Το δημοψήφισμα της περασμένης Κυριακής στη Χιλή επεφύλασσε οδυνηρό σοκ: με ποσοστό 61,8% απορρίφθηκε το νέο, δημοκρατικό Σύνταγμα που θα αντικαθιστούσε αυτό της πινοσετικής δικτατορίας, το οποίο έμεινε ανέγγιχτο από τη «μεταπολίτευση» του 1988. Το αποτέλεσμα θα έχει μακροχρόνιες επιπτώσεις, αφού πλέον η συντηρητική αντιπολίτευση αμφισβητεί ακόμη και τη νομιμοποίηση της κυβέρνησης και του προέδρου Γκαμπριέλ Μπόριτς*. Οι εξηγήσεις που κυριαρχούν σε όλες σχεδόν τις αναλύσεις, ότι δηλαδή το προτεινόμενο Σύνταγμα ήταν υπέρ το δέον ριζοσπαστικό ή/και ότι η κοινωνία της Χιλής είναι μάλλον συντηρητική, μοιάζουν ανεπαρκείς. Πόσο μάλλον όταν το σοκ έρχεται μετά από μια μεγάλη λαϊκή εξέγερση, ένα πρώτο δημοψήφισμα με εντελώς αντίθετο πρόσημο, και σειρά αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων που ενίσχυσαν μεγάλους αριστερόστροφους συνασπισμούς [βλ. πλαίσιο].
Η απαίτηση μιας ερμηνείας –στον όποιο βαθμό μας την επιτρέπει η απόσταση από τη χιλιάνικη πραγματικότητα– μπορεί να είναι εξίσου οδυνηρή με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Για αρχή, ας παραδεχθούμε ότι ο 36χρονος σήμερα Γκαμπριέλ Μπόριτς* και η κυβέρνησή του «κατάφεραν», μέσα σε ένα εξάμηνο, να διαψεύσουν τις προσδοκίες που είχε γεννήσει ο ξεσηκωμός του 2019-2020 και η επακόλουθη δραστική αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών. Μεταξύ άλλων:
– περιέκοψαν δραστικά το «καθολικό οικογενειακό εισόδημα έκτακτης ανάγκης»,
– αγνόησαν τα αιτήματα για μέτρα καταπολέμησης της ανεργίας,
– προώθησαν μια αντιδημοφιλή «φορολογική μεταρρύθμιση»,
– δεν απελευθέρωσαν χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους,
– δεν επέτρεψαν τη δίωξη του αιματοβαμμένου πρώην προέδρου Πινιέρα,
– έβαλαν λουκέτο σε μεγάλες δημόσιες μονάδες εξόρυξης χαλκού,
– πρότειναν νέα συμβόλαια εξόρυξης σε καναδικές και άλλες πολυεθνικές.
Φαίνεται ότι με αυτού του είδους τις πολιτικές, και σε συνδυασμό με την καθιέρωση της υποχρεωτικής ψήφου, σταδιακά καλλιεργήθηκε σε μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος (ιδίως αυτού χωρίς «πολιτικό παρελθόν») η αίσθηση ότι μια «αντικυβερνητική» στάση στο δημοψήφισμα συνιστά δίκαιη τιμωρία…
Η αντιδραστική ελίτ αναρωτιέται αν ήρθε η ώρα να απορρίψει ανοιχτά κάθε σκέψη για ένα πιο δημοκρατικό Σύνταγμα, έστω και ξεδοντιασμένο. Άλλωστε το ισχύον, αυτό του Πινοσέτ, έχει κοπεί και ραφτεί στα μέτρα της…
Ψευδαισθήσεις, αποστρατεύσεις και δεύτερες σκέψεις
Στο μεταξύ, τα περισσότερα μέλη της προοδευτικής πλειοψηφίας της Συντακτικής Συνέλευσης είχαν την ψευδαίσθηση ότι, μέσα από κάποιας μορφής συνεννόηση με το συντηρητικό μπλοκ, θα μπορέσει να βρεθεί «θεσμική» λύση σε όλες τις αντιθέσεις που αναδύθηκαν με εκρηκτικό τρόπο από το 2019. Κάπως έτσι πολλοί από τα εκατομμύρια που είχαν βγει στους δρόμους ένιωσαν πολιτικά ορφανοί, και κυριαρχήθηκαν από ένα μοιρολατρικό πνεύμα παραίτησης. Η απογοήτευσή τους ενισχύθηκε καθώς έβλεπαν τους ηγέτες των κοινωνικών κινημάτων να «τακτοποιούνται» σε κρατικά και κυβερνητικά πόστα, ενώ περιθωριοποιούνταν όσοι εξ αυτών αντιστέκονταν στη «συντεταγμένη αποστράτευση».
Επιπλέον, στα μυαλά αρκετών κυριάρχησε η εσφαλμένη εκτίμηση ότι το συντριπτικό αποτέλεσμα του πρώτου δημοψηφίσματος ευνοούσε μια εύκολη επικράτηση και στο δεύτερο. Την ίδια στιγμή, όμως, κυβερνητικοί και άλλοι κύκλοι άρχισαν να φλερτάρουν με την ιδέα μιας «οριακής» νίκης, αφού μια πανηγυρική έγκριση θα τους υποχρέωνε να ανταποκριθούν στις «ακραίες» προσδοκίες των μέχρι σήμερα περιθωριοποιημένων και φτωχότερων τμημάτων του πληθυσμού (ιθαγενείς, εργάτες, άνεργοι κ.λπ.). Έτσι η καμπάνια υπέρ της έγκρισης του νέου Συντάγματος σταδιακά γινόταν πιο «χλιαρή», ενώ το αντίπαλο στρατόπεδο δεν χάριζε κάστανα, κινδυνολογώντας ότι το νέο Σύνταγμα θα καταστρέψει τη ζωή, την ιδιοκτησία και τα «κεκτημένα» των μεσαίων τάξεων, καθώς και την ίδια την κρατική υπόσταση της χώρας…
Μ’ αυτόν τον τρόπο η προνομιούχα κάστα, ενώ ήταν στριμωγμένη πολιτικά και δεν είχε πια «θεσμικό» αντισχέδιο, αναθάρρησε. Τα μεγάλα ΜΜΕ, που της ανήκουν, άρχισαν να δημοσιεύουν στημένες δημοσκοπήσεις και αναλύσεις ενάντια στο «καταστροφικό» νέο Σύνταγμα. Ποια ήταν η απάντηση του Μπόριτς; Ότι «ενδεχόμενη ήττα είναι διαχειρίσιμη»! Ακολούθησε έκκληση στη συντηρητική αντιπολίτευση για συνεργασία ώστε να λειανθούν από κοινού οι πιο ενοχλητικές αιχμές του συνταγματικού κειμένου, η οποία φυσικά έπεσε στο κενό…
Τελικά, τι έφταιξε;
Η στάση αυτή ερμηνεύθηκε, μάλλον ορθά, ως ένδειξη αδυναμίας και αποκλίσεων εντός του κυβερνητικού στρατοπέδου. Πράγματι, αυτό ταλανιζόταν από εσωτερικές αντιπαραθέσεις, ενώ απέναντί του είχε πλέον μια συμπαγή Δεξιά (σε αντίθεση με το 2019, όπου η μισή παρίστανε ότι θέλει νέο Σύνταγμα και η άλλη μισή υπεράσπιζε την πινοσετική κληρονομιά). Τελικά οι προβλέψεις για «οριακό» αποτέλεσμα έγιναν θρύψαλα, ο Μπόριτς σύρθηκε σε νέες υποσχέσεις για ακόμη μεγαλύτερη «ευελιξία», και η αντιδραστική ελίτ αναρωτιέται αν ήρθε η ώρα να απορρίψει ανοιχτά κάθε σκέψη και διαδικασία για ένα πιο δημοκρατικό Σύνταγμα, έστω και ξεδοντιασμένο. Άλλωστε το ισχύον, αυτό του Πινοσέτ, έχει κοπεί και ραφτεί στα μέτρα της…
Ίσως λοιπόν οι πιο διαδεδομένες εξηγήσεις (υπερβολικά ριζοσπαστικό προτεινόμενο Σύνταγμα, συντηρητική χιλιάνικη κοινωνία) να μην αρκούν. Ίσως να βάρυνε αρκετά και το γεγονός ότι το μαζικό κίνημα κλήθηκε να αποστρατευθεί και να «αναθέσει» τις προσδοκίες του σε πολιτικούς φορείς και εκπροσώπους. Δηλαδή σε ανθρώπους και μηχανισμούς που, ακόμη κι αν είχαν τις καλύτερες προθέσεις, δεν θα μπορούσαν ποτέ από μόνοι τους να φέρουν βόλτα μια ελίτ σκληρή, έμπειρη και αδιάλλακτη. Νόμισαν ότι θα την κατευνάσουν ασκώντας «μετριοπαθή» διακυβέρνηση. Και τι πέτυχαν; Μόνο να απογοητεύσουν εκείνα τα λαϊκά στρώματα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ικανό αντίβαρο στην παλιά τάξη πραγμάτων.
* Ο Μπόριτς ορκίστηκε πρόεδρος της Χιλής τον περασμένο Μάρτιο. Χρειάστηκε δηλαδή να περάσουν σχεδόν 50 χρόνια από τη δολοφονία του Αλιέντε και την επιβολή μιας εξουθενωτικής δικτατορίας για να ξαναποκτήσει η χώρα αυτή προοδευτικό πρόεδρο…
Τι προηγήθηκε
► Στις 25 Οκτωβρίου 2019 διαδήλωσαν 1,2 εκατομμύρια άνθρωποι στην πρωτεύουσα Σαντιάγο, και συνολικά 3,5 εκατομμύρια σε όλη τη χώρα. Επρόκειτο για μία από τις «στιγμές» κορύφωσης ενός πρωτοφανούς λαϊκού ξεσπάσματος[1]. Οι Χιλιάνοι, σπάζοντας τον φόβο δεκαετιών[2], απαιτούσαν την παραίτηση του δεξιού προέδρου Πινιέρα, την απαλλαγή από την κληρονομιά της δικτατορίας, κοινωνική δικαιοσύνη, πραγματική δημοκρατία, ανάκτηση του εθνικού πλούτου. Το καθεστώς άρχισε να παραπαίει, παρόλο που ταυτόχρονα με την άγρια καταστολή (δεκάδες νεκροί, χιλιάδες τραυματίες, δεκάδες χιλιάδες συλληφθέντες) έπαιρνε κατευναστικά φιλολαϊκά μέτρα και ξήλωνε τους πιο μισητούς υπουργούς.
► Ακριβώς ένα χρόνο αργότερα, στις 25 Οκτωβρίου 2020, εγκρίθηκε σε δημοψήφισμα με συντριπτικό ποσοστό (78,3%) η διαδικασία προς ένα νέο Σύνταγμα και η κατάρτισή του από μια εντελώς νέα Εθνοσυνέλευση, σε αντίθεση με την πρόταση των πινοσετικών και τμήματος της «δημοκρατικής» Δεξιάς, τα μισά μέλη της να διοριστούν από την τότε βουλή[3]. Το δημοψήφισμα του 2020 δεν θα λάμβανε χώρα αν δεν είχε προηγηθεί η εξέγερση. Την ίδια στιγμή όμως ήταν αποτέλεσμα συνδιαλλαγής μεταξύ του αιματοβαμμένου μεταπινοσετικού κράτους και της «κεντροαριστερής» τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης, με στόχο να αποφευχθούν τα χειρότερα, δηλαδή μια σαρωτική επικράτηση του «πεζοδρομίου»…
► Στα μέσα Μαΐου του 2021 πραγματοποιήθηκαν οι εκλογές για την ανάδειξη της νέας Συντακτικής Συνέλευσης, με νικήτριες τις λίστες της παραδοσιακής Αριστεράς και πιο «ανεξέλεγκτων» εκφραστών του κινήματος διαμαρτυρίας. Ήδη όμως μαζεύονταν τα πρώτα σύννεφα: πολλοί δεν πήγαν στις κάλπες, αντιδρώντας στη συνδιαλλαγή των ηγεσιών της αντιπολίτευσης με το καθεστώς Πινιέρα… Οι «θεσμικές» αλλαγές ολοκληρώθηκαν με τις βουλευτικές και προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2021[4], που κατέληξαν στην ανάδειξη στην προεδρία του Γκαμπριέλ Μπόριτς, επικεφαλής ενός ευρύτατου προοδευτικού εκλογικού συνασπισμού.
[1] «Η Χιλή ξεσηκώθηκε» (φύλλο 472)
[2] «Το τέλος της “χιλιάνικης εξαίρεσης”» (φύλλο 473).
[3] «Η Χιλή των από κάτω μίλησε» (φύλλο 517).
[4] «Λατινοαμερικάνικες κάλπες με αντιφατικά αποτελέσματα» (φύλλο 569).