Έχουμε συνομιλήσει αρκετές φορές με τον Βασίλη Αλεξίου για το έργο του Κώστα Βάρναλη. Χρόνια μελέτης, πολύ ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις που αναδεικνύουν το πρόσωπο και το έργο ενός κορυφαίου Έλληνα δημιουργού, τόσο στην ποίηση, όσο και στην πεζογραφία, αλλά και στη κριτική, στο δοκίμιο και στα –πιο εφήμερα– δημοσιογραφικά του κείμενα.

Στο νέο του βιβλίο με τον ιδιότυπο τίτλο «Καρναβα(ρνα)λικά» και υπότιτλο «Μελετήματα για τη βαρναλική ποιητική» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος, δίνει κι άλλες ενδιαφέρουσες διαστάσεις ενός έργου που προσφέρεται για πολλές αναγνώσεις.

Για όσους αγαπάμε το έργο του Βάρναλη, αλλά και για όσους θέλουν να το γνωρίσουν σε βάθος, τα κείμενα του βιβλίου αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο κατανόησης.

Τι περιλαμβάνει το νέο σου βιβλίο για τον Κώστα Βάρναλη;

Το βιβλίο περιέχει έξι (ξανακοιταγμένα) παλαιότερα κείμενα που γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν από ποικίλες αφορμές στις δύο τελευταίες δεκαετίες, και ασχολούνται με πλευρές του ποιητικού, πεζογραφικού και κριτικού έργου του Βάρναλη. Να συμπληρώσω όμως το παραπάνω με δύο αναγκαίες, περικειμενικές θα έλεγα, παρατηρήσεις. Η πρώτη: προς μεγάλη μου χαρά και μεγάλη μου τιμή το βιβλίο προλογίζει ο φίλος μου και συν-ουτοπιστής Ευτύχης Μπιτσάκης που καταθέτει το πώς ο ίδιος «γνώρισε και διάβασε τον Βάρναλη», ενώ οι πίνακες που κοσμούν το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο του βιβλίου είναι της συντρόφισσάς του Μαρίας Κοκκίνου. Και η δεύτερη: το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Δασκάλου μου Γιάννη Δάλλα, του σημαντικότερου, κατ’ εμέ, νεοέλληνα βαρναλιστή. Να ευχαριστήσω λοιπόν – και από εδώ– de profundis και τους τρεις γι’ αυτά που μου δώσανε.

 Πώς προέκυψε ο τίτλος Καρναβα(ρνα)λικά; Ποια είναι η σχέση του ποιητή με το κλίμα του Καρναβαλιού;

Ο δίσημος τίτλος της συλλογής επιλέχθηκε για να υπογραμμίσει τη σύνδεση της βαρναλικής ποιητικής με αυτό που ο μεγάλος Ρώσος στοχαστής Μιχαήλ Μπαχτίν ονόμαζε καρναβαλική θεώρηση του κόσμου. Ο Μπαχτίν υποστηρίζει πως σε όλες σχεδόν τις κουλτούρες συνυπάρχουν, με μια ποικιλία σχέσεων μεταξύ τους, από τη μια μεριά μια επίσημη, σοβαρή, αυταρχική, αγέλαστη θεώρηση του κόσμου συνδεόμενη άμεσα με τις ποικιλώνυμες εξουσίες, και από την άλλη μια εκ των κάτω, ανοιχτή, αντιπολιτευτική προς την κουλτούρα των πάνω και του «πάνω», λαϊκή, «καρναβαλική», όπως την ονομάζει, σύλληψη, άμεσα συνδεμένη με το γέλιο, αφού «το γέλιο», όπως μας θυμίζει ο Ντάριο Φο, «δεν ανοίγει μόνο το στόμα αλλά και το μυαλό». Στοιχεία αυτής της θεώρησης (χωρίς, βέβαια, γνώση των μπαχτινικών απόψεων αλλά με εξαίρετη γνώση δημιουργών που κινούνται σε αυτό το κλίμα, όπως, π.χ., ο Αριστοφάνης και ο Ραμπελαί) σίγουρα προϋπήρχαν στην ποίηση του Βάρναλη και πριν τη «μεταστροφή» του στον μαρξισμό. Μεταστροφή που, όπως ξέρουμε, συντελέστηκε στις όχθες του Σηκουάνα πάνω στις στάχτες του Α΄ Παγκόσμιου Μακελειού και μέσα από το τεράστιο ωστικό κύμα που δημιούργησαν οι εκρηκτικές αντηχήσεις της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης. Αλλά θα είναι η επίδραση της μαρξιστικής θεωρίας αυτή που θα μπολιάσει γονιμότατα αυτή τη θεώρηση δίνοντάς μας –ιδιαίτερα στην περίοδο που ο Δάλλας ονόμασε «δημιουργική δεκαετία του Βάρναλη» (1922-1933)– εξαίσια δημιουργήματα στην ποίηση, την πεζογραφία, την κριτική.

«Ο Βάρναλης είχε μια στερεότατη και συγκροτημένη θεωρητική σκευή και μια εκ των έσω βαθύτατη γνώση του αγώνα και της αγωνίας της καλλιτεχνικής πράξης, που δύσκολα συγκρίνεται με αυτήν οποιουδήποτε άλλου»

Ασχολείσαι χρόνια τώρα με το έργο του Κώστα Βάρναλη. Τι είναι αυτό που τον κάνει ξεχωριστό για σένα;

Πρώτα απ’ όλα το γεγονός ότι ο Βάρναλης είχε μια στερεότατη και συγκροτημένη θεωρητική σκευή και μια εκ των έσω βαθύτατη γνώση του αγώνα και της αγωνίας της καλλιτεχνικής πράξης, που δύσκολα συγκρίνεται με αυτήν οποιουδήποτε άλλου δημιουργού την ίδια περίοδο. Όπως σωστά είχε σημειώσει ο Γιώργος Βελουδής, ο Βάρναλης ήταν λογοτέχνης (ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής), επιστήμονας (κλασικός φιλόλογος, νεοελληνιστής) και είχε, επιπλέον, μιαν ευρύτερη θεωρητική (γραμματολογική, φιλοσοφική, αισθητική, ιστορική, κοινωνιολογική) παιδεία και κατάρτιση. Το δεύτερο είναι το ότι στην ποίηση μας άφησε μερικά από τα ευ-μορφότερα λυρικά και σατιρικά κομμάτια της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το ίδιο συμβαίνει και με την πεζογραφία του με την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη» να θεωρείται ένα από τα αριστουργηματικά σατιρικά έργα της γραμματείας μας. Αλλά και στον τομέα της κριτικής το «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα –δραστικά και επιδραστικά– κείμενα όχι μόνο για τον Σολωμό (που το έργο του, σύμφωνα με τον Δάλλα, λειτούργησε για τον Βάρναλη όπως αυτό του Χέγκελ για τον νεαρό Μαρξ), αλλά και για τη σύνολη νεοελληνική λογοτεχνική κριτική και θεωρία.

 Με ποιον τρόπο συνδέει από ένα σημείο και πέρα το έργο του με τη μαρξιστική ιδεολογία;

Όπως είπα και πριν, η μαρξιστική ιδεολογία, κριτικά αφομοιωμένη από τον Βάρναλη, θα προσδώσει στο έργο του μιαν ωριμότητα που υπερβαίνει κατά πολύ τα προηγούμενα παρνασσιστικά, παλαμοπρεπή ή διονυσιακά συνθέματά του. Έτσι, το έργο του μετά τη μεταστροφή θα αποκτήσει εκείνα τα χαρακτηριστικά που εύστοχα και στοχαστικά δίνονται στο επόμενο απόσπασμα από τον Πρόλογο του Ευτύχη Μπιτσάκη: «Αυτό ήταν το έργο του Βάρναλη: Ένας μαχόμενος ανθρωπισμός που μέσα από τη διαλεκτική σύνδεση της σάτιρας και του λυρισμού, της “καβαλίνας και του ροδακινανθού”, όπως έγραψε ο Παλαμάς, συναιρούσε στη –σύμφωνη με τις leges artis [κανόνες της τέχνης]– εκδήλωσή του, τη σκεπτόμενη με την πάσχουσα και την αγωνιζόμενη ανθρωπότητα ή, αλλιώς, όπως θα το πει ο ίδιος σε δύο στίχους του: Μέσα στο λόγο το δικό μου / όλη η ανθρωπότητα πονεί».

Αναφέρεσαι στην παρατήρηση του Βύρωνα Λεοντάρη πως ο Βάρναλης «είναι ο πιο αντιποιητής από όλους τους Έλληνες ποιητές». Γιατί υποστηρίζει αυτή την άποψη;

Ο Λεοντάρης, στον οποίο –όπως και στον αδελφό του και λαμπρό κριτικό Μανόλη Λαμπρίδη– χρωστάμε μερικές από τις πιο καίριες επισημάνσεις για το έργο του Βάρναλη, με την έννοια «αντιποίηση» εννοεί ότι το έργο του Βάρναλη αμφισβητεί ακριβώς την ίδια την κατεστημένη λειτουργία και στοχοθεσία της ποίησης στο πλαίσιο του δεδομένου κοινωνικού καταμερισμού εργασίας τη συγκεκριμένη εποχή. Και αυτό το επιτυγχάνει τόσο με την επικουρία της καρναβαλικής θεώρησης και της μαρξιστικής ιδεολογίας όσο και –λόγω ακριβώς της έλλειψης μιας συγκροτημένης πρότερης παράδοσης πάνω στην οποία θα μπορούσε να στηριχτεί– μέσα από την «υπεξαίρεση», την «ανακύκλωση» παλαιότερων υλικών που, στο πλαίσιο μιας διαφορετικής ανάγνωσης του κόσμου και της τέχνης, επαναδομούνται αλλά με αντίστροφο ιδεολογικό πρόσημο. Από αυτή την άποψη, επαναλαμβάνοντας κάτι που σας είχα πει και παλαιότερα σε τούτες εδώ τις καταστατικά φιλοβαρναλικές σελίδες (παραφράζοντας μια φράση του Βάλτερ Μπένγιαμιν): το έργο του Βάρναλη μοιάζει σαν να ξυστρίζει το σανίδωμα της λογοτεχνίας κόντρα στα «νερά» του.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!