του Μάριου Διονέλλη
Και τώρα που έφυγε ο Ολάντ αναρωτιέμαι αν έμεινε κανείς πίσω (εκτός από τον Φλαμπουράρη) που να βλέπει κάτι πραγματικά θετικό από την επίσκεψή του.
Πάμε, με την άδειά σας, λιγάκι προς τα πίσω. Θυμάμαι τις προσδοκίες που μας τάιζαν οι κήνσορες των καναλιών για την επερχόμενη εκλογή του το 2012. Ο Ολάντ εξελέγη την ίδια μέρα με τις ελληνικές εκλογές, στις 6 Μαΐου του ’12, όταν εμείς βγάζαμε πρώτη αλλά όχι αυτοδύναμη τη Ν.Δ. Οι (από τότε) άσφαιρες πιστολιές του προς την πολιτική της Μέρκελ και του Σόιμπλε έδιναν αφορμή στο εγχώριο σύστημα διαπλοκής να υποστηρίζει πως κάτι αλλάζει στην Ευρώπη και άρα με τον Σαμαρά και ιδίως με τον σοσιαλιστή Βενιζέλο θα είχαμε νέους συμμάχους για να απαλύνουμε το στραγγάλισμα της χώρας. Ο καιρός πέρασε και ο Ολάντ μας απασχόλησε περισσότερο για τις ερωτικές του περιπέτειες παρά για την αντίστασή του στη Μέρκελ. Υποτάχθηκε ως πιστό σκυλάκι στην πολιτική του Σόιμπλε και μετατράπηκε σε έναν «Ολανδρέου» όπως σωστά τότε προέβλεπε ο Τσίπρας.
Ελάτε πάλι στο σήμερα. Ο Τσίπρας πουλάει το ίδιο ακριβώς παραμύθι. «Ελλάς-Γαλλία συμμαχία» για να χαλαρώσει η θηλιά μας. Τώρα έγινε αυτός αντί του Βενιζέλου ο αγαπημένος «σοσιαλδημοκρατικός» συνδαιτυμόνας του Ολάντ. Ακόμα κι αν υπάρχει η περιβόητη «συμμαχία», το ερώτημα είναι αν πρόκειται για συμμαχία στη διεκδίκηση ή στην υποταγή. Και αν κρίνει κανείς από τα αποτελέσματα για τις ζωές μας από τη «βοήθεια» του Ολάντ τη μακρά εκείνη νύχτα της διαπραγμάτευσης με την άφθα στα χείλη, μάλλον για συμμαχία υποταγής μιλάμε, αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές.
Ο Γάλλος πρόεδρος ήρθε ως πλασιέ των αγαθών της υποταγής αυτής, στην οποία τραβάει και τον δικό μας. Και αν σας αρέσουν οπωσδήποτε τα λογοπαίγνια με τα ονόματα, το Τσιπρολάντ νομίζω κολλάει γάντι.