Το ελληνικό σχολείο καταρρέει. Κατέρρεε ήδη πριν τα μνημόνια. Κι έρχεται τώρα το ίδιο το κράτος –όσο κι αν μοιάζει παράδοξο– να απαξιώσει ηθελημένα και συστηματικά τη σχολική εκπαίδευση· συμμορφούμενο, εννοείται, προς τις υποδείξεις.(*)
Όμως ας μην τα φορτώνουμε όλα στον νεοφιλελευθερισμό. Ειδικά εδώ στην Ελλάδα το μαγαζί ήταν άδειο από πιο πριν· απλώς τώρα ξηλώνουν και τα ράφια. Η βαθύτερη αιτία της σχολικής κατάρρευσης βρίσκεται πίσω, σε προηγούμενο χρόνο και σε βαθύτερο επίπεδο. Η τωρινή άνωθεν υποκινούμενη υποβάθμιση της γενικής εκπαίδευσης δεν είναι παρά ένας τρόπος αντιμετώπισης-διαχείρισης της εγγενούς κρίσης που ήδη μάστιζε το σχολικό σύστημα, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς.
Υπάρχουν μάλιστα πολλοί που ισχυρίζονται πως έχει έρθει το τέλος της γενικής σχολικής εκπαίδευσης όπως τη γνωρίζουμε από τη βιομηχανική εποχή και μετά. Και με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία (βλ. κυνισμό) μας καλούν να αναλογιστούμε μήπως το σχολείο «για όλους» δεν ήταν παρά ένα μικρό διάλειμμα (δύο-τριών αιώνων) στη μακραίωνη ανθρώπινη εξέλιξη. Σε ένα πράγμα πιθανόν να έχουν δίκιο: ότι ίσως είναι μια απ’ τις τελευταίες ευκαιρίες της ελληνικής κοινωνίας να αναρωτηθεί τί σημαίνει μόρφωση, αν πράγματι τη χρειάζονται τα παιδιά της, και ποιο σχολείο ή ποιος άλλος θεσμός θα τους την παρέχει και με ποιον τρόπο.
Γιατί ένα είναι βέβαιο. Πως το σημερινό ελληνικό σχολείο προσφέρει ίσως κάποιες γνώσεις –περισσότερες ή λιγότερες– όμως δεν μορφώνει. Έχει πάψει να το κάνει αυτό εδώ και κάποιες δεκαετίες. Και αν κάπως κάποτε το έκανε, και όσο το έκανε, αυτό δεν οφειλόταν πουθενά αλλού, παρά στον πατριωτισμό των εκπαιδευτικών· όσων είχαν τη διάθεση και την ικανότητα να αυτοσχεδιάζουν παραμερίζοντας τα επίσημα προγράμματα και τις άνωθεν υποδείξεις. Οι απόπειρες που έγιναν απ’ τη δεκαετία του 70 και μετά να εγκαταλείψουμε το παρωχημένο «εθνικοπατριωτικό σχολείο» με τις ουμανιστικές καταβολές και να προσαρμοστούμε στη νέα προοδευτική-τεχνοκρατική λογική του «σχολείου κοινωνικών και επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων» όχι μόνο δεν έλυσαν το πρόβλημα, αλλά το έκαναν βαθύτερο και πιο ριζικό.
Το ζήτημα έχει δύο πτυχές: την κοινωνικοοικονομική και την παιδαγωγική. Στο άρθρο αυτό θα σταθούμε στην πρώτη, που είναι ειδικά ελληνική, και θα επανέλθουμε στο επόμενο φύλλο του Δρόμου για να δούμε και τη δεύτερη, που είναι γενικότερη. Ίσως η δεύτερη είναι η πιο σημαντική, αλλά και η πρώτη έχει την αξία της, διότι είναι αυτή στην οποία κυρίως οφείλονται τα ειδικά χαρακτηριστικά που έχει η κρίση του ελληνικού σχολείου.
Η διπλή κοινωνικοοικονομική απαξίωση
Το σημερινό ελληνικό σχολείο είναι κατ’ ουσίαν διπλά απαξιωμένο: τόσο για την αγορά εργασίας όσο και για την κοινωνία. Και αν αυτό οφείλεται και στα κακά του ίδιου του σχολείου, οφείλεται όμως σε μεγάλο βαθμό και σε αυτά που συμβαίνουν έξω απ’ αυτό· στην προϊούσα αποσάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής οικονομίας.
Και η μελέτη επίσης είναι μια δουλειά, και μάλιστα επίπονη, με την ειδική εκπαίδευση που απαιτεί, όχι μόνο στο πνευματικό, αλλά και στο σωματικό επίπεδο, στο νευρικό και μυϊκό σύστημα: είναι μια διαδικασία προσαρμογής, είναι μια συνήθεια που κατακτάται με κόπο, πόνο, ακόμη και ανία. Η συμμετοχή ευρύτερων μαζών στη μέση εκπαίδευση τείνει να χαλαρώνει έναν απαιτητικό τρόπο μελέτης, και να προωθεί την ευκολία και το βόλεμα
Διότι την ώρα που οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες προσπαθούσαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να προσαρμοστούν στα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης, εμείς στην Ελλάδα, ιδιαίτερα απ’ τη δεκαετία του ‘90 και μετά, επιδοθήκαμε σε ένα αποσυνθετικό ιστορικό σημειωτόν, στρουθοκαμηλίζοντας ως έθνος, βυθισμένοι στις επιδοτήσεις και τα δάνεια, με όλα τα συμπαρομαρτούντα (πολιτιστικός εκβαρβαρισμός, νεοπλουτισμός νέας κοπής, κρατικοδίαιτος παρασιτισμός, διόγκωση της παραοικονομίας κλπ κλπ). Σε αυτό το κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον δεν είχαν θέση τα «τεχνοκρατάκια» και «διανοουμενάκια» που φιλοδοξούσε να παραγάγει το μοντέρνο μεταπολιτευτικό και μετασοσιαλιστικό σχολείο.
Σε ποιους να φανούν χρήσιμα; Στις προσωποπαγείς οικογενειακές μικροεπιχειρήσεις που επιβίωναν χάρη στο προσωπικό μόχθο, τις επιδοτήσεις και την παραοικονομία; Ή στις κατασκευαστικές των «μεγάλων έργων» και στις πολυεθνικές της κινητής τηλεφωνίας που δεν χρειάζονταν παρά χειρώνακτες διεκπεραιωτές και τους επιστάτες τους; Για να μη μιλήσουμε για την κατά παραγγελία δυσλειτουργική δημόσια διοίκηση. Για όλα αυτά οι αμόρφωτοι και οι ημιμορφωμένοι ήταν παραπάνω από επαρκείς. Οι άλλοι, αν δεν ήταν επικίνδυνοι, ήταν πάντως περιττοί.
Ανάλογα εξελίχθηκαν τα πράγματα όσον αφορά τις σχέσεις σχολείου-κοινωνίας. Όπως είναι γνωστό, έως και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ήταν ο σημαντικότερος μηχανισμός κοινωνικής ανέλιξης των κατώτερων και μεσαίων στρωμάτων. Στα χρόνια που ακολούθησαν, με δεδομένη την κοινωνικοοικομική ευμάρεια και ορθάνοιχτες τις πόρτες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η ελληνική κοινωνία θεωρούσε πως τα παιδιά της έχουν εξασφαλισμένο μέλλον. Αδιαφορώντας για το τί πραγματικά παίζεται στο εσωτερικό της εκπαίδευσης, τη θεωρούσε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο «κεκτημένο δικαίωμα». Τώρα, που το καμπανάκι της κρίσης την ξυπνά από τον μεταπολιτευτικό πανδημοκρατικό της λήθαργο, αρχίζει να βλέπει κατά μέτωπο αυτό που τόσα χρόνια αρνιόταν να συνειδητοποιήσει: πως το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν εξασφαλίζει τίποτα στους αποφοίτους του.
Συμπέρασμα
Το ελληνικό σχολείο δεν έχει πλέον ρόλο. Για κανέναν. Ούτε για την αγορά, ούτε για την κοινωνία· ούτε για την κρατούσα ελίτ. Υπάρχει από αδράνεια, σαν εθνική συλλογική φαντασίωση· χωρίς πραγματικό αντίκρισμα. Πράγμα που οδήγησε στην έμπρακτη εδώ και δυο τουλάχιστον δεκαετίες απαξίωση της εκπαίδευσης, που θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν το διαπλεκόμενο πολιτικό σύστημα δεν υπολόγιζε το «πολιτικό κόστος». Μόνο για τα μάτια των ευρωπαίων εταίρων τους οι εκάστοτε υπουργοί προσπαθούσαν να εφαρμόζουν ή να κάνουν πως εφαρμόζουν τις διάφορες εκσυγχρονιστικές ντιρεκτίβες, χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον. Με δεδομένη τώρα την κρίση και τις απαιτήσεις των δανειστών, το σχολείο, ως μέρος της γενικής εκπαίδευσης, δεν είναι για το κράτος τίποτα περισσότερο από ένα περιττό βάρος.
Κι αν ζούσαμε σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, η ιστορία θα τέλειωνε μάλλον εδώ. Όμως ζούμε στην Ελλάδα· και τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Διότι, θες σαν φετίχ, θες σαν ουσία, οι Έλληνες δεν θα πάψουν να προσβλέπουν στην παιδεία αυτή καθαυτή σαν σημαντικό αγαθό. Γεγονός που μας οδηγεί στην άλλη πτυχή της κατάρρευσης του σχολείου· την παιδαγωγική. … Θα συνεχίσουμε, συν Θεώ, στο επόμενο φύλλο.
(*) Για το σε τι ακριβώς συνίσταται η νεοφιλελεύθερη στρατηγική για την παιδεία και πώς την υπηρετεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ βλ. δύο παλαιότερα άρθρα μου στον Δρόμο, που γράφτηκαν με αφορμή τα μέτρα Φίλη για τις εξετάσεις στο Γυμνάσιο: «Οδεύοντας προς το νεοφιλελεύθερο σχολείο. Μπροστά ο Φίλης, πίσω ο Λιάκος και στο βάθος η Διαμαντοπούλου» (Δρόμος, φ. 324, 10/9/2016), και «Γιαγιά, γιατί φέτος θα με εξετάσεις σε λιγότερα μαθήματα; Για να σε κόψω καλύτερα παιδάκι μου!» (Δρόμος, φ. 325, 17/9/2016). Βλ. επίσης και «Αριστεία και Αριστερά» (Δρόμος, φ. 264, 23/5/2015).
* Ο Βασίλης Ξυδιάς είναι εκπαιδευτικός