του Γιώργου Κυριακού
Διαβάστε τα προηγούμενα: Μέρος Α’, Μέρος Β’, Μέρος Γ’
33 χρόνια μετά την κατάρρευση της δικτατορίας στην Αλβανία και τα κύματα φυγής, ο Δρόμος ψηλαφίζει το βορειοηπειρωτικό τραύμα. Οι συνομιλητές μας προσεγγίζουν το βάθος του σε μια περιοχή που είναι πυκνή συμβολισμών, μνημείων και ιστορικών παρακαταθηκών του Ελληνισμού. Ο φιλόλογος, ποιητής και πεζογράφος Φώτος Κυριαζάτης από το Λαζάτι του σημερινού Δήμου Φοινίκης, το 1987 είχε καταδικαστεί μαζί με τον αδελφό του Σωτήρη (που μετέπειτα διατέλεσε πρόεδρος της ΔΕΕΕΜ Ομόνοια) και άλλους, σε 15 χρόνια φυλάκισης. Σήμερα ζει στη Χαλκίδα. Το έργο του κυκλοφορεί από τη δεκαετία του 1990. Η στήλη είναι υπεύθυνη για την επιλογή στίχων του αντί απαντήσεων στις ερωτήσεις. Είναι ο τέταρτος συνομιλητής μας.
Φώτο πες μας για την ιδιαίτερη πατρίδα σου…
Όλος ο τόπος μου ένα στρατόπεδο… Η βροχή στήνει άμετρα συρματοπλέγματα. Μόνο λίγα περιστέρια τριγυρνάν αδέσμευτα επάνω από βρεγμένες στέγες. Σαν ανοιχτά γράμματα φυλακισμένων που από πριν γνωρίζουν τι ζητάν ή νοσταλγούνε: κανένα πάκο καφέ, λιγάκι καπνό, μάλλινα ρούχα για το χειμώνα ή τη φωτογραφία του αρραβωνιαστικού της κόρης που ποτέ δεν συνάντησαν… Πρόσωπα απλησίαστα, ανέκφραστα δίχως διαστάσεις. Σαν παράθυρα φραγμένα με χαρτόνια… Εμάς η πατρίδα μας ήταν φτωχή. Δεν είχες τι να λυπηθείς αν την παρατούσες…
Για το Λαζάτι, το χωριό σου;
Χωριό μου του ’75. Με τα σπίτια σου, τους δρόμους και τα δέντρα που με θωρούν ακίνητα κάτω από ένα βουρκωμένο ουρανό. Και με το δάσκαλο σταματημένο γύρω στο ’40 σα μια πλάκα γραμμοφώνου… να λέει και να λέει τα ίδια κι εμείς να την ακούμε γιατί την αγαπάμε…
Πώς πέρασε πάνω σας η δικτατορία;
Για να υπάρξουμε γυρίσαμε τα μπρούμυτα τους νεκρούς μας. Να μη μας ενοχλούν. Για σιγουριά περάσαμε στα αυτιά μας βουλοκέρι. Μετά βαλθήκαμε στο πρόσωπο. Το σμίλευμα, σε σφυριές· χώρια που η μάσκα μας χτύπαγε στη ράχη σα σαμάρι. Λυγίσαμε τη μέση. Μαζί με εμάς όλα τα δέντρα μας σκυφτά κι αυτά… Πίσω από αυτές τις αγκαθωτές απανωτές περιφράξεις πασχίζαμε να βαστάξουμε την υπόσταση και το βήμα μας. Κάναμε ν’ αντικρίσομε τις ακτίνες του ήλιου το πρωί κι άξαφνα βρισκόμασταν ζωσμένοι με άμετρα συρματοπλέγματα σαν κρύα δάκτυλα να δείχνουν εσένα από κάθε κατεύθυνση. Κι εσύ απορούσες κι αναρωτιόσουν αν επισήμαναν εσένα ή κάποιον άλλον. Όχι εσένα. Τί έφταιξα εγώ; Έλεγες. Τι έχουν με μένα;… Στις μέρες μας η σκέψη είχε αποβεί βλαβερή πολυτέλεια… Κι αυτές οι γυναίκες που ανηφόριζαν από τον κάμπο της αγγαρείας το απόβραδο ήταν φαντάσματα. Κι αυτά τα παιδιά που στριμώχνονταν έξω από τον κοινό φούρνο τα σούρουπα κι αυτός ο πιτσιρικάς που πλησίαζε οργώνοντας με τα βρώμικα χέρια του καλαμποκίσια μπομπότα – ήταν φαντάσματα… Στις μέρες μας αποφεύγαμε τους ανθρώπους. Γιατί δεν ξέραμε ποιος ο φονιάς και ποιος ο αδικημένος…
Για τον καθημερινό τρόμο της Ασφάλειας, της Sigurimi…
Εμείς κι αυτοί. Κι η ζωή κυλάει. Ένα δωμάτιο 2x3… Κι εγώ να κρύβομαι. Σβησμένο το φως. Κι οι γονείς στο ισόγειο. Έτοιμοι να απολογηθούν πως δεν ήρθα, να πουν ψέματα. Γιατί δεν είχα καθόλου διάθεση να παραβρεθώ μαζί τους, διότι ξέραμε από πριν τι θα λέγανε. Είχαμε ξοδέψει και τις τελευταίες σταγόνες της υπομονής… Δεν μπορούσαμε ούτε και να τους αντικρίζαμε. Κι ήταν πιο τίμια, λέγαμε, η αποχή μας. Αύριο πάλι θα βάζαμε όλες τις δυνάμεις μας να επαναφέραμε το πρόσωπό μας στα μέτρα τους, να τους μιλούσαμε, να τους χαμογελούσαμε, γιατί δεν είχαμε ξεχάσει, βλέπεις, ακόμα αυτή τη συνήθεια. Κι άλλο δεν τους γυρεύαμε. Να μας άφηναν τουλάχιστο να ’ταν δικές μας οι νύχτες… να μας δίνανε το δικαίωμα τουλάχιστον να μην τους βλέπαμε τις νύχτες. Κι είναι ν’ απορείς. Τόσο πολύ να το ποθούσανε. Τόσο πολύ να είχαν ανάγκη για την καταναγκαστική μας παρουσία…
Στη Φυλακή, στο κάτεργο του Burreli…
…ο ήλιος μοιάζει με κρατούμενο που αφαίρεσε από μόνος του μερικά δάχτυλα του χεριού του για να γλιτώσει τη γαλαρία… Πώς γίνεται να λάμπουν τόσα αστέρια αμέριμνα πάνω απ’ τα κεφάλια μας… Η συγκομιδή ήταν τόσο λίγη σε στίχους τούτα τα χρόνια, που διαλογίζομαι αν υπήρξα ποτέ, καθώς λένε, ποιητής. Οι δεσμοφύλακες γνώριζαν πιότερο από εμάς το σώμα μας, τις τσέπες μας και τα γραπτά μας…
Ο πόνος και τα διλήμματα της φυλακής…
Στη βρώμικη κουβέρτα του ουρανού τ’ αστέρια διάσπαρτα… Το φεγγάρι-τάφος ανοιχτός σε αναμονή. Ευλογημένος όποιος δεν πρόδωσε τον αδερφό. Όποιος έφερε το σπόρο της ζωής στα αδύναμα χέρια του σήμερα. Τον φίλο του τον παιδικό όποιος δεν μαχαίρωσε πισώπλατα τη νύχτα του τυφλού μακελάρη…
Οι ελπίδες σου;
Αν δεν έλπιζα πως θα ανταμώσουμε κάποτε και πως θα βρει λιγάκι θολό στ’ αυτιά σου η φωνή μου να ησυχάσει μια μέρα, ο χαμώρυγας της σιωπής θα κούρνιαζε αθόρυβα κάτω από τα πόδια μου μαδώντας ένα-ένα τα νύχια μου και τα δάχτυλα, μετά τις κάλτσες και τα παπούτσια υποσκάπτοντας όλες τις μυστικές ρίζες που με δένουν με τούτη τη γη και τους ανθρώπους Με κλαδεμένα πια τα χέρια και τα πόδια θα καταποντιζόμουν σαν άγαλμα σε καιρό σεισμού που κανείς δεν το πρόσεξε καθώς θα το ανάγειραν κάποιοι ασήμαντοι μάστοροι με τ’ ασήμαντα σύνεργά τους – οι γονείς μου. Ή και σαν δέντρο μαυρισμένο κι όρθιο να επιμένει με δυο κλαδιά βλάστησης να λαλήσει πάνω του ο κούκος την άνοιξη. Μα σκαμμένο ολότελα μέσα μεριά – όμοια με παρατημένη καλύβα καπνισμένη από τη φωτιά που άναψαν κάποιο χειμώνα βοσκοί για να λιάσουν τις κάπες τους…
Τι είχες στις «αποσκευές» σου και άντεξες 45 χρόνια;
Έγινα φύλλο αυγής και γρύλος – του κάμπου τραγούδι… Έτσι επιβίωσα χιλιετηρίδες τέσσερις θαμμένος κάτω απ’ τα χιόνια. Στην άσωτη νάρκη του πόνου θρεμμένος λίγο-λίγο σαν φίδι με χώμα… Ζωντανός είμαι και νεκρός ζωντανεύω. Με αίμα σφαγμένων ψυχών τρέφονται οι ελπίδες και τα όνειρα…
Κι η ποίηση το καταφύγιο…
Την πονάμε την ποίηση κι αν κανείς δεν ακούει κι αν χανόμαστε μόνοι στις γούβες του σήμερα, των αυτιών μας βουίζουνε τ’ άδεια κοχύλια. Την πονάμε την ποίηση σα γυναίκα που πάνε εξορία και κανείς δεν της κρένει… ανασαίνω κι επιμένω ακόμα με ένα κόκαλο ξερό περασμένο σφιχτά στα δόντια της απόφασης για να μην προδοθώ. Κι ένα δεύτερο στο δεξί μου για πένα να χαράζω τις λέξεις στο σιδερένιο καύκαλο του καιρού μου, πλάι στην αβάσταχτη ασφυχτική δυσοσμία της επαφής με τον δήμιο…