Το έργο αυτό που ξαναεκδίδεται τώρα, ήταν η πρώτη προσπάθεια του Μαρξ να εξηγήσει ένα κομμάτι της πρόσφατης ιστορίας με τον υλιστικό του τρόπο αντίληψης, ξεκινώντας απ’ την δοσμένη οικονομική κατάσταση. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο η θεωρία αυτή είχε εφαρμοστεί σε γενικές γραμμές πάνω σ’ ολόκληρη τη νεώτερη ιστορία. Στα άρθρα του Μαρξ και στα δικά μου στη «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου», χρησιμοποιούσαμε τη θεωρία αυτή συνεχώς για την ερμηνεία σύγχρονων πολιτικών γεγονότων. Εδώ απεναντίας έμελλε ν’ αποδειχτεί η εσωτερική αιτιακή συνάρτηση στην πορεία μιας πολύχρονης εξέλιξης που ήταν για όλη την Ευρώπη τόσο κρίσιμη όσο και τυπική, επομένως, σύμφωνα με το πνεύμα του συγγραφέα, έμελλε να αναχθούν τα πολιτικά γεγονότα σε αποτελέσματα αιτιών που είναι σε τελευταία ανάλυση οικονομικά.
ΟΤΑΝ ΚΑΝΕΙΣ εκτιμάει γεγονότα και ολόκληρες σειρές γεγονότων από την τρέχουσα ιστορία ποτέ δεν θα είναι σε θέση να ανατρέξει ως τις έσχατες οικονομικές αιτίες. Ακόμα και σήμερα που τα σχετικά ειδικά όργανα του Τύπου προμηθεύουν τόσο άφθονο υλικό, θα είναι αδύνατο και σε αυτή την Αγγλία να παρακολουθεί κανείς μέρα με τη μέρα την πορεία της βιομηχανίας και του εμπορίου στην παγκόσμια αγορά και τις μεταβολές που συντελούνται στις μέθοδες παραγωγής έτσι που να μπορεί σε οποιαδήποτε στιγμή, να βγάζει ένα γενικό συμπέρασμα, απ’ αυτούς τους πολύμορφα μπλεγμένους και πάντα μεταβαλλόμενους παράγοντες, που χώρια απ’ αυτό, τις περισσότερες φορές οι σπουδαιότεροί τους ενεργούν για πολύ καιρό στα κρυφά, προτού προβάλουν ξαφνικά στην επιφάνεια με βίαιο τρόπο. Η σαφής επισκόπηση της οικονομικής ιστορίας μιας δοσμένης περιόδου ποτέ δε μπορεί να γίνει ταυτόχρονα με τα γεγονότα, αλλά μόνο κατοπινά, ύστερα από τη σχετική συγκέντρωση και το σχετικό κοσκίνισμα του υλικού. […] Γι’ αυτό το λόγο, για την τρέχουσα σύγχρονη ιστορία, θα αναγκάζεται κανείς πολύ συχνά να πραγματεύεται σαν σταθερό αυτόν τον αποφασιστικότατο παράγοντα, να πραγματεύεται την οικονομική κατάσταση που βρίσκεται στην αρχή της σχετικής περιόδου, σα δοσμένη κι αμετάβλητη για ολόκληρη την περίοδο, ή να παίρνει υπόψη μόνο εκείνες τις μεταβολές αυτής της κατάστασης, που προκύπτουν μόνες τους από τα υπάρχοντα εξώφθαλμα γεγονότα και που κατά συνέπεια προβάλλουν επίσης ανοιχτά. Γι’ αυτό η υλιστική μέθοδος θα υποχρεωθεί εδώ να περιορίζεται πολύ συχνά στο να ανάγει τις πολιτικές συγκρούσεις, στους αγώνες συμφερόντων ανάμεσα στις υπάρχουσες κοινωνικές τάξεις ή ταξικές ομάδες που τις δημιούργησε η οικονομική εξέλιξη, και να δείχνει ότι τα διάφορα πολιτικά κόμματα είναι λίγο ή πολύ αντίστοιχη πολιτική έκφραση των ίδιων αυτών τάξεων και ταξικών ομάδων.
Είναι αυτονόητο ότι η αναπόφευκτη αυτή παραμέληση των σύγχρονων μεταβολών στην οικονομική κατάσταση –που είναι η πραγματική βάση όλων των γεγονότων που πρόκειται να εξεταστούν– δεν μπορεί παρά να αποτελέσει μια πηγή λαθών. Όμως όλοι οι όροι για μια γενική συνοπτική περιγραφή της τρέχουσας ιστορίας κλείνουν αναπόφευκτα μέσα τους πηγές λαθών, πράγμα όμως που δεν εμποδίζει κανέναν να γράφει την τρέχουσα ιστορία. […]
Η ιστορία όμως έδωσε άδικο και σε μας επίσης, αποκάλυψε ότι η άποψη που είχαμε τότε ήταν αυταπάτη. Προχώρησε ακόμα πιο πέρα: Δεν γκρέμισε μονάχα την τοτινή μας πλάνη, αλλά ανέτρεψε ολότελα τις συνθήκες μέσα στις οποίες έχει να αγωνιστεί το προλεταριάτο. Η μέθοδος πάλης του 1848 είναι σήμερα από κάθε άποψη παλιωμένη, κι αυτό είναι ένα σημείο που με την ευκαιρία αξίζει να εξεταστεί πιο λεπτομερειακά
ΟΣΟ ΓΙΑ τις αντιλήψεις μας, για τους όρους και την πορεία των επαναστατικών κινημάτων βρισκόμασταν όλοι, όταν ξέσπασε η επανάσταση του Φλεβάρη (Σ.τ.Ε. του 1848), κάτω από την γοητεία της ως τότε ιστορικής πείρας και ιδιαίτερα της ιστορικής πείρας της Γαλλίας. Κι ακριβώς αυτή ήταν που είχε κυριαρχήσει από το 1789 σ’ όλη την ευρωπαϊκή ιστορία, κι απ’ την οποία ξεκίνησε πάλι το σύνθημα για τη γενική ανατροπή. Έτσι, ήταν αυτονόητο και αναπόφευκτο ότι οι αντιλήψεις μας για τη φύση και την πορεία της «κοινωνικής» επανάστασης που κηρύχτηκε στο Παρίσι το Φλεβάρη του 1848, της επανάστασης του προλεταριάτου, ήταν ζωηρά χρωματισμένες με τις αναμνήσεις των προτύπων του 1789-1830. Και ακόμα, όταν η εξέγερση του Παρισιού βρήκε την απήχησή της στις νικηφόρες εξεγέρσεις της Βιέννης, του Μιλάνου και του Βερολίνου, όταν ολόκληρη η Ευρώπη, ως τα ρωσικά σύνορα, τραβήχτηκε στο κίνημα, όταν ύστερα τον Ιούνη, δόθηκε στο Παρίσι η πρώτη μεγάλη μάχη για την εξουσία ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, όταν ακόμα κι η νίκη της τάξης αυτής κλόνισε τόσο την κεφαλαιοκρατία όλων των χωρών, που κατέφυγε ξανά στην αγκαλιά της μοναρχοφεουδαρχικής αντίδρασης που μόλις πριν λίγο καιρό είχε ανατραπεί, τότε, μέσα στις τοτινές συνθήκες δε μπορούσαμε να έχουμε καμιάν αμφιβολία ότι η μεγάλη αποφασιστική μάχη είχε αρχίσει, ότι έπρεπε να διεξαχθεί ίσαμε το τέλος μέσα σε μια και μόνη μακρόχρονη και γεμάτη εναλλαγές επανασταστική περίοδο, ότι όμως δε θα μπορούσε να τελειώσει παρά με την οριστική νίκη του προλεταριάτου.
Ύστερα απ’ τις ήττες του 1849, δε συμμεριζόμασταν καθόλου τις αυταπάτες της χυδαίας δημοκρατίας που ήταν συγκεντρωμένη in paribus (Σ.τ.Ε. έξω από τη χώρα, στην εξορία) γύρω από τις προσωρινές μελλοντικές κυβερνήσεις. […] Εμείς υπολογίζαμε σε ένα μακρόχρονο αγώνα, ύστερα από τον παραμερισμό των «καταπιεστών», ανάμεσα στα ανταγωνιστικά στοιχεία που κρύβονταν μέσα σ’ αυτό τον ίδιο το «λαό». Η χυδαία δημοκρατία από τη μια μέρα στην άλλη πρόσμενε το νέο ξέσπασμα. Εμείς δηλώναμε από το φθινόπωρο κιόλας του 1850 ότι έχει κλείσει τουλάχιστον το πρώτο κεφάλαιο της επαναστατικής περιόδου και ότι δεν έπρεπε τίποτα να περιμένουμε ίσαμε που να ξεσπάσει μια νέα παγκόσμια οικονομική κρίση. […]
Η ιστορία όμως έδωσε άδικο και σε μας επίσης, αποκάλυψε ότι η άποψη που είχαμε τότε ήταν αυταπάτη. Προχώρησε ακόμα πιο πέρα: Δεν γκρέμισε μονάχα την τοτινή μας πλάνη, αλλά ανέτρεψε ολότελα τις συνθήκες μέσα στις οποίες έχει να αγωνιστεί το προλεταριάτο. Η μέθοδος πάλης του 1848 είναι σήμερα από κάθε άποψη παλιωμένη, κι αυτό είναι ένα σημείο που με την ευκαιρία αξίζει να εξεταστεί πιο λεπτομερειακά. […]
* Από τα Διαλεχτά έργα Μαρξ-Ένγκελς (Τόμος 1)