«Ίσως στο μέλλον, η μεγαλύτερη θεωρητική μάχη θα δοθεί μεταξύ των οπαδών της απελευθέρωσης που ασπάζονται τη σοσιαλιστική ανάλυση και των φεμινιστριών, που ασπάζονται τη “ριζοσπαστική φεμινιστική” ανάλυση. Αλλ’ αυτό το μέλλον έχει φτάσει πολύ κοντά. O αγώνας είναι πρώιμος γιατί καμιά ομάδα δεν έχει αναπτύξει μια “θεωρία”. Η “πρακτική”, πού σημαίνει σε τι κατάσταση βρίσκεται η παραγωγή της θεωρίας, μόλις τώρα άρχισε. Αυτό δεν είναι επιχείρημα για να μας κάνει να συγκρατηθούμε και για παρόμοιους δισταγμούς: η “ανωριμότητα” του κινήματος δεν θα έπρεπε ποτέ ν’ αποτελέσει δικαιολογία για να μην προχωρήσουμε – το κίνημα θα παραμείνει “ανώριμο” όσο ακριβώς αρνιόμαστε να προχωρήσουμε. Είναι όμως ένα επιχείρημα της ταυτόχρονης ανάγκης για ριζοσπαστική φεμινιστική συνείδηση και για την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής ανάλυσης όσον αφορά την γυναικεία καταπίεση.
Η αιτία που ο αγώνας άρχισε τόσο πρόωρα βρίσκεται στην προϊστορία τού Γυναικείου Απελευθερωτικού Κινήματος. Η ευθύνη ανήκει κυρίως στην φύση των σοσιαλιστικών ομάδων στο δυτικό κόσμο, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60. Ή μεγάλη ελαστικότητα που έδειξαν στην ανάλυση των νέων επαναστατικών ομάδων –Μαύρους, φοιτητές και νεολαίους– τούς έκανε να πέσουν συχνά στην παγίδα του ν’ αφομοιώσουν βιαστικά και ακατέργαστα τις δογματικές σοσιαλιστικές θέσεις, ή ν’ αναπτυχθούν έξω εντελώς απ’ τα όρια της σοσιαλιστικής θεωρίας. Απ’ αυτή την άποψη, η ίδια δυαδικότητα σημαδεύει και το Γυναικείο Κίνημα. Η απόρριψη τού σοσιαλισμού από τις ριζοσπάστριες φεμινίστριες είναι μόνο η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, πως ακριβώς h ασυγκράτητη ορμητικότητα για τον επαναστατικό σοσιαλισμό που έδειξαν οι αριστερές αδερφές μας, που τριγύριζαν γύρω απ’ το σοσιαλισμό χωρίς ποτέ να “μπαίνουν μέσα” – είτε θεωρητικά είτε πρακτικά. Το αίτημα του “αυτό πού πρέπει ν’ αντιληφθούμε είναι ή σχέση ανάμεσα στη Γυναικεία ‘Απελευθέρωση και τo σοσιαλισμό”, είναι η δίδυμη αδερφή του “ο σοσιαλισμός δεν έχει να μας προσφέρει τίποτε”. Δεν είναι “η σχέση μας” με το σοσιαλισμό πού θα ‘πρεπε ποτέ ν’ αμφισβητηθεί – είναι η χρήση του επιστημονικού σοσιαλισμού σαν αναλυτική μέθοδος για τη συγκεκριμένη φύση της καταπίεσης μας και του επαναστατικού μας ρόλου. Μια τέτοια μέθοδος πιστεύω πώς χρειάζεται τόσο την κατανόηση του ριζοσπαστικού φεμινισμού όσο ακριβώς και των προηγούμενων σοσιαλιστικών θεωριών.
Η φεμινιστική συνείδηση είναι το υλικό που χρειάζεται η πολιτική μας για να δουλέψει, αν θέλει ν’ αναπτυχθεί. Το Γυναικείο Απελευθερωτικό κίνημα βρίσκεται στην φάση της οργάνωσης της ενστιχτώδικης γνώσης για την καταπίεση των γυναικών, για να τη μεταβάλει σε συνείδηση αυτού που σημαίνει. Αυτή θα μεταβληθεί σε ορθολογιστική συνείδηση, κατανοώντας τις αντικειμενικές συνθήκες που καθορίζουν την καταπίεση. Πρoς το παρόν, το “ένστιχτο” συνυπάρχει με τις δυνατότητες μεταβολής του σε λογική συνείδηση. Το “ένστιχτο” αυτό εκφράζεται σαν καθολική διαμαρτυρία ενάντια σ’ όλες τις καταπιεστικές εκδηλώσεις – έτσι εξηγείται το χιουμοριστικό, αυθόρμητο κάψιμο του σουτιέν, οι καπνογόνος βόμβες στους διαγωνισμούς για τη μις Κόσμος, οι περιγραφές για τη μιζέρια της σπιτικής δουλειάς και την ευτέλεια του γυναικείου επαγγέλματος, όπως το σπάσιμο των μηχανών και οι περιγραφές της “πραγματικής ζωής” των εργατών τον 19ο αιώνα έπαιξαν ένα ρόλο στη μορφοποίηση της συνείδησης της εργατικής τάξης. Είναι σαν ξαφνικά, μέσα απ’ τη γαλάζια ομίχλη της μυθοποίησης, να είδαμε τι μας συμβαίνει. Οι σοσιαλίστριες του κινήματος, που θέλουν να πολεμήσουν το φεμινιστικό ένστιχτο, ξεχνάνε πώς χτυπάνε με άδεια χέρια τα ίδια τους τα όπλα. Οφείλουμε να ζήσουμε τις επιπτώσεις της ίδιας μας της καταπίεσης.»