Το έγκλημα των Τεμπών αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί ένα ενεργό ρήγμα στην ελληνική κοινωνία. Ένα συμβάν που αποκάλυψε με τον πλέον τραγικό τρόπο τη γύμνια ενός κράτους και ενός πολιτικού συστήματος που δεν μπορεί (και στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρεται) να εγγυηθεί την ασφάλεια των ίδιων του των πολιτών. Τα Τέμπη συνεχίζουν να συγκινούν, να κινητοποιούν μια σημαντική μερίδα της ελληνικής κοινωνίας, συνεχίζουν να απελευθερώνουν δυνάμεις από τα συστημικά αφηγήματα και το μπλοκαρισμένο πολιτικό σκηνικό. Τα Τέμπη συνεχίζουν να αποτελούν ένα αγκάθι για το πολιτικό σύστημα, μια διαρκή πίεση προς την κυβέρνηση και τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα, φέρνοντας προ των ευθυνών τους πρόσωπα, κόμματα, θεσμούς και κρατούσες αντιλήψεις.
Ο δρόμος επιμονής στην απονομή της δικαιοσύνης που έχουν επιλέξει οι συγγενείς των θυμάτων, έχει εξαναγκάσει τις ίδιες τις αρχές (δικαστικές και ανακριτικές) να πράξουν όσα είχαν «παραλείψει» για τη διερεύνηση των συνθηκών του δυστυχήματος, έχει φέρει στο φως στοιχεία που είχαν φροντίσει να κρύψουν επιμελώς όσοι έχουν ευθύνες για το έγκλημα, έχει κινητοποιήσει ευρωπαϊκούς θεσμούς αλλά και ανεξάρτητες αρχές που έχουν υποχρέωση να ελέγχουν τη λειτουργία της δικαιοσύνης, έχει διατηρήσει στην επικαιρότητα ένα θέμα που θα είχαν θάψει τα ΜΜΕ υπό άλλες συνθήκες. Είναι κατά συνέπεια ένα χρήσιμος και αναγκαίος αγώνας, που δεν αφορά μόνο τους ίδιους αλλά όλη την κοινωνία.
Και όμως οι κυβερνώντες, μετά την «ατομική ευθύνη του σταθμάρχη», πέρασαν σήμερα στο «μαζί τους σκοτώσαμε», επιμένοντας να κατηγορούν όσους επιμένουν να θέτουν ενοχλητικά ερωτήματα, ως συνωμοσιολόγους. Γνωρίζουν πολύ καλά πως οι πολίτες γνωρίζουν τις εγκληματικές τους ευθύνες. Μέσα στην αλαζονεία τους επιλέγουν να θωρακίσουν τις θέσεις τους, να διασφαλίσουν το ακαταδίωκτό τους, να μας πείσουν ότι είναι τόσο ακλόνητη η εξουσία του καθεστώτος που οι πολίτες δεν μπορούν να κάνουν και πολλά για να αλλάξουν τα πράγματα και θα πρέπει να αποδεχτούν πως ακόμη και τέτοια τραγικά συμβάντα αποτελούν μέρος της νέας κανονικότητας.
Το ρήγμα των Τεμπών δημιούργησε την βαθιά πεποίθηση σε πολλούς ανθρώπους ότι χωρίς μια μεγάλη κοινωνική αλλαγή που θα βάλει τέρμα στη διάλυση, την αλαζονεία, την απαξίωση της ζωής είναι βέβαιο πως θα συνεχίσουμε να βιώνουμε τραγωδίες και μάλιστα όλο και πιο συχνά. Είναι βαθιά συνείδηση πολλών ανθρώπων, ότι για το πολιτικό σύστημα, για ένα πολιτικό προσωπικό που νομίζει πως έχει την ιδιοκτησία της χώρα και αντιμετωπίζει τους πολίτες ως υπηκόους, η ζωές των πολλών δεν έχουν και τόση αξία. Ρίχνουν μερικά κροκοδείλια δάκρυα και πάνε παρακάτω. Δεν συγκλονίζονται, δεν συγκινούνται, δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη, δεν παραιτούνται. Τους νοιάζει μόνο να σώσουνε την πάρτη τους, να χειριστούν επικοινωνιακά τη δυσαρέσκεια και να πάνε παρακάτω.
Μπροστά στην παραπάνω συνειδητοποίηση, μπορεί κανείς να μπλοκάρει, να μουδιάσει με την αναλγησία ενός κρατικού μηχανισμού, με την ποιότητα της πολιτικής και της δημοκρατίας. Μπορεί όμως και να σταθεί αλλιώς, όρθιος, επιλέγοντας με την προσωπική του πράξη και ενώνοντας τη δύναμη, τη φωνή, τη θέληση και την πράξη του με άλλους ανθρώπους, να αγωνιστεί για να μπει ένα φρένο στην πορεία αυτή. Η κινητοποίηση, η συλλογική έκφραση αυτής της κοινωνικής διαθεσιμότητας και θέλησης, η ικανότητά της να βρει δρόμους συγκρότησης είναι ένας κρίσιμος κρίκος, πλάι στις όποιες νομικές και θεσμικές προσπάθειες, ώστε μέσα από αυτό το ρήγμα να γεννηθούν οι δυνατότητες μιας άλλης πορείας για την χώρα, όπου το αδιανόητο δεν θα βαφτίζεται κανονικότητα και η ζωή θα είναι αξιοπρεπής και αξιοβίωτη