Risorgimento σημαίνει «αναβίωση» και χαρακτηρίζει το κίνημα εθνικής αφύπνισης και ενοποίησης της Ιταλίας στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Στις μέρες μας –αν είναι επιτρεπτή μια μεταφορική χρήση του– μπορεί να σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό: την αναβίωση της κρίσης της Ευρωζώνης, στο θεσμικό και στο οικονομικό πεδίο, με ακρότατη πιθανή συνέπειά της όχι την ενοποίηση και ολοκλήρωσή της, αλλά την αποσύνθεση και τη διάσπασή της.
Για να είμαστε ειλικρινείς και ρεαλιστές αυτό δεν είναι το πιθανότερο σενάριο. Το σκηνικό σύγκρουσης που διαμορφώθηκε με την απόρριψη του ιταλικού προϋπολογισμού από την Κομισιόν και την προθεσμία τριών εβδομάδων που έδωσε στην κυβέρνηση Σαλβίνι-Ντι Μάγιο για «διόρθωσή» του στο πνεύμα της ορθοδοξίας του Συμφώνου Σταθερότητας προδιαθέτει μεν για μια θεσμική κρίση, αλλά η βούληση των κυρίαρχων της Ευρωζώνης κλίνει προς την προσπάθεια να αποφευχθεί με κάθε τρόπο.
Η γραμμή Ντράγκι
Ο Μάριο Ντράγκι, όχι ως Ιταλός με εθνικές ευαισθησίες, αλλά ως πραγματικό αφεντικό της Ευρωζώνης, διακήρυξε ως προτεραιότητα μια λύση συμβιβασμού. «Είμαι πεπεισμένος ότι Ρώμη και Βρυξέλλες θα καταλήξουν σε συμφωνία», είπε και το μήνυμα απευθύνθηκε σε όλους τους φανερούς και αφανείς εμπλεκόμενους: στην Κομισιόν, στο Eurogroup, στην ιταλική κυβέρνηση, στις αγορές. Οι τελευταίες έχουν επιδείξει μια παράδοξη αυτοσυγκράτηση. Μετά την αρχική εκτίναξη των αποδόσεων των ιταλικών ομολόγων στην περιοχή του 3,5%, αμέσως μετά την ανακοίνωση του ιταλικού προϋπολογισμού το οποίο με την πρόβλεψη ενός ελλείμματος 2,4% παραβιάζει σε πρωτοφανή έκταση τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας, έπαψαν να αντιδρούν σε κάθε επεισόδιο της διελκυστίνδας μεταξύ της ιταλικής κυβέρνησης και της Κομισιόν. Όσοι από το ιερατείο του ευρώ είχαν υπολογίσει ότι οι αγορές θα παίξουν τον ρόλο του τιμωρού της ιταλικής κυβέρνησης, ώστε να υποχρεωθεί να υποχωρήσει, μέχρι στιγμής έχουν διαψευσθεί. Όχι όμως από κάποιου είδους σεβασμό στην κυριαρχία της Ιταλίας, αλλά κυρίως λόγω της κάλυψης που προσφέρει η ΕΚΤ. Η οποία θα εξακολουθεί να αγοράζει ιταλικά ομόλογα στο πλαίσιο του QE μέχρι το τέλος του έτους, αλλά και μετά απ’ αυτό θα συνεχίσει να επανεπενδύει όσα ομόλογα παραμένουν στην κατοχή της. Άρα, το μήνυμα του Ντράγκι μεθερμηνεύεται περίπου ως εξής: «Βρείτε τα εσείς, κι εγώ αναλαμβάνω να κρατώ ήσυχες τις αγορές για όσο διάστημα χρειαστεί».
Σε τελική ανάλυση το δίλημμα που αντιμετωπίζει πρωτίστως η Κομισιόν είναι αν θα ασκήσει τις εξουσίες που της δίνει το Σύμφωνο να επιβάλει τιμωρητικά πρόστιμα στην Ιταλία, ή θα κάνει τα στραβά μάτια. Όπως τα έκανε το 2003 και 2004 με τις αποκλίσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας από τους δημοσιονομικούς στόχους του Συμφώνου. Αλλά και μόλις πέρσι, για την ίδια την Ιταλία
Το δίλημμα της Κομισιόν
Το πρόβλημα εξελίσσεται σε κατ’ εξοχήν πολιτικό. Γίνεται πρόβλημα κύρους και εξουσίας. Σε τελική ανάλυση το δίλημμα που αντιμετωπίζει πρωτίστως η Κομισιόν είναι αν θα ασκήσει τις εξουσίες που της δίνει το Σύμφωνο να επιβάλει τιμωρητικά πρόστιμα στην Ιταλία, ή θα κάνει τα στραβά μάτια. Όπως τα έκανε το 2003 και 2004 με τις αποκλίσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας από τους δημοσιονομικούς στόχους του Συμφώνου. Αλλά και μόλις πέρσι, για την ίδια την Ιταλία, στην οποία επιτράπηκε (αλλά με την προηγούμενη κυβέρνηση) να αυξήσει το έλλειμμά της στο 2,3%, σε μια εξαιρετικά διασταλτική ερμηνεία της ρήτρας ευελιξίας.
Ο ακροδεξιός Σαλβίνι και οι κυβερνητικοί εταίροι του, το Κίνημα των 5 Αστέρων, άρπαξαν αμέσως το πολιτικό πλεονέκτημα που τους έδωσε ο επικεφαλής της ΕΚΤ. «Να τα βρούμε με την Κομισιόν, αλλά βάσει των δικών μας θέσεων και όρων», δήλωσε ο Σαλβίνι, ενώ όλοι οι παράγοντες της ιταλικής κυβέρνησης ξεκαθαρίζουν ότι οι βασικές προβλέψεις του προϋπολογισμού δεν πρόκειται να αλλάξουν. Ποιο μπορεί να είναι το αντικείμενο μιας συνδιαλλαγής με την Κομισιόν, ώστε να μην εξελιχθεί η όλη υπόθεση σε μια πρωτοφανή θεσμική κρίση της Ευρωζώνης; Ενδεχομένως κάποια αλχημεία στην αξιολόγηση των κρατικών δαπανών που υπολογίζονται στο έλλειμμα και στο χρέος, ώστε να υπάρξει μια λογιστική μείωση του ελλείμματος που προβλέπει ο ιταλικός προϋπολογισμός χωρίς να αθετηθεί καμιά από τις εξαγγελίες της ιταλικής κυβέρνησης.
Τρεις πολιτικές παρενέργειες
Οι παρενέργειες, όμως, μιας τέτοιας επιλογής είναι πολλές:
Πρώτον, ανοίγει κερκόπορτα για γενικευμένη παραβίαση του Συμφώνου Σταθερότητας και από άλλες κυβερνήσεις της Ευρωζώνης που έχουν ανάλογες ανάγκες αποκλίσεων από τις ασφυκτικές προβλέψεις του, προκειμένου να «χαϊδέψουν» τα πολιτικά τους ακροατήρια.
Δεύτερον, δίνεται ευκαιρία πολιτικής αμφισβήτησης του Συμφώνου ως προς την ουσία και τη δεσμευτικότητά του. Πολύ περισσότερο που είναι ήδη ανοικτή η συζήτηση μεταρρύθμισης της Ευρωζώνης, βάσει της γαλλογερμανικής αντιπρότασης.
Τρίτον, την ευκαιρία ριζικής αμφισβήτησης του «ζουρλομανδύα» της Ευρωζώνης την έχουν αδράξει οι ακροδεξιές δυνάμεις, την ώρα που συντηρητικοί, σοσιαλιστές, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς, σιωπούν και απλώς παρακολουθούν. Ο Σαλβίνι, συνασπιζόμενος με άλλες ακροδεξιές δυνάμεις τύπου Λεπέν, αλλά και με ακροδεξιούς εταίρους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος όπως ο Όρμπαν, μπορεί να κάνει σημαία του τόσο μια κατά μέτωπον σύγκρουση με την Κομισιόν για τον ιταλικό προϋπολογισμό, όσο και έναν ενδεχόμενο συμβιβασμό μαζί της, που θα τον περιφέρει ως θρίαμβο στην Ιταλία, αλλά και σε άλλες χώρες ενόψει των ευρωεκλογών.
Οι θεματοφύλακες της Ευρωζώνης και των σχιζοειδών κανόνων της είναι αυτοεγκλωβισμένοι. Στο Eurogroup της 5ης Νοέμβρη θα υπάρχει η δυνατότητα να καταγραφεί πώς τοποθετούνται οι κυβερνήσεις, με τις ιδιαίτερες πολιτικές τους ατζέντες, απέναντι στο «ιταλικό ζήτημα». Κυβερνήσεις όπως της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ελλάδας, εν μέρει και η γαλλική, έχουν τους δικούς τους λόγους να επιδείξουν μια στοιχειώδη «αλληλεγγύη» προς την ιταλική κυβέρνηση. Ιδιαίτερα η ισπανική γιατί πρέπει να υπερασπιστεί και τη δική της μικρή απόκλιση από τους κανόνες του Συμφώνου, και πολύ περισσότερο η ελληνική που πρέπει να πείσει τους δανειστές να άρουν κάθε επιφύλαξη για τη μη εφαρμογή της περικοπής των συντάξεων και την πλήρη εφαρμογή των αντιμέτρων.
Η Μέρκελ μετά την Έσση…
Το μεγάλο ερώτημα είναι η στάση που θα τηρήσει η γερμανική κυβέρνηση, η οποία είναι αλλεργική στις αποκλίσεις από τους «κανόνες». Όμως, η ικανότητά της Μέρκελ να επιβάλει ομοιόμορφα και αυταρχικά το δόγμα της λιτότητας σε όλη την Ευρωζώνη, τουλάχιστον κατά τη δεκαετία της κρίσης, αντλούνταν από την αδιαμφισβήτητη ισχύ της εντός της ίδιας της Γερμανίας. Η ισχύς αυτή έχει κλονιστεί σοβαρά από τα αποτελέσματα των εκλογών στη Βαυαρία και αυτό πιθανότατα θα ενισχυθεί αύριο (Κυριακή, 28/10), στις εκλογές στην Έσση. Μια ακόμη ήττα των Σοσιαλδημοκρατών θα φέρει το SPD μπροστά στο ενδεχόμενο να αποχωρήσει από τον κυβερνητικό συνασπισμό και τη Μέρκελ να αναζητήσει νέους κυβερνητικούς εταίρους ή να κυβερνήσει με κυβέρνηση μειοψηφίας, όπως έχει υποδείξει ο Σόιμπλε. Παρότι η καγκελάριος είναι βέβαιο ότι θα επιδιώξει να μετατρέψει το πολιτικό της μειονέκτημα σε πλεονέκτημα, προβάλλοντας εαυτήν ως μοναδική εγγυήτρια της συστημικής σταθερότητας στη Γερμανία, δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορεί ή και θα θέλει να κάνει σε αυτή τη φάση επίδειξη πυγμής προς την Ιταλία και τους λοιπούς εταίρους στην Ευρωζώνη. Ο φόβος ολικής επαναφοράς της κρίσης φυλάει τα έρημα…