Εντυπωσιακά επίκαιρο και διαχρονικά ευπροσάρμοστο το βιβλίο του Δημήτρη Χατζή. Της Τζούλιας Γκανάσου.

Σε ορισμένες ιδιαίτερες στιγμές στην ιστορία της τέχνης ενός έθνους, εμφανίζονται ορισμένοι ξεχωριστοί άνθρωποι που αποτυπώνουν την ουσία της διαδρομής και αφήνουν πίσω έργα που έχουν τη δύναμη να επικοινωνήσουν με οποιονδήποτε ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου ή καταγωγής. Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης του Δ. Χατζή, αν και γράφτηκε πάνω από τριάντα χρόνια πριν, ανήκει σε αυτή την κατηγορία: παραμένει εντυπωσιακά επίκαιρο και διαχρονικά ευπροσάρμοστο μια και η δική μας «πόλη» δεν είναι ποτέ εντελώς οχυρωμένη, δεν είναι μόνο οικοδομικό κατασκεύασμα.

Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης εμφανίστηκε, εξαρχής, σε δύο γραφές: μια το 1953 από τον εκδοτικό οίκο «Νέα Ελλάδα» στο Βουκουρέστι, όπου ο συγγραφέας ήταν πολιτικός πρόσφυγας και μια το 1963 από την «Επιθεώρηση της Τέχνης» στην Αθήνα, ενώ ο Χατζής εξακολουθούσε να βρίσκεται αποκλεισμένος στην Ουγγαρία, «άπατρις» όπως δήλωνε. Από τότε ακολούθησαν πολλές συμπληρωματικές παρεμβάσεις του συγγραφέα και διάφορες εκδόσεις μέχρι να φτάσουμε στη μορφή που έχει σήμερα.

Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης αναγνωρίζεται όχι σαν μια συλλογή ξεχωριστών διηγημάτων, αλλά ως ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που τεμαχίστηκε για να ικανοποιεί την ανάγκη τής υποδειγματικής διήγησης. Πέρα από τον βασικό θεματικό άξονα, την πόλη που υπόκειται στους νόμους της αλλαγής (όχι απαραίτητα προς μια βελτιωμένη εκδοχή) και άλλοι άξονες συνδέουν τα διηγήματα, διαμορφώνοντας ένα ενιαίο αφηγηματικό σύνολο, π.χ. ο χρόνος που ξεκινά προπολεμικά και φτάνει ώς τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες (καμιά φορά θαρρείς και ως τις μέρες μας), το φαινόμενο της κρίσης που εκδηλώνεται δυναμικά σε όλα τα επίπεδα -ατομικό, τοπικό, εθνικό, διεθνές-, η κοινή ανθρωπογεωγραφία. Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης μεταφράζεται, έτσι, στο τέλος των παλιών επαγγελμάτων, στο τέλος των μικρών επιχειρήσεων, στο τέλος των αυθεντικών ανθρωπίνων σχέσεων, στο τέλος των ποιοτικών συνθηκών για την ανθρώπινη διαβίωση. Στον αντίποδα των πραγμάτων που τελειώνουν, ειρωνικά επιβιώνει ένα σύστημα αξιών που διατηρεί ακέραιο τον κομφορμισμό σε όλο του το μεγαλείο, στοιχείο το οποίο είναι πασιφανές και στο διήγημα Σαμπεθάι Καμπιλής, όπου το τέλος είναι όμοιο με το τέλος της πρόσφατης ταινίας του Μ. Χάνεκε Λευκή Κορδέλα, περί των κοινωνικών παραγόντων που οδήγησαν σε εκφράσεις ακραίου συντηρητισμού.

Σε αυτό το σημείο, κάποιοι μπορεί να σκεφτούν «καλές οι ιδέες, αλλά η γραφή του Χατζή έχει παλιώσει». Αυτοί ας ξεκινήσουν την ανάγνωση από το διήγημα Η θεία μας η Αγγελική και εάν δεν πεισθούν από τη μαστοριά και την οικονομία της γραφής, τις σπαρταριστές εικόνες και τη δεξιοτεχνία των περιγραφών των χαρακτήρων, αν δεν ζωντανέψει μπροστά τους κάποια αγαπημένη φιγούρα που έχουν χάσει, ας μη συνεχίσουν την ανάγνωση. Η ματιά του συγγραφέα είναι διεισδυτική, χωρίς να εμπεριέχει κρίσεις, ενώ καταφέρνει να συγκινεί παρ’ όλο που δίνει μια απόλυτα αντικειμενική ματιά τού κόσμου.

Ο Χατζής, αν και χρησιμοποιεί τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή, δεν αφήνεται σε ανεξέλεγκτες ψυχολογικές διεισδύσεις σε όλους τους ήρωες. Αντίθετα, ο αφηγητής μετουσιώνεται σε κοινωνικό «μάτι» που διατηρεί απαρέγκλιτα ένα επίπεδο αντικειμενικότητας και ενώ καιροφυλακτεί, διεισδύει στο πιο αντιπροσωπευτικό ανθρώπινο δείγμα για την ανάδειξη της εκάστοτε κατάστασης. Για αυτό, στο τέλος κάθε διηγήματος τα φώτα δεν σβήνουν, αλλά φωτίζουν τις πιο λεπτές πτυχές της ιστορίας.

Η κτητική αντωνυμία «μας» που συνοδεύει την πόλη στον τίτλο του βιβλίου, δημιουργεί έναν κώδικα επικοινωνίας ο οποίος μας εντάσσει στη μοιρολατρία της διήγησης. Κι ενώ ο αναγνώστης γνωρίζει ότι, παρά τη νοσταλγία που βιώνει, η αλλαγή είναι αναπόφευκτο κομμάτι της εξέλιξης, δεν παύει να αναρωτιέται τι συνιστά την τοπική ιδιαιτερότητα και πώς θα νιώσει όταν σε μια παγκοσμιοποιημένη πόλη δεν θα αναγνωρίζει, πλέον, τίποτα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!