Αν ό,τι επιφέρει μια ποιοτική αλλαγή συνδέεται αναπότρεπτα με κάποιο στοιχείο βίας, από την οξύτατη σύγκρουση ως την πιο απλή τριβή, τότε αυτό ισχύει και για τη μουσική. Ένας πολιτικός, ένας βιολόγος, ένας χημικός, ένας φυσικός, ένας αγρότης, ένας μάγειρας, ένας γιατρός, ένας αρχιτέκτονας, αλλά κι ένας μουσικός, το βιώνουν αυτό στο χώρο της ειδικότητας τους. Από μια γέννα μέχρι μια ομελέτα, από ένα κεραυνό μέχρι ένα ψιλόβροχο, από μια παλίρροια ως ένα μπόλιασμα, από ένα ουρανοξύστη μέχρι μια αντιβίωση, η βία δεν αποφεύγεται, εάν δεν επιδιώκεται κιόλας για την επίτευξη του σκοπού.

Βέβαια, αυτό δεν γίνεται πάντοτε εμφανώς και ίσως κάθε περίπτωση να έχει και την εξαίρεση της. Το ψάχνουμε στην προσπάθεια να κατανοήσουμε τη φύση των φαινομένων, τη λειτουργία τους, τα αίτια και τα αποτελέσματα τους, ιδίως στο πεδίο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Για παράδειγμα, στο λαϊκό τραγούδι. Η ίδια του η εξέλιξη σημαδεύεται από πολλές φάσεις και εκφάνσεις βίας. Ο διασκεδαστικός χαρακτήρας του τραγουδιού ξεγελάει. Τα τραγούδια δεν κόβονται με μαχαίρια, ούτε ματώνουν, αλλά η διαδικασία σύλληψης, μορφοποίησης, παραγω γής και διάδοσης τους δεν είναι ανώδυνη.

Βία στα μαγαζιά, βία από τους πελάτες, βίαια αφεντικά, βία στις αμοιβές, βία στις συνθήκες εργασίας, βία από την αστυνομία και τον υπόκοσμο, βία στον μεταξύ καλλιτεχνών ανταγωνισμό, βία από τα νέα ρεύματα που απωθούν και εξοστρακίζουν τα παλιά, βία από τις δισκογραφικές εταιρίες που ασκούν αφόρητες πιέσεις χωρίς συναισθηματισμούς για την επιτυχία και το κέρδος, βία από τα ΜΜΕ που αποκλείουν ή προβάλλουν επιλεκτικά και μεροληπτικά τους καλλιτέχνες, βία από τον ίδιο τον πονοκέφαλο της έμπνευσης, της δημιουργίας και της ορθής εκτέλεσης της μουσικής, βία από παντού έστω και σε μικρές δόσεις.

Πώς, λοιπόν, εξομαλύνονται αυτές οι «βιαιότητες», άλλες εσωτερικές και άλλες εξωτερικές; Γιατί εξομαλύνονται στη συνεχή διαδικασία διαμόρφωσης και αναδιαμόρφωσης που υφίσταται η δημιουργία. Το προϊόν της είναι η πιο τρανταχτή απόδειξη αυτής της «εξομάλυνσης». Που αμέσως μόλις επιτευχθεί, η διεργασία συνεχίζεται, η παλινδρόμηση ανάμεσα στη βία και την εξομάλυνση εξακολουθεί μέχρι να προκύψει το επόμενο προϊόν και ούτω καθεξής. Και ποιος επωμίζεται και πώς διεκπεραιώνει την επίλυση των αντιθέσεων που οδηγούν στη δημιουργία του καλλιτεχνικού έργου;

Αυτή η δημιουργική διαδικασία έχει πολλούς ομόκεντρους, παράκεντρους, έκκεντρους και εφαπτόμενους κύκλους. Έχει τους γενικούς και τους ειδικούς, τους συλλογικούς και τους ατομικούς, σε μια διαρκή αλληλεπίδραση. Το εξωτερικό περιβάλλον, φύση, πολιτισμός, ιστορία, κοινωνία, αλλά και ο εσωτερικός πυρήνας του δημιουργού με τους πιο μικρούς κύκλους, του σιναφιού, της οικογένειας, αλλά και των στοιχείων του χαρακτήρα, της ιδιοσυγκρασίας, της νοημοσύνης, του ταλέντου κ.λπ., επενεργούν και συγκαθορίζουν τη μαγική διαδικασία της δημιουργίας του καλλιτεχνικού έργου. Και μ’ αυτά υπόψη πρέπει να βλέπει και να αξιολογεί κανείς τους συντελεστές κάθε έργου.

Αθέατοι συντελεστές

Αναζωπυρώθηκαν αυτές οι σκέψεις τη μέρα που πληροφορήθηκα, όντας εκτός Αθηνών, την απώλεια της Ευαγγελίας Μαργαρώνη, στα 90 της, της «πιανίστα του Τσιτσάνη» όπως πάντοτε αναφέρεται. Και, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως, η Μαργαρώνη ήταν ανέκαθεν η μουσικός, η καλλιτέχνιδα, που μου εμπλούτιζε αυτόν τον προβληματισμό και με βοηθούσε να εμβαθύνω στις αναζητήσεις και τους στοχασμούς μου. Πώς ένας καθημερινός, γαλήνιος, ολιγαρκής, τρυφερός άνθρωπος μπορούσε να παίζει ένα τόσο σπουδαίο ρόλο σε ένα τόσο δύσβατο πεδίο;

Από τότε που ασχολούμαι με το λαϊκό τραγούδι, με απασχολούσε κάτω από ποιες γενικές και ειδικές συνθήκες και προϋποθέσεις γεννιόταν, εξελισσόταν και μεταμορφωνόταν, αλλάζοντας καθ’ οδόν ύφος και περιεχόμενο. Πώς, για παράδειγμα, το ρεμπέτικο, αυτό το προπολεμικό είδος τραγουδιού, μέσα σε λίγα χρόνια μεταλλάσσεται σ’ αυτό που αποκαλούμε απλά «λαϊκό τραγούδι»; Πολλοί από τους αρνητικούς παράγοντες που μεσολάβησαν και επενέργησαν είναι προφανείς, όπως οι απαγορεύσεις, η λογοκρισία και οι διώξεις επί Μεταξά, ο πόλεμος και η κατοχή κ.ά. Επίσης, αρκετά προφανείς είναι οι κατά εποχή και περιοχή ή κατά περίπτωση συνθήκες, όπως το αστικό, προσφυγικό, βιομηχανικό ή αγροτικό περιβάλλον των Τρικάλων, της Σύρας, του Πειραιά ή της Θεσσαλονίκης. Αλλά και πολλά άλλα, όπως η φτώχεια, η παράδοση, ο προσφυγικός πολιτισμός, η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, η αστικοποίηση, ο υπόκοσμος και το περιθώριο, η τεχνολογία κ.λπ. Αλλά σε ποιό βαθμό και με ποιους διαύλους επενεργεί το κάθε τι; Είναι πολύ δύσκολο, ίσως και αδύνατο, να αναλύσει κανείς και να διαχωρίσει το ρόλο και την επιρροή του κάθε παράγοντα πάνω στην κάθε ομάδα, στο κάθε άτομο και στο κάθε δημιούργημα. Έχουν προσπαθήσει να ρίξουν –από τη σκοπιά τους- φως ο Σπύρος Παπαϊωάννου, ο Μάρκος Δραγούμης, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Παναγιώτης Κουνάδης, ο Στάθης Δαμιανάκος, ο Νέαρχος Γεωργιάδης, ο Γιώργος Κοντογιάννης κ.ά., αλλά οι απορίες και τα αδιευκρίνιστα σημεία παραμένουν…

Η Βαγγελιώ Μαργαρώνη με τον Γιάννη Δέδε, τον Στέλιο Βαμβακάρη και τον Δημήτρη Παπαδόπουλο στο στούντιο Σκιαδά, στο Νέο Ηράκλειο, 1993 (φωτό Στ. Ελληνιάδης)

Η πιανίστα του Τσιτσάνη

Σε όλη αυτή τη δημιουργική σύνθεση και ανασύνθεση, πολύ σημαντικός είναι ο ρόλος των προσώπων, των ατόμων που επιδρούν συμπληρωματικά και ευεργετικά στα κύρια πρόσωπα, στον Βαμβακάρη, τον Χιώτη, τον Τσιτσάνη κ.λπ. Δεν είναι του παρόντος άρθρου να κατονομάσουμε όσα απ’ αυτά τα πρόσωπα γνωρίζουμε, τα οποία δυστυχώς η έρευνα και καταγραφή δεν ανέδειξε επαρκώς ή άφησε την πλειονότητά τους έξω από το πεδίο της. Πρόσωπα που μπορεί να επηρέασαν καθοριστικά, σε άλφα ή βήτα βαθμό, τους πρωταγωνιστές της δημιουργίας που δικαιολογημένα συγκεντρώνουν πάνω τους την μεγαλύτερη προσοχή μας. Και σ’ αυτό το σημείο, έρχομαι στην Ευαγγελία Μαργαρώνη, η οποία ευτυχώς δεν πέρασε απαρατήρητη.

Η Ευαγγελία ήταν από τους πιο ταπεινούς, χαμηλών τόνων ανθρώπους που έχω γνωρίσει, μέσα κι έξω από τον καλλιτεχνικό χώρο. Ούτε πόζες, ούτε συνεντεύξεις, ούτε περιαυτολογίες. Επικεντρωμένη στο παίξιμο, φιλική και διαθέσιμη.

Η Μαργαρώνη δεν ήταν το μοναδικό «πιάνο» στο πάλκο και τη δισκογραφία, αλλά κανένας άλλος πιανίστας δεν συνδέθηκε τόσο στενά και μακροχρόνια με έναν από τους μεγάλους διαμορφωτές του λαϊκού τραγουδιού. Επειδή ο Τσιτσάνης είναι ίσως ο πιο αντιπροσωπευτικός συντελεστής σ’ αυτή τη διαδικασία μετεξέλιξης του λαϊκού τραγουδιού, ο ρόλος της Ευαγγελίας αποκτά ιδιαίτερη αξία. Είναι σίγουρο ότι από ένα σημείο και μετά, η Μαργαρώνη στήριξε το άνοιγμα του Τσιτσάνη σε πιο φαρδιούς δρόμους. Ο Τσιτσάνης από νωρίς είχε εκδηλώσει τις ανανεωτικές τάσεις του, τις συνέχισε και τις ολοκλήρωνε, όμως, έχοντας στο πλευρό του τη Μαργαρώνη. Κι αν κρίνουμε από την για πάνω από τρεις δεκαετίες συνεργασία τους, μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι είχαν πλήρη ταύτιση στο πώς παίζονταν τα λαϊκά τραγούδια και πού ήθελε να το πάει ο Τσιτσάνης. Κι αυτό δεν ήταν δεδομένο σε όλη την πορεία, λαμβάνοντας υπόψη ότι μετά τον πόλεμο και ιδίως από την αρχή της δεκαετίας του ’50 συνέβαιναν ουσιώδεις αλλαγές στο στίχο, το ύφος και τον τρόπο που παίζονταν, τραγουδιούνταν και ηχογραφούνταν τα λαϊκά τραγούδια. Αυξάνονταν τα όργανα της λαϊκής ορχήστρας και προσαρμόζονταν οι ενορχηστρώσεις των κομματιών που παίζονταν στα πάλκα και γράφονταν στους δίσκους. Μαζί με το πιάνο, εισχώρησαν και εγκαταστάθηκαν το ακορντεόν και το βιολί και ακολούθησαν τα ντραμς (τύμπανα και πιατίνια), το μπάσο, το κλαρίνο, η ηλεκτρική κιθάρα, η φαρφίζα και, βέβαια, τα μικρόφωνα και οι ενισχυτές. Για να μην πούμε για το δίλημμα που τέθηκε στους μουσικούς με την καθιέρωση του τετράχορδου μπουζουκιού από τον Μανώλη Χιώτη ή για την επίδραση που είχε ο τρόπος προβολής του τραγουδιού από τον ελληνικό κινηματογράφο, η εισροή μουσικών ιδιωμάτων από τη Δύση και την Ανατολή, η πολυκάναλη ηχοληψία, η ξαφνική εισβολή των έντεχνων δημιουργών στα χωράφια της λαϊκής δημιουργίας κ.ά.

Όσο απομακρυνόταν χρονικά από το λιτό σχήμα των Βαμβακάρη, Μπάτη, Παγιουμτζή και Δελιά, την κλασική ρεμπέτικη τετράδα του Πειραιά, η λαϊκή ορχήστρα αναμορφωνόταν, συμπληρωνόταν, διευρυνόταν και εμπλουτιζόταν χωρίς να υπάρχει κάποιο αυστηρό μοντέλο, πέρα από την πρωτοκαθεδρία των μπουζουκιών. Αλλά αυτή η εξέλιξη, η αλλαγή και η τροποποίηση, δεν γινόταν ανώδυνα ούτε αβασάνιστα. Είχε τους «εγκεφάλους» της, είχε τους «εκτελεστές» της, είχε και τις παρενέργειες της. Σταδιακά, καθώς τα σχήματα μεγάλωναν και διαφοροποιούνταν, κάποιος ή κάποια, π.χ. η Μαργαρώνη, αναλάμβαναν να γράψουν και παρτιτούρες για τις ηχογραφήσεις στο στούντιο, αν και όχι για όλα τα όργανα, αφού κανένας μπουζουξής δεν διάβαζε νότες ούτε είχε την ανάγκη να τις συμβουλευτεί. Αυτά όλα προκύπτανε εκ των πραγμάτων και οι δημιουργοί έπρεπε να είναι συνεχώς σε επιφυλακή.

Συνεχείς αλλαγές

Οι συνθέτες που ήταν και οργανοπαίχτες με κύρος, αλλά συχνά και ενορχηστρωτές των κομματιών, των δικών τους και των άλλων, που ηχογραφούσαν ή εκτελούσαν οι ορχήστρες στο πάλκο και το στούντιο, είχαν την τάση ή την υποχρέωση να διαμορφώνουν τον ήχο τους ανανεώνοντας συνεχώς τις ενορχηστρωτικές τους προσεγγίσεις προκειμένου να συμβαδίζουν με τα σύγχρονα ρεύματα και τις νέες τεχνολογίες ή, εν πάση περιπτώσει, να μην υστερούν. Οι πιο πρωτοπόροι  ήθελαν και να τα υπερβαίνουν με καινοτομίες, χωρίς, όμως, να απομακρύνονται από τον πυρήνα της μουσικής κουλτούρας στην οποία ανήκαν.

Ο πιο αποφασιστικός παράγοντας αυτών των εξελίξεων και αλλαγών ήταν μάλλον η ίδια η κοινωνία που εξελισσόταν και άλλαζε: ήθη, έθιμα, τρόποι ζωής, αντιλήψεις, νοοτροπίες, περιβάλλον, επαγγέλματα, γνώσεις, ανάγκες, σχέσεις, μόδες, γούστα, ακόμα και γλώσσα. Η κοινωνία άλλαζε το τραγούδι. Όλα αυτά που συνέβαιναν ενσωματώνονταν -μέσα από πολύπλοκες ίνες και λεπτεπίλεπτα αγγεία- στις μουσικές και τα τραγούδια και εκφράζονταν απ’ αυτά, λιγότερο ή περισσότερο, καλύτερα ή χειρότερα, ανάλογα με το ταλέντο του τραγουδοποιού, του αρχιμάστορα, και τη συμβολή των άλλων συντελεστών. Ο Τσιτσάνης ήταν κορυφαίος σ’ αυτή τη λαβυρινθώδη διεργασία. Γι’ αυτό δικαίως μπορεί κανείς να συμπεράνει την αξία της Μαργαρώνη δίπλα του για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Γιατί, από ένα σημείο και μετά, πιανίστες υπήρχαν πολλοί για να διαλέξει. Δεν την αντικατέστησε, γιατί η Μαργαρώνη του έκανε όσο κανένας άλλος. Είχε κι άλλους μουσικούς για πολλά χρόνια μαζί του, όπως τον κιθαρίστα Γιάννη Δέδε. Του άρεσε και τον βόλευε να δουλεύει με μουσικούς με τους οποίους συνεννοείτο χωρίς να χρειάζεται επανασυντονισμός κάθε φορά. Αλλά η Ευαγγελία ήταν η προέκταση και το μέτρο του.

Πολύ συχνά οι κομπανίες είχαν και μουσικούς που τα όργανα τους δεν ήταν απαραίτητα για τα λαϊκά τραγούδια, ήταν, όμως, αναγκαία για να παιχτούν τα τραγούδια άλλων ειδών, σμυρνέικα, ελαφρά, δημοτικά, ακόμα και τανγκό και βαλς. Και σ’ αυτό, το «μούλτι», ένας πιανίστας ευέλικτος και πολυεδρικός σαν την Μαργαρώνη είχε πολλαπλή χρησιμότητα.

Για να κάνει τολμηρά βήματα ο Τσιτσάνης χρειαζόταν τουλάχιστον ένα μουσικό στον οποίο μπορούσε να στηριχτεί απολύτως. Τον οποίο, όταν τον βρήκε, ήταν γένους θηλυκού και τον κράτησε κοντά του σαν κόρη οφθαλμού.

Η Βαγγελιώ Μαργαρώνη στο πιάνο, με την ορχήστρα του Βασίλη Τσιτσάνη και τη Μαρίκα Νίνου

Συνεργασίες με τη Βαγγελιώ

Γνώρισα από κοντά αυτή την ευγενική, γλυκιά και φινετσάτη γυναίκα στα μέσα της δεκαετίας του 1970, δίπλα στον Τσιτσάνη. Ήταν ο συνεργάτης που απέφευγε να φανεί και απέφευγε να πάρει το λόγο, αλλά πρόθυμα πάντα απαντούσε σε ό,τι τη ρωτούσε κανείς που είχε σχέση με τη δουλειά της. Με τον Τσιτσάνη συνεννοούνταν και με τις πλάτες! Γιατί την είχε πίσω του ή πολύ πλάγια και δεν την έβλεπε. Βαβούρα-ξεβαβούρα στο πάλκο και την πίστα, ο Τσιτσάνης, όπως μου έλεγε, είχε πάντα το ένα του αφτί συντονισμένο στο παίξιμο της Μαργαρώνη και με το άλλο άκουγε όλα τα υπόλοιπα, τα όργανα, τις φωνές των τραγουδιστών και τους πελάτες! Αυτή του κρατούσε σημειώσεις για τα μοτίβα που γεννούσε παίζοντας. Από το 1976 μέχρι το 1983 που πήγαινα πολύ τακτικά, μερικές φορές συνεχόμενα βράδια, χωρίς καν να πίνω ή να καπνίζω, παρατηρούσα όλο αυτό το σκηνικό, την πολυπλοκότητα που κρυβόταν πίσω από την φαινομενική απλοϊκότητά του. Από τον τρόπο που κρατούσαν το «Χάραμα» ο Παπαλαζάρου και ο Κίμωνας μέχρι τον τρόπο με τον οποίο η φίλη μου η Ντίνα πήγαινε τα πανεράκια με τα λουλούδια στον Τσιτσάνη, αλλά και τη διαφορά ανάμεσα στην Μπέλλου και την Μαργαρώνη, το βαρύ πάτημα της Σωτηρίας στο ρυθμό του τραγουδιού και το ανάλαφρο, αλλού σαν του πουλιού κι αλλού σαν του τίγρη, της Ευαγγελίας.

Όταν τελικά έπεισα τον Τσιτσάνη να ξεπεράσει την οργή του για τις εταιρίες δίσκων, με βασική αιτία την απότομη διακοπή της πολύχρονης συμβίωσης του με την Columbia, αλλά και τις επιφυλάξεις που είχε για τη συνεργασία με ένα νέο και νεαρό παραγωγό, η Μαργαρώνη με βοήθησε πολύ στο στούντιο, κυρίως στο να εξισορροπήσει το σχήμα για το οποίο συμφωνούσε μεν ο Τσιτσάνης, αλλά είχε και τους δισταγμούς του. Αυτό το θυμάμαι πολύ καλά, γιατί ο Τσιτσάνης μού εξηγούσε ότι, αν εξαιρέσουμε τον Γιάννη Μωραΐτη με τον οποίο κάθονταν στο ίδιο πάλκο, δεν ήταν πλήρως εξοικειωμένος με τον τρόπο που έπαιζαν οι καλοί μπουζουξήδες της εποχής, όπως ο Γιάννης Παλαιολόγου και ο Χρήστος Ψαρρός, που συμμετείχαν –μαζί με τον συνθέτη- στις ηχογραφήσεις των τραγουδιών της παραγωγής μας. Με την Ευαγγελία στο τιμόνι, την οποία εμπιστευόταν ανεπιφύλακτα και συμβουλευόταν πάντα ο Τσιτσάνης, επιλύονταν ειρηνικά και εποικοδομητικά όλα τα ζητήματα που είχαν σχέση με τη μουσική και τους μουσικούς. Εκείνη την περίοδο, κάναμε με τον Τσιτσάνη ένα μεγάλο δίσκο, 33 στροφών («12 νέες λαϊκές δημιουργίες») και ένα μικρό, 45 στροφών («Πω πω ζημιά που πάθαμε»), που κυκλοφόρησαν από τη CBS το 1978.

Με τη Μαργαρώνη συνεργαστήκαμε και μετά τον θάνατο του Τσιτσάνη. Το καλοκαίρι του 1985, στη συναυλία που οργάνωσε το «ντέφι» στο Λυκαβηττό με τη Γλυκερία, τον Νίκο Παπάζογλου και τον Χρόνη Αηδονίδη, έπαιξε μαζί με τον Μωραΐτη, τον Δέδε και τον ντράμερ Τάκη Καλλέργη στο αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη που επιμελήθηκε ο Στέλιος Φωτιάδης, του οποίου ένα μέρος περιλήφθηκε στο δίσκο «Νύχτες μαγικές κι ονειρεμένες» που κυκλοφόρησε από τη ΛΥΡΑ την ίδια χρονιά.

Αλλά με τη Βαγγελιώ, όπως την φώναζαν οι φίλοι και συνάδελφοι, δεν συνεργαζόμασταν μόνο για το ρεπερτόριο του Τσιτσάνη. Η Βαγγελιώ ήξερε και έπαιζε τα πάντα. Το 1993, που μπήκαμε στο στούντιο για να ηχογραφήσουμε μια σειρά τραγουδιών του Μάρκου Βαμβακάρη με τη φωνή του γιου του, του Στέλιου, η Μαργαρώνη ανέλαβε να συναρμολογήσει και να στρώσει την επταμελή ορχήστρα που αποτελείτο από θαυμάσιους μουσικούς. Μπουζούκια ο Στέλιος, ο Σπύρος Λιόσης και ο Δημήτρης –γιος του Κώστα- Παπαδόπουλος, κιθάρα ο Γιάννης Δέδες, μπαγλαμά ο Τάκης Φραγκούς, φωνητικά η Ελένη Τσαλιγοπούλου και πιάνο η Μαργαρώνη. Ο δίσκος «Στο δρόμο του Μάρκου» κυκλοφόρησε σε βινύλιο και CD από το «ντέφι» με κείμενο του Παναγιώτη Κουνάδη και εξώφυλλο του Δημήτρη Αρβανίτη.

Η Ευαγγελία Μαργαρώνη είναι ένα από τα πιο αγαπημένα και αξιοσέβαστα πρόσωπα στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Θα τη θυμόμαστε ακούγοντας την, διακριτικά…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!