώρο της γλυπτικής. Κλείνω την παρένθεσή μου αναφέροντας πως το χαρακτικό έργο της Βάσως πάνω στην πέτρα, την προσδιορίζει ως τη μεγάλη σύγχρονη τραγωδό του εικαστικού λόγου των μορφών του ελληνοευρωπαϊκού πολιτισμού.
Στη Βάσω έμελλε να κλείσει με τη χαρακτική στην πέτρα τα 500 χρόνια διαδρομής της χαρακτικής στο ξύλο. Η 15χρονη θητεία της χαράσσοντας στο ξύλο κινήθηκε στην ιστορική μαρτυρία και την κοινωνική τοιχογραφία του εργαζόμενου βαριά μεροκαματιάρη ψαρά Πικρή και ρέμπελη ζωή και των εργαζόμενων νυχτοήμερα ανθρώπων στα χωράφια Μεροδούλι-μεροφάι.
Ως προς το τοπίο του Αιτωλικού, γενέτειρα πόλη της χαράκτριας, και το Μεσολόγγι δίπλα του, το ζωγράφισε με χαμηλούς ορίζοντες μπαίνοντας το θαλάσσιο και το χερσαίο τοπίο το ένα μέσα στ’ άλλο ερωτικά. Οι αλλεπάλληλοι ορίζοντες επεκτείνονται από το Αιτωλικό και πέρα απ’ το Μεσολόγγι, κυλώντας σε μουσική ποιητική ροή. Μόνο τα τηλεγραφόξυλα σπάζουν αυτή τη ροή των οριζόντων, ενώ τα σκάφη, γαΐτες, πρυάρια, σταφνοκάρια χαϊδεύουν ψιθυριστά με ήχους και χρώματα την ήρεμη επιφάνεια της θάλασσας, λυρικές εικόνες του εικαστικού λόγου των μορφών παρόμοιες με του Κωστή Παλαμά τους στίχους.

Χαρισματική καλλιτέχνις
Η Βάσω ήταν φίλη του Άγγελου Σικελιανού, του Κώστα Βάρναλη, θαύμαζε ιδιαίτερα τη γραφή του Κώστα Χατζόπουλου, ήταν φίλη του Ρίτσου και του Νικηφόρου Βρεττάκου. Ο Παλαμάς κι ο Μαλακάσης ήταν συμπατριώτες της.
Με λίγα λόγια, ήταν η ίδια η καλλιτεχνική, πολιτική και ιδεολογική συνείδηση του επαναστατημένου ακραία 20ού αιώνα, γι’ αυτό και έκλεισε τον 50χρονο κύκλο της δουλειάς της με μια τελευταία έκθεση στην Αθήνα, έκθεση ως σπάραγμα μνήμης, ελεγείων και θρήνων για όλους εκείνους που θυσιάστηκαν γι’ αυτήν την κοινωνική ιδεολογία (1850-1988). Έτσι η σκυτάλη της καινούργιας ηλεκτρονικής τεχνολογικής κοινωνικής επανάστασης πέρασε στα χέρια του 21ου ηλεκτρονικού αιώνα.
Η Βάσω, απλώς σας το θυμίζω, ήταν χαρισματική εικαστική καλλιτέχνις του αυτονομημένου αισθητικά ζωγραφικού σχεδίου. Ίδια με τον Χαλεπά, τον Καπράλο, το Στέρη, τον Μπουζιάνη, το Διαμαντόπουλο, τον Πικάσο, τον Τζακομέτι, το Μοντιλιάνι, τον Μουρ και τον Τάτλιν.
Σε λίγο καιρό θα κυκλοφορήσει κι ένα βιβλίο(1) με τα βότσαλα που ζωγράφισε με μαύρο μαρκαδόρο στη Γυάρο. Αυτό το απλό και το απέριττο μέρος της δουλειάς της συγκίνησε ιδιαίτερα το κοινό αλλά και τον κάθε συγκρατούμενό της που έτυχε να κρατήσει στα χέρια του ένα απ’ αυτά τα βότσαλα, αντικείμενο προσευχής τελικά, αφού η Βάσω κατάφερε να βγάλει την ψυχή της πέτρας στο φως. Δεν θα σας πω περισσότερα γι’ αυτό, αφού γρήγορα θα εκδοθεί το βιβλίο.
Αυτά τα βότσαλα εξαπάτησαν την αυστηρή λογοκρισία των συνταγματαρχών της στρατιωτικής χούντας της 21ης Απριλίου 1967. Είχαν μεταβληθεί σε ιερή επικοινωνία, στέλνοντάς τα ο κάθε κρατούμενος στο σπίτι του, δείγμα ότι υπάρχει και πού υπάρχει, βεβαιώνοντας αυτό με την υπογραφή της η Βάσω στο πίσω μέρος του κάθε βότσαλου.

(1) Όταν εκδοθεί το βιβλίο υπόσχομαι ότι θα χαρίσω στην εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς 30 αντίτυπα για να τα κληρώσει σε τυχερούς αναγνώστες της.

* Ο Κώστας Σταυρόπουλος είναι τεχνοκριτικός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!