Διάβασα «Το πανδοχείο της μνήμης» του ιστορικού Τόνι Τζαντ. Ένα συναρπαστικό προσωπικό αφήγημα της έσχατης ώρας. Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1948 και πέθανε το 2010 από μία εκφυλιστική νευρολογική πάθηση, σε ηλικία μόλις 62 ετών. Το βιβλίο αυτό είναι το τελευταίο του. Στο μεγαλύτερο μέρος του, το υπαγόρευε, όσο ακόμα μπορούσε. Το μυαλό του ήταν σε αρίστη διανοητική κατάσταση, αλλά χρειάστηκε τρομερή υπερπροσπάθεια για να μπορέσει να διαχειριστεί δημιουργικά και κατευναστικά την «φυλακή» στην οποία βρέθηκε ξαφνικά, στην οποία δεν μπορούσε ούτε το δάχτυλό του να κουνήσει. Περιέχει κείμενα θεματικά, από τη ζωή του, από τα παιδικά του χρόνια, αλλά και ώριμες σκέψεις του πάνω στα κεντρικά ζητήματα που τον απασχόλησαν στη ζωή του. Το έργο του Τζαντ είναι πλούσιο και αναγνωρισμένο. Τα βιβλία του είναι διαδεδομένα και προωθούν την κατανόηση και την ερμηνεία του μεταπολεμικού δυτικού κόσμου μέσα από την οπτική ενός ανθρώπου που, στο πλαίσιο της δυτικής θεώρησης της Ιστορίας, προσπάθησε να λειτουργήσει αποδεσμευμένος από τα είθισται και τα καθιερωμένα της εποχής του, χωρίς, όμως, να αποδεχτεί τον ριζοσπαστισμό ή να αμφισβητήσει σε βάθος το μεταπολεμικό ευρωπαϊκό μοντέλο δημοκρατίας. Από τα πιο γνωστά είναι το έργο του «Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο» που στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» όπως και «Το πανδοχείο της μνήμης» (μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας – Κώστας Λιβιεράτος).
Λονδίνο, μεταπολεμικά
Οι εικόνες που δίνει ο Τζαντ από την παιδική-εφηβική του ηλικία στο Λονδίνο είναι χρήσιμες για όποιον φαντάζεται την βρετανική πρωτεύουσα ως ένα τόπο ανέκαθεν ζωηρό, ανεκτικό, νεανικό, προοδευτικό και πολύχρωμο. Ως μία πόλη ευημερίας και ανεμελιάς. Στο αντίθετο αναφέρεται. Συμβατικότητα, ανισότητα, ομοιομορφία.
«Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, χιλιάδες Λονδρέζοι ζούσαν ακόμα σε «προκάτ»: τροχόσπιτα σε αστικούς υπαίθριους χώρους για τους άστεγους – υποτίθεται προσωρινά, αλλά συχνά κρατούσαν χρόνια.»
«Ο αέρας στην πρωτεύουσα ήταν όπως μια κακή μέρα Πεκίνο σήμερα. Το κάρβουνο ήταν το προτιμώμενο καύσιμο – φτηνό, άφθονο και εγχώριας παραγωγής…» (σ. 39)
«Όλοι οι άνθρωποι έμοιαζαν μεταξύ τους, ντύνονταν με τα ίδια υλικά –μάλλινα, φανελένια ή κοτλέ- και με σεμνά χρώματα –καφέ, μπεζ, γκρί- και ο τρόπος ζωής τους ήταν εντυπωσιακά παρόμοιος….» (σ. 41)
Μια πόλη στην οποία ένας νεαρός με ανησυχίες, και δυνατότητες, όπως αποδείχτηκε, για μεγάλα ταξίδια, λαμπρή καριέρα και πλατιά αναγνώριση, βρίσκει τη μεγαλύτερη προσωπική ευχαρίστηση κάνοντας μακριές διαδρομές στο Λονδίνο, από τη μία άκρη ως την άλλη, με το ποδήλατο και τα λεωφορεία της γραμμής, χωρίς να θεωρεί τα τοπία που παρατηρεί από το παράθυρα ως ιδιαιτέρως μαγευτικά. Του είναι, όμως, οικείο το αστικό περιβάλλον της δεκαετίας του 1950 και οι διαδρομές είναι ευχάριστες για ένα νέο που διαβάζει πολύ, σκέφτεται πολύ και έχει στόχους. Σε μία πόλη προτού αλλάξει, όπως επισημαίνει, προς το χειρότερο.
«Ήταν μια πέρα για πέρα αστική περιοχή, αλλά αστική μ’ αυτό τον άτυπο, γενναιόδωρο τρόπο που τόσο χαρακτήριζε το Λονδίνο: μια πόλη που, τουλάχιστον μέχρι τον καταστροφικό πολεοδομικό «σχεδιασμό» της δεκαετίας του ’60, μεγάλωνε πάντα προς τα έξω κι όχι προς τα πάνω…» (σελ. 67)
Εβραίος, αλλά…
Ο Τόνι Τζαντ είναι Εβραίος, με τον τρόπο του. Εβραϊκής καταγωγής, αλλά με μία απόσταση ασφαλείας από τον εβραϊσμό και μία ακόμα μεγαλύτερη κριτική απόσταση από το σιωνιστικό ισραηλινό κράτος, από το οποίο ξεκίνησε πολύ νωρίς τις αναζητήσεις του στον κόσμο των μεγάλων και τα ταξίδια του στο εξωτερικό κατά πως υποδηλώνει με τη σύντομη εξιστόρηση των εμπειριών του από τα κιμπούτς στη δεκαετία του 1960. «Δεν έχω ποτέ σκεφτεί τον εαυτό μου σαν άνθρωπο με ρίζες» γράφει, ή μάλλον λέει, στο τελευταίο του αφήγημα. Και η ρητή του δήλωση για τον εβραϊσμό του, που ενοχλούσε τα εβραϊκά λόμπι, παρέμεινε αναλλοίωτη ως το τέλος.
«Εγώ απορρίπτω την αυθεντία των ραβίνων […]. Δεν συμμετέχω σε κανενός είδους εβραϊκή κοινοτική ζωή, ούτε τηρώ εβραϊκά τελετουργικά. Δεν φροντίζω να συναναστρέφομαι ειδικά με Εβραίους ή Εβραίες – και ως επί το πλείστον δεν έχω παντρευτεί τέτοιες. Δεν είμαι «ξεστρατισμένος» Εβραίος, καθότι εξαρχής δεν συμμορφώθηκα ποτέ με τις απαιτήσεις. Δεν «αγαπώ το Ισραήλ» (ούτε με τη νεότερη σημασία του όρου ούτε με την αρχική γενική έννοια του «εβραϊκού λαού») και δεν με νοιάζει αν τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Αλλά όποτε κάποιος με ρωτάει αν είμαι Εβραίος ή όχι, απαντάω καταφατικά χωρίς δισταγμό και θα ντρεπόμουν να κάνω αλλιώς.» (σ. 220)
Αυτό το κείμενο περί εβραϊσμού είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Όχι επειδή θα αρέσει σ’ αυτούς που διακατέχονται λίγο ή πολύ από τον κληρονομημένο αντιεβραϊσμό που συνεχίζει να είναι ενεργός μέσα στις χριστιανικές κοινωνίες της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Έχει ενδιαφέρον γιατί βάζει το ζήτημα της εβραϊκής ταυτότητας σε μία πνευματική βάση η οποία φθίνει συνεχώς κι αυτό όχι μόνο εξαιτίας των κοινωνικών και πολιτισμικών εκσυγχρονισμών που λαμβάνουν χώρα στις κοινωνίες μέσα στις οποίες ζουν και οι Εβραίοι. Έχοντας ζήσει πολλά χρόνια στην Αμερική, διδάσκοντας σε μερικά από τα καλύτερα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, το Μπέρκλεϊ και το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, γράφοντας, μάλιστα, σε κάποιο σημείο, ότι, κατά κάποιο τρόπο, έχει γίνει Αμερικάνος, ο Τζαντ περιγράφει τις τάσεις μέσα στους Εβραίους της Αμερικής, όπου οι περισσότεροι Αμερικανοεβραίοι δεν έχουν σχέση με τον εβραϊσμό ως θρησκεία.
«Υπήρξε μια εποχή κατά την οποία το να είσαι Εβραίος ήταν μια βιωματική συνθήκη. Σήμερα στις ΗΠΑ, η θρησκεία έχει πάψει να μας ορίζει: μόλις το 46% των Εβραίων ανήκει σε συναγωγή, μόνο το 27% πηγαίνει σ’ αυτήν τουλάχιστον μια φορά το μήνα και όχι πάνω από το 21% όσων ανήκουν σε συναγωγή (10% επί του συνόλου) είναι ορθόδοξοι. Με δυο λόγια, οι «παλιοί πιστοί» δεν είναι παρά μία μειοψηφία. Οι σύγχρονοι Εβραίοι θρέφονται με συντηρημένη μνήμη. Το να είσαι Εβραίος σημαίνει κατά μεγάλο μέρος να θυμάσαι τι σήμαινε κάποτε να είσαι Εβραίος.» (σ. 224)
«…Υπ’ αυτή την έννοια, οι Αμερικανοεβραίοι έχουν ενστικτωδώς δίκιο που ενδίδουν στην εμμονή τους στο Ολοκαύτωμα: τους προσφέρει αναφορά, τελετουργία, παράδειγμα και ηθική διδασκαλία – καθώς και ιστορική εγγύτητα. Κι ωστόσο κάνουν ένα τρομερό λάθος: έχουν μπερδέψει ένα μέσο για να θυμάται κανείς με το λόγο για τον οποίο το κάνει. Δεν έχουμε άραγε κανέναν καλύτερο λόγο να είμαστε Εβραίοι απ’ το ότι ο Χίτλερ βάλθηκε να εξοντώσει τους παππούδες μας; Αν δεν καταφέρουμε να υπερβούμε αυτή την αντίληψη, τα εγγόνια μας δεν θα έχουν πολλούς λόγους να ταυτίζονται μαζί μας. (σ. 225)
Το Ολοκαύτωμα, ο εορτασμός της μνήμης του, καταλήγει ο Τζαντ,
«δικαιολογεί την αδιάλλακτη ισραηλοφιλία και συντηρεί τη δακρύβρεχτη αυτοεκτίμηση. Αυτό είναι για μένα μια φαύλη κατάχρηση της μνήμης.» (σ. 225)
Πανεπιστήμια ελίτ
«Το δικό μου Κίνγκ’ς Κόλετζ ήταν η ενσάρκωση της αξιοκρατικής μεταπολεμικής Βρετανίας.» (σελ. 148)
Ακόμα και σ’ αυτό το πανεπιστήμιο, το πιο φιλελεύθερο του Όξμπριτζ, το Όξμπριτζ προέρχεται από τη σύμπτυξη Οξφόρδης και Καίμπριτζ, ο ελιτισμός ήταν ενσωματωμένος, απορροφώντας και τους προερχόμενους από τα λαϊκά στρώματα υπότροφους. Κατά τον Τζαντ, ο ελιτισμός ήταν το αντίθετο στον «εξισωτισμό», τον οποίο θεωρεί βασικά καταστροφικό για την εξέλιξη του βρετανικού εκπαιδευτικού συστήματος. Γιατί ο Τόνι Τζαντ είναι μέσα σ’ αυτή την ελίτ που σπούδασαν στα καλά πανεπιστήμια, νέοι που εντάχθηκαν με την αξία τους και διέπρεψαν, αλλά ταυτόχρονα ξεχώριζαν γιατί πλέον η ζωή τους ήταν σε μία άλλη σφαίρα ποιότητας και ευκαιριών. Όχι για τα λεφτά, για όποιον δεν τα κυνηγούσε, αλλά για μια ζωή διασφαλισμένη, δημιουργική και άνετη, σίγουρα προνομιούχα.
Δεν είμαι καθόλου σε θέση να πω αν η ένταξη σ’ αυτή την ελίτ καθόρισε σε μικρό ή μεγάλο βαθμό την «απομαρξιστοποίηση» του Τόνι Τζαντ και την αποστροφή του για την «κομμουνιστική ιδέα», αλλά δεν μπορώ να αποφύγω την πρόκληση να το εξετάσω ως ενδεχόμενο. Γιατί όποια προδιάθεση κι αν έχεις, όσο κι αν σε έχει απογοητεύσει η «κομμουνιστική ιδέα» από τις στρεβλές πρακτικές εφαρμογές της στην ανατολική Ευρώπη, η αστική θεώρηση ενθαρρύνεται περαιτέρω και καλλιεργείται με άμεσους και έμμεσους τρόπους στα αξιοκρατικά πανεπιστήμια της Βρετανίας, όσο φιλελεύθερα κι αν είναι σε σχέση με κάποια άλλα πιο συντηρητικά. Είναι πολύ χαρακτηριστικό, όπως τα λέει ο Τζαντ, που στο Καίμπριτζ, οι φοιτητές που μένουν στις πανεπιστημιακές εστίες έχουν υπηρέτρια που κάθε πρωί τους στρώνει τα κρεβάτια, καθαρίζει το δωμάτιο και την τουαλέτα, αλλάζει τις πετσέτες και τους κάνει τα ψώνια! Οι «κρεβατώστρες», όπως μεταφράζεται στα ελληνικά το bedders. Οι οποίες, παρεμπιπτόντως, ενημέρωναν και τη διοίκηση για τις τυχόν παρεκτροπές ή ιδιαιτερότητες των φοιτητών…
Στη Γαλλία
Ο Τόνι Τζαντ σπούδασε και στην Ecole Normal Superieure όπου γνώρισε και τους Γάλλους διανοούμενους, μαζί με τη γαλλική Ιστορία που ήταν το αντικείμενο των μελετών του. Το πιο επιφανές ελιτίστικο πανεπιστήμιο της Γαλλίας από το οποίο αποφοίτησαν πολλοί από τους Γάλλους διανοούμενους που έγιναν διεθνώς γνωστοί για το έργο και τη δράση τους. Ένα κορυφαίο ίδρυμα, με όχι περισσότερους από 300 σπουδαστές, που δεχόταν μόνο άντρες! Καθόλου γυναίκες! Ο Τζαντ δείχνει να μην έχει σε μεγάλη εκτίμηση τους φερόμενους ως σημερινούς διανοούμενους στη Γαλλία, όπως ο Γκλικσμάν, ο Φινκελκρότ και ο Ανρί-Λεβί. Το πρότυπο του Γάλλου διανοούμενου για τον Τζαντ είναι ο Αλμπέρ Καμί. Επίσης, ο Τζαντ έχει μια δική του θεώρηση του γαλλικού Μάη του ‘68, τον οποίο, μεταξύ άλλων, συνδέει αρνητικά με τα κρίσιμα γεγονότα που συνέβαιναν ταυτόχρονα στην ανατολική Ευρώπη, όπως η εξέγερση και εισβολή των τανκς στην Τσεχοσλοβακία, μια χώρα την οποία γνώρισε καλά όταν σε προχωρημένη ηλικία αποφάσισε να μάθει τσέχικα και να ασχοληθεί με την Ιστορία των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών. Αυτή του η ενασχόληση, η μελέτη και η άμεση σχέση με τους ανατολικούς αντιφρονούντες, του άνοιξε το πλαίσιο για να συμπεριλάβει στην μεταπολεμική ευρωπαϊκή του Ιστορία και τις ιστορίες των χωρών της ανατολικής Ευρώπης, υπό ορισμένη, όμως, οπτική γωνία.
Σοσιαλδημοκρατική κατάβαση
Χωρίς να υποτιμώ τα επιτεύγματα του μεταπολεμικού δυτικοευρωπαϊκού αστικού μοντέλου, εξακολουθώ να βλέπω τον κόσμο μέσα από την οπτική του μαρξισμού, μην έχοντας βρει στις αναζητήσεις και τους προβληματισμούς μου ένα άλλο σύστημα ανάλυσης και προσανατολισμού που έστω να πλησιάζει σε ποιότητα και επάρκεια στο μαρξιστικό πλέγμα ιδεών. Διαφωνώντας με τον Τζαντ, ειδικά όταν καταλήγει σε εύκολα συμπεράσματα που βασίζονται σε πρόσφορα αλλά όχι επαρκή για μια σφαιρική αντίληψη περιστατικά, βρίσκω πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία στις κριτικές προσεγγίσεις του.
Ο Τόνι Τζαντ δηλώνει κοσμοπολίτης και σοσιαλδημοκράτης. Προσωπικά, αισθάνομαι ότι και τα δύο έχουν πτυχές που δεν είναι ασύμβατες με τις δικές μου θεωρήσεις. Αλλά εξακολουθεί να μου κάνει εντύπωση που άνθρωποι με υψηλό διανοητικό επίπεδο, με γνώσεις και ταλέντο, είναι υπερβολικά επιεικείς με τα καμώματα της σοσιαλδημοκρατίας και δεν παραδέχονται ότι ο εξορθολογισμός του καπιταλισμού, ο «καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο», μόνο προσωρινά και κάτω από ειδικές συνθήκες είναι εφικτός, όπως κιόλας είχε φανεί μέχρι το 2010 που ο Τζαντ απεβίωσε. Στα χρόνια που καταρρέει ο εφαρμοσμένος σοσιαλισμός, σαθρός από τα εκφυλιστικά φαινόμενα που επικράτησαν στο εποικοδόμημά του και από άλλες αιτίες, η σοσιαλδημοκρατία συνεχίζει να αποσυντίθεται στη διαδικασία πλήρους ενσωμάτωσής της στην αληθινή και αναλλοίωτη φύση του καπιταλισμού, όχι λόγω εμμονής αλλά λόγω απομάκρυνσης από το μαρξισμό και την «κομμουνιστική ιδέα» που βρισκόταν στον πυρήνα των ιδρυτικών της αρχών και αξιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο έργο του «Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο», ο Τόνι Τζαντ επικεντρώνεται υπέρμετρα στην απαξίωση του ανατολικού μπλοκ, ενώ διατηρεί σαφώς χαμηλότερους τόνους στην κριτική του για την ιμπεριαλιστική και αποικιοκρατική Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ που στην κυριολεξία ρήμαξαν και λεηλάτησαν των ανθρωπότητα για να διασφαλίσουν την δική τους ευημερία από την οποία πολύ εξαρτάται η αστική τους δημοκρατία.
Η σοσιαλδημοκρατία χωρίς το μαρξισμό και την «κομμουνιστική ιδέα» στην προοπτική της δεν είναι τίποτα άλλο από παράγωγο και υποκατάστατο του σκληρού καπιταλισμού, όσο ήπια και φιλάνθρωπα κι αν εμφανίζεται το μοντέλο υπό ορισμένες συνθήκες και προϋποθέσεις. Όπως φαίνεται ολοκάθαρα από την πορεία των μεγάλων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης, το γαλλικό του Ολάντ, το γερμανικό του Σουλτς και το βρετανικό του Μπλερ, των οποίων το βαθύ κατεστημένο δεν αποδέχεται ούτε την μετριοπαθή σοσιαλίζουσα λογική του Κόρμπιν, η εφαρμοσμένη σοσιαλδημοκρατία σέρνεται και τα επιτεύγματά της, όσα δεν αναιρούνται με συναίνεση, εφαρμόζονται πλέον από τα δεξιά και τα ακροδεξιά καθεστώτα της Ευρώπης. Η ίδια η σοσιαλδημοκρατία έβαλε τόσο κρασί της αγοράς στο νερό της που η παρουσία της δεν είναι πια ελκυστική στις κοινωνίες. Πήραν οι δεξιοί ό,τι δεν τους χαλάει, το τροποποιούν και το προσαρμόζουν στις πολιτικές και τα συμφέροντά τους, ενώ οι κοινωνίες απογοητευμένες στέλνουν τη σοσιαλδημοκρατία, την αντιμαρξιστική, στα αζήτητα. Και μ’ αυτή την έννοια, τα θέματα που έχουν θέσει τόσο σημαντικοί στοχαστές όπως ο Τόνι Τζαντ παραμένουν πολύ κρίσιμα και επίκαιρα. Αρκεί να έχουμε την ψυχραιμία και την ανοιχτοσύνη για να τα προσεγγίσουμε δημιουργικά και όχι δογματικά.
Στέλιος Ελληνιάδης
Αποσπάσματα από το «πανδοχείο»
*** «Και η πολιτική ταυτότητα; Ως παιδί αυτοδίδακτων Εβραίων που μεγάλωσαν στη σκιά της Ρώσικης Επανάστασης, απέκτησα από μικρή ηλικία μια επιφανειακή εξοικείωση με τα μαρξιστικά κείμενα και τη σοσιαλιστική ιστορία – αρκετή για να μπολιαστώ ενάντια στα πιο έξαλλα ρεύματα της Νέας Αριστεράς της δεκαετίας του ’60, ενώ παρέμεινα σταθερά στο σοσιαλδημοκρατικό στρατόπεδο. Σήμερα, ως «δημόσιος διανοούμενος» (μια όχι πολύ βοηθητική ετικέτα), συνδέομαι με ό,τι απομένει από την Αριστερά.» (σελ. 214)
*** «Κι έπειτα είναι η εθνική υπερηφάνεια: πάνω από δύο αιώνες αφότου το πρωτοείπε ο Σάμιουελ Τζόνσον, ο πατριωτισμός – όπως μπορεί να πιστοποιήσει όποιος έζησε την τελευταία δεκαετία στην Αμερική – είναι ακόμη το τελευταίο καταφύγιο των αχρείων». (σ.215-6)
*** «Προτιμώ το μεταίχμιο: το μέρος όπου χώρες, κοινότητες, πίστεις, συγγένειες και ρίζες έρχονται και πέφτουν άβολα η μία πάνω στην άλλη, όπου ο κοσμοπολιτισμός δεν είναι τόσο μια ταυτότητα όσο η φυσιολογική κατάσταση της ζωής. Κάποτε υπήρχαν άφθονα τέτοια μέρη. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, υπήρχαν πολλές πόλεις που εμπεριείχαν πολλαπλές κοινότητες και γλώσσες – συχνά αμοιβαία ανταγωνιστικές, ενίοτε συγκρουόμενες, αλλά με κάποιον τρόπο συνυπάρχουσες: το Σαράγιεβο ήταν μία απ’ αυτές, η Αλεξάνδρεια μία άλλη. Η Ταγγέρη, η Θεσσαλονίκη, η Οδησσός, η Βυρηττός και η Κωνσταντινούπολη ανήκαν επίσης σ’ αυτή την κατηγορία, το ίδιο και μικρότερες πόλεις όπως το Τσέρνοβιτς και το Ούζχοροντ. Με τα μέτρα του αμερικανικού κομφορμισμού, η Νέα Υόρκη θυμίζει όψεις αυτών των χαμένων κοσμοπολίτικων πόλεων. Γι’ αυτό ζω εδώ.» (σ. 216)
*** «Σε αντίθεση με τον αείμνηστο Έντουαρντ Σαΐντ, πιστεύω ότι μπορώ να καταλάβω, ή ακόμη και να συναισθανθώ, όσους ξέρουν τι σημαίνει ν’ αγαπάς μια χώρα. Δεν θεωρώ ακατανόητα τέτοια συναισθήματα∙ απλώς δεν τα συμμερίζομαι…» (σ. 217)
*** «Μπαίνουμε, όπως υποψιάζομαι, σε μια ταραγμένη εποχή. Δεν είναι μόνο οι τρομοκράτες, οι τραπεζίτες και το κλίμα που θα σπείρουν τον όλεθρο στην αίσθηση ασφάλειας και σταθερότητας που μας στηρίζει. Η ίδια η παγκοσμιοποίηση –η «επίπεδη» γη τόσων και τόσων ειρηνιστικών φαντασιώσεων- θα είναι πηγή φόβου και αβεβαιότητας για δισεκατομμύρια ανθρώπους, που θα στραφούν στους ηγέτες τους για προστασία. Οι «ταυτότητες» θα γίνουν σκληρές και στεγανές, καθώς οι πένητες και οι ξεριζωμένοι θα προσκρούουν στα ολοένα ψηλότερα τείχη περίφρακτων κοινοτήτων από το Δελχί μέχρι το Ντάλας.
Το να είσαι «Δανός», «Ιταλός», «Αμερικανός» ή «Ευρωπαίος» δεν θα είναι απλώς μια ταυτότητα∙ θα είναι άρνηση και αποδοκιμασία εκείνων που αποκλείει. Το κράτος, αντί να εξαφανίζεται, μπορεί να φτάνει στο αποκορύφωμά του: τα προνόμια της ιθαγένειας και η προστασία των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομιμοποιημένη διαμονή θα χορηγούνται ως πολιτικά ατού. Μισαλλόδοξοι δημαγωγοί σε εδραιωμένες δημοκρατίες θα απαιτούν «τεστ» γνώσεων, γλώσσας, συμπεριφοράς- προκειμένου να κριθεί αν οι απελπισμένοι νεόφερτοι αξίζουν τη βρετανική, την ολλανδική ή τη γαλλική «ταυτότητα». Ήδη το κάνουν. Σ’ αυτό τον θαυμαστό καινούργιο αιώνα θα μας λείψουν οι ανεκτικοί, οι περιθωριακοί: οι άνθρωποι του μεταίχμιου. Οι δικοί μου άνθρωποι.» (σελ. 217-218)
*** «Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η ασυγκράτητη πίστη στις αρρύθμιστες αγορές σκοτώνει. Η άκαμπτη εφαρμογή της μέχρι πρότινος «συναίνεσης της Ουάσινγκτον» σε ευάλωτες αναπτυσσόμενες χώρες –με την έμφασή της στη σφιχτή δημοσιονομική πολιτική, τις ιδιωτικοποιήσεις, τους χαμηλούς δασμούς και την απορρύθμιση- έχει καταστρέψει εκατομμύρια πόρους ζωής. Στο μεταξύ, οι άτεγκτοι «εμπορικοί οίκοι» υπό τους οποίους γίνονται διαθέσιμα κάποια ζωτικά φάρμακα έχουν μειώσει δραστικά το προσδόκιμο ζωής σε πολλά μέρη του κόσμου. Αλλά κατά την αθάνατη ρήση της Μάργκαρετ Θάτσερ, «δεν υπάρχει εναλλακτική». (σ. 190-191)
*** «Ζούμε την παρακμή της αμερικανικής εποχής.» (σ. 209)