Είδα τον Βαρουφάκη του Γαβρά και ένιωσα θλίψη και μεγάλη ντροπή για μένα και για τη χώρα μου που εκπροσωπηθήκαμε σε μια τέτοια ιστορική στιγμή απ’ αυτό τον όμιλο αφελών, του Βαρουφάκη περιλαμβανομένου.
Όμως εξ ίσου αφελής είναι και η ταινία – στην αισθητική της και στην άποψή της. Τυπικός Γαβράς, στα χειρότερά του. Ρηχός ουμανισμός σε αριστεροδημοκρατική εκδοχή: με μπόλικη δηλαδή αντιαυταρχική ηθικολογία. Θεωρείται μάστορας του σινεμά –δεν είμαι εγώ που θα τον κρίνω σ’ αυτό– όμως εκεί σταματά. Θα ήθελε πολύ να είναι ο Κάφκα του κινηματογράφου, αλλά, δυστυχώς, είναι ο Αντώνης Σαμαράκης του.
Η μαρτυρία του Βαρουφάκη, ειλικρινής σε γενικές γραμμές (αν και όχι 100%), έχει από μόνη της την αξία της. Όμως το έργο, επειδή ακριβώς δεν εκφράζει τίποτα περισσότερο απ’ αυτό που είπα παραπάνω (έναν αντιαυταρχικό ανθρωπισμό), μετατρέπει όλο το πραγματικό ιστορικό δράμα σε μια δημοκρατική σαπουνόπερα: από τη μια οι μηχανισμοί, από την άλλη ο άνθρωπος. Και ο μεν Βαρουφάκης έμεινε όρθιος, ο δε Τσίπρας λύγισε. Έτσι έγινε;
Πού είναι ο δραματικός χαρακτήρας των ίδιων των γεγονότων; Πού είναι, φερ’ ειπείν, το «δίκιο» της άλλης πλευράς; Πού είναι οι αστοχίες και οι δυνατότητες της από δω πλευράς; Στην ταινία του Γαβρά η ιστορία συρρικνώνεται σε ηθική – ή μάλλον, σε μια απλουστευτική ανιστορική ηθικολογία.
Θα είναι, άραγε, η ταινία μια αφορμή να ανοίξει η συζήτηση για όσα συνέβησαν τότε; Εγώ δεν το νομίζω. Ουσιαστικά το έργο επικυρώνει την άποψη ότι δεν υπήρχε εναλλακτική λύση. Το λέει άλλωστε σε μια από τις αρχικές σκηνές ο συνομιλητής του Βαρουφάκη: Τι μάχη, του λέει, πας να δώσεις, αφού έχεις προδικάσει την αποτυχία σου; Κάτι ψελλίζει σαν απάντηση ο Λούλης-Βαρουφάκης, αλλά η άποψη της ταινίας έχει ήδη λεχθεί. Τι συζήτηση να ανοίξει σ’ αυτή τη βάση;
Και αφήνω τελείως τα θέματα κινηματογραφικής αισθητικής, που άλλωστε δεν μπορώ να τα κρίνω. Πάντως ντρέπομαι σαν Έλληνας γι’ αυτή την εσάνς ελληνικότητας (με συρτάκι και ταραμά) και για τα καραγκιοζιλίκια αρχαίου δήθεν τραγικού χορού (το βουβό πλήθος στα Εξάρχεια, ο τελικός χορός των κολασμένων με τον Τσίπρα). Α! Και για τα ελληνικά που μιλάνε…
Εννοείται ότι όλα αυτά δεν απευθύνονται στο ελληνικό κοινό. Ίσως να συγκινήσει κάποιους Γάλλους και λοιπούς Ευρωπαίους, απ’ αυτούς που διαδηλώνουν τις Παρασκευές για το κλίμα…
Ο ναρκισσισμός της ήττας
Τα παραπάνω τα έγραψα και τα δημοσίευσα στη σελίδα μου στο fb εν θερμώ την επομένη της προβολής. Καθώς πέρασαν οι μέρες προβληματίστηκα μήπως υπήρξα άδικος. Στο κάτω-κάτω, αυτό που εγώ είδα ως ελάττωμα άλλοι το είδαν ως προτέρημα. Αυτό, λένε, που ήθελε η ταινία ήταν να καταδείξει στη δυτική κοινή γνώμη την αυθαιρεσία και τον κυνικό αυταρχισμό του Eurogroup και της Τρόικας. Τι αντίρρηση μπορεί να έχει κανείς σ’ αυτό;
Κι όμως, εδώ ακριβώς βρίσκεται κατά τη γνώμη μου η παγίδα. Δεν ξέρω… Μπορεί να φταίνε οι Monty Python (βλ. φωτογραφία). Ή η μακρά θητεία μου στην υπεράσπιση χαμένων υποθέσεων. Πάντως, καλώς ή κακώς, έχω μάθει ποτέ να μη διαμαρτύρομαι και ποτέ να μην αγανακτώ με τον αντίπαλό μου – όποιος και αν είναι, ό,τι και αν κάνει. Η έγνοια μου είναι πάντα στραμμένη στο δικό μου στρατόπεδο: Ποιοι είμαστε εμείς, και πώς εμείς στεκόμαστε απέναντι στα πράγματα.
Τα υπόλοιπα, που έχουν να κάνουν με το καταπατημένο δίκαιο του ηττημένου, όχι μόνο με αφήνουν αδιάφορο, αλλά μου προξενούν βαθειά θλίψη και απαξία για όποιον τα επικαλείται. Όχι γιατί με γοητεύει η νίκη αυτή καθαυτή. Κάθε άλλο! Εκτιμώ εξίσου, ίσως και περισσότερο, την ήττα, η οποία πολλές φορές είναι απολύτως αναγκαία, ενδεχομένως και πιο αποτελεσματική από τη νίκη σ’ αυτόν τον κατά τα άλλα μάταιο κόσμο, αν ο σκοπός του αγώνα είναι η υπεράσπιση της αλήθειας και του δικαίου.
«Βοήθεια, βοήθεια! Με καταπιέζει! Τον είδατε που με καταπιέζει;» Είναι η περίφημη σκηνή από τους Ιππότες της Ελεεινής Τραπέζης (Monty Python and the Holy Grail) που το μέλος της αγροτικής αναρχοσυνδικαλιστικής κολλεκτίβας καταγγέλλει τον βασιλιά Αρθούρο, αφού προηγουμένως ήταν αδύνατον να συνεννοηθούν. Έχω την εντύπωση πως αντιστοιχεί πλήρως στο καταγγελτικό ήθος και ύφος της ταινίας του Γαβρά.
Όμως ακόμα και η ήττα –ιδίως αυτή– έχει την επιστήμη της, τον δικό της τρόπο, αν είναι να αποτελέσει το λίπασμα μιας νίκης τελικής, σε έναν άλλο χρόνο ή σε ένα άλλο επίπεδο. Και ένα από τα πρώτα μαθήματα στην αλφαβήτα αυτής της πνευματικής στρατηγικής είναι το να μην μεμψιμοιρείς για τις ανοίκειες μεθόδους του εχθρού. Στον πόλεμο μεταξύ «καλού» και «κακού» δεν υπάρχει fair play. Αν αποφασίσεις να κατέβεις στον αγωνιστικό στίβο θα πρέπει αυτό να το θεωρείς δεδομένο. Αλλιώς θα εξαντλείσαι στο να καταγγέλλεις τις κακίες του αντιπάλου, επισφραγίζοντας έτσι την ήττα σου· καθιστώντας την οριστική.
Είναι σαν να αποδέχεσαι ότι μόνο αν η άλλη πλευρά ήταν στοιχειωδώς έντιμη, μόνο τότε θα μπορούσες να είχες νικήσει. Επιβεβαιώνεις, μ’ άλλα λόγια, πως το κακό είναι ανίκητο. Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό μπορεί να είναι πολύ άξιος και καλός σε οτιδήποτε άλλο –οικονομολόγος, σκηνοθέτης ή δεν ξέρω τι– όμως για πόλεμο δεν κάνει: ούτε πολιτικοστρατιωτικό, ούτε πνευματικό.
Αυτή είναι η θεμελιώδης αστοχία της ταινίας του Γαβρά. Καταγγέλλοντας το κακό ως κακό –ενώ τι θα έπρεπε; να ήταν καλό; να μην υπήρχε;– στήνει ένα ηθικολογικό μελόδραμα, μια υμνωδία της ήττας, που δεν έχει καμία σχέση με τους υπαρξιακούς λαβυρίνθους του Κάφκα ή την τραγική επίγνωση εκείνων που φυλάγουν Θερμοπύλες.
Νοσταλγώντας τον μακαρθισμό
Ο ίδιος φαντάζεται, προφανώς, πως λειτουργεί αποκαλυπτικά. Η αλήθεια είναι πως δεν αποκαλύπτει τίποτα σε κανέναν. Πολύ απλά, διότι πλέον όλοι γνωρίζουν. Δεν βρισκόμαστε στα ηρωικά εκείνα χρόνια που ο μακαρθισμός έπνιγε το Χόλιγουντ. Είμαστε στο 2020, όπου πολλά από τα παιδιά των λουλουδιών του ’60 και πολλοί από τους μετέπειτα συντρόφους των δεκαετιών ’70 και ’80 έχουν εξελιχθεί στη διανοητική εμπροσθοφυλακή της παγκόσμιας τάξης. Μερικοί απ’ αυτούς ήταν πρωταγωνιστές εκεί στο Eurogroup.
Αν μετά απ’ όλα αυτά οι δυτικές κοινωνίες δεν καταλαβαίνουν, ή κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν, είναι επειδή δεν θέλουν να δουν – δεν περιμένουν κανέναν Γαβρά να τους ανοίξει τα μάτια. Και ο λόγος γι’ αυτό δεν είναι τόσο η δειλία και ο ωχαδερφισμός, όσο το τραγικό αδιέξοδο της απελευθερωτικής υπόσχεσης – γενικά, αλλά και στην εποχή μας ειδικότερα.
Η παγκόσμια κρίση διαρκώς βαθαίνει και πλαταίνει. Οι στρατηγικές των κυρίαρχων ελίτ με το ζόρι τα κουτσοκαταφέρνουν –αλλά πάντως τα καταφέρνουν– παρά τα κορυφαία ξεσπάσματα των τελευταίων δεκαετιών (Λατινική Αμερική, Αραβική Άνοιξη, Αγανακτισμένοι, Wall Street, Κίτρινα Γιλέκα). Το δραματικό ερώτημα μετά απ’ όλη αυτή την εμπειρία –τις νίκες, τις ήττες και τα πισωγυρίσματα– είναι αν υπάρχει έξοδος για την ανθρωπότητα από το δίλημμα μεταξύ νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας και ανεξέλεγκτου χάους.
Αν το μόνο που έχουμε να πούμε απέναντι σ’ αυτό είναι να καταγγείλουμε τους επικυρίαρχους ότι δεν συμμορφώνονται με τους όρους του δημοκρατικού παιχνιδιού όπως αυτό παιζόταν τις προηγούμενες δεκαετίες, τότε κάνουμε απλώς μια τρύπα στο νερό.