του Χριστόδουλου Δολαψάκη*
Είναι γνωστή σε όλους η λειτουργία του ρελέ διαφυγής ή απλώς ρελιέ: Το ρελέ ενεργοποιείται και «ρίχνει» την ασφάλεια όταν υπάρχει διαρροή ρεύματος πέρα από ένα όριο ώστε να αποφευχθεί ο θανατηφόρος κίνδυνος ηλεκτροπληξίας ή πυρκαγιάς. Η πολιτική των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, μεταξύ των οποίων και η ελληνική, είναι πολιτική τύπου ρελέ διαφυγής: όταν η πανδημία ξεφύγει πάνω από ένα όριο, θα ρίξουμε τις ασφάλειες εφαρμόζοντας π.χ. τοπικό lock down σε πόλεις ή ένα σύντομο γενικό lock down δύο εβδομάδων ή ακόμα και εκ νέου γενικό lock down. Όμως αποκρύπτεται πως το ηλεκτρικό δίκτυο είναι χαλασμένο και πως επιλέγεται αντί της επισκευής του η επένδυση στην αποτελεσματικότητα του ρελέ, προκειμένου να μη σταματήσουν να δουλεύουν οι ηλεκτρικές συσκευές.
Το όριο διαρροής, το όριο επέκτασης της πανδημίας για να πάρει μπρος το κυβερνητικό ρελέ δεν είναι απλά και μόνο ο αριθμός κρουσμάτων αλλά ένα όριο κυνικό. Είναι το όριο πέρα από το οποίο οι κυβερνητικές πολιτικές έχουν πολιτικό κόστος, η κοινή γνώμη αρχίζει να βράζει, εμφανίζεται οργή και κοινωνικές αντιδράσεις και χάνονται ψήφοι. Τόσο κυνικά. Το όριο διαφέρει από χώρα σε χώρα. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ίσως είχαν τη μεταφυσική ελπίδα ότι χωρίς καμία προετοιμασία ο ιός θα τους κάνει το χατίρι και δε θα ξαναχτυπήσει, ότι αυτό το όριο δε θα προσεγγιστεί ποτέ. Επιστρατεύθηκαν ανεδαφικές επιστημονικά και επικίνδυνες ηθικά θεωρίες περί «ανοσίας της αγέλης», υπήρξαν συμφωνίες και επίκληση στην «ανάγκη επανεκκίνησης της οικονομίας» προκειμένου το όριο να ξορκιστεί, να γίνει «πολύ δύσκολο, σχεδόν αδιανόητο» όπως δήλωνε ο πρωθυπουργός αρχές Οκτωβρίου.
Κυβερνητικά όρια και λοκ-ντάουν
Φαίνεται όμως ότι για την ελληνική κυβέρνηση φτάνουμε σε αυτό το όριο. Μόλις πριν δύο εβδομάδες, στις 13 Οκτωβρίου, ο κ.Μαγιορκίνης δήλωνε ότι η επιδημία σταθεροποιείται. Ήταν κακά πληροφορημένος ο επίκουρος καθηγητής επιδημιολογίας; Μάλλον «γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει»: ο πραγματικός στόχος της κυβέρνησης ήταν η σχετική σταθεροποίηση των διασωληνωμένων και μιας δεκάδας θανάτων κυρίως ηλικιωμένων «με συννοσηρότητες» καθημερινά. Το κυνικό όριο διαρροής ήταν η σταθεροποίηση των κρουσμάτων, ανεξαρτήτως αριθμού, λες και η εμπειρία δέκα μηνών πανδημίας δίδαξε ότι κάτι τέτοιο είναι πιθανό απουσία κατάλληλων μέτρων. Τώρα αρχίζει να κυκλοφορεί στα ΜΜΕ η πιθανότητα λοκ-ντάουν δύο εβδομάδων και λαμβάνονται μέτρα μίνι λοκ-ντάουν σε πόλεις και νομούς − είναι προκλητικό πως ακόμα και για τέτοια ζητήματα ζωτικής σημασίας εξακολουθούμε να στηριζόμαστε σε «διαρροές» από κυβερνητικές πηγές και όχι σε ειλικρινή και ανοιχτό διάλογο. Μόνο που όταν το ηλεκτρικό δίκτυο είναι ελαττωματικό, όταν η ασφάλεια πέφτει συχνά, οι ηλεκτρικές συσκευές καίγονται και το ρελέ δεν χρησιμεύει. Η επισκευή του δικτύου καθίσταται απαραίτητη.
Στην παρούσα φάση, με τέτοια έκταση μετάδοσης του ιού, η απόφαση για ένα σύντομο ή παρατεταμένο λοκ-ντάουν, εάν δε συνοδεύεται από άμεσα μέτρα εγκατάστασης ενός αποτελεσματικού, αποκεντρωμένου δικτύου ανίχνευσης, ιχνηλάτησης και ιατρικής παρακολούθησης κρουσμάτων ιδίως στις μεγάλες πόλεις ανά περιοχή ή δήμο και μέτρα στο επίπεδο της κοινωνίας, της εργασίας και της εκπαίδευσης που θα ελαττώνουν συνθήκες συγχρωτισμού και θα παρέχουν ασφάλεια και προστασία, το μόνο που στοχεύει είναι η περίφημη «σταθεροποίηση» αλά Μαγιορκίνη, δηλαδή μια πολιτικά −και όχι επιδημιολογικά− ελεγχόμενη κατάσταση.
Ο μόνος λόγος που δικαιολογείται ένα λοκ-ντάουν σήμερα πρέπει να είναι η προσπάθεια αναπλήρωσης της χαμένης ευκαιρίας του καλοκαιριού μέσω γενναίων μέτρων και όχι η πολιτική επιβίωση της κυβέρνησης. Αλλιώς ένα λοκ-ντάουν το μόνο που θα καταφέρει θα είναι μια προσωρινή μείωση στον αριθμό των νοσηλευομένων και των θανάτων και μια προσωρινή ανακούφιση των νοσοκομείων, η οποία θα αργήσει να επιτευχθεί, και θα ανατραπεί εκ νέου με την άρση του. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά μεταξύ της τωρινής περιόδου και της περιόδου του λοκ-ντάουν της άνοιξης: Η μεγάλη επέκταση του ιού δεν αφήνει περιθώριο για success story χωρίς γενναία μέτρα και αλλαγή πολιτικής. Με μία έννοια αυτό γίνεται αντιληπτό από τον κόσμο που αντιδρά στα σενάρια λοκ-ντάουν ακριβώς γιατί δεν συνοδεύονται από μέτρα ενίσχυσης και φροντίδας της υγείας, της εργασίας και της εκπαίδευσης, παρά λειτουργούν και ως «ευκαιρία» για την προώθηση πολιτικών περαιτέρω ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, μείωσης των μισθών και μετα-μοντέρνων μεταρρυθμίσεων τηλε-εκπαίδευσης, τηλε-εργασίας και τηλε-ζωής − ο πρωθυπουργός, ιδιαιτέρως χαρούμενος, χαρακτήρισε μόλις στις αρχές Οκτωβρίου τον ιό ως «ψηφιακό επιταχυντή».
Η μεγάλη επέκταση του ιού δεν αφήνει περιθώριο για κυβερνητικό success story χωρίς γενναία μέτρα και αλλαγή πολιτικής. Με μία έννοια αυτό γίνεται αντιληπτό από τον κόσμο που αντιδρά στα σενάρια λοκ-ντάουν ακριβώς γιατί δεν συνοδεύονται από μέτρα ενίσχυσης και φροντίδας της υγείας, της εργασίας και της εκπαίδευσης, παρά λειτουργούν και ως «ευκαιρία» για την προώθηση αντικοινωνικών πολιτικών
Συνεχίζεται το ψέμα και ο κυνισμός
Δυστυχώς δε φαίνεται από πουθενά κυβερνητική πρόθεση για αλλαγή πολιτικής στη διαχείριση της πανδημίας, έστω και την ύστατη στιγμή. Αντιθέτως συνεχίζεται το θράσος, το ψέμα και ο κυνισμός. Καμία αυτοκριτική για τις ευθύνες, καμία σεμνότητα απέναντι σε μια υγειονομική κρίση, συνεχείς παλινωδίες. Συνεχίζεται η απουσία ουσιαστικής και επικαιροποιημένης πληροφόρησης που θα βοηθούσε στην κατανόηση της δυναμικής της πανδημίας και στην εκπόνηση «αποκεντρωμένων» προτάσεων από κοινότητες, δήμους, δομές και συλλογικότητες. Ουδείς γνωρίζει πού γίνονται τεστ, με ποιο κριτήριο, κάτω από ποιον σχεδιασμό. Τη μια μέρα μαθαίνουμε ότι συνεργεία του ΕΟΔΥ πήγαν στην Ομόνοια, την άλλη στην πλατεία Αττικής, προχθές στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Μία περιοχή έγινε κόκκινη, μια άλλη πορτοκαλί και μια άλλη πράσινη. Ουσιαστικά ο κόσμος έχει αφεθεί μόνος του να ακούει για ένα εμβόλιο που είναι η μόνη ελπίδα και για την ατομική του ευθύνη, πηγή όλων των δεινών, η μόνιμη επίκληση της οποίας αποτελεί κοινό τόπο και μεταξύ των επιστημόνων, δημιουργώντας εκούσια ή ακούσια ένα προηγούμενο που μελλοντικά θα χρησιμοποιηθεί για να μεταμορφωθούν οι ασθένειες σε αποτέλεσμα ατομικών παραμέτρων: Αν στην ατομική ευθύνη οφείλεται κυρίως η τέτοια επέκταση του ιού και όχι στις κυβερνητικές πολιτικές, τότε αύριο ζήτημα ατομικής ευθύνης θα είναι και κάθε ασθένεια στην παθογένεια της οποίας υπεισέρχονται ατομικές συμπεριφορές.
Μπορεί η κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα να υποστούν τις αντίστοιχες, με την ευθύνη τους, θυσίες τις οποίες ζητάει ο κ. Τσιόδρας από τους πολίτες; Μπορεί ο κ. Μητσοτάκης να «θυσιάσει» την πολιτική του στον τομέα της υγείας, της εργασίας και της εκπαίδευσης για να σωθούν όσο το δυνατόν περισσότερες ζωές και να ενισχυθεί το σύστημα υγείας ή θα συνεχίσει να συγκρίνει απλά αριθμούς θανάτων με γείτονες χώρες λες και είμαστε σε θανατοδιαγωνισμό; Μπορούν οι «ευρέως γνωστοί» επιστήμονες να αναγνωρίσουν ότι η «ευφορία» τους για το success story της άνοιξης διευκόλυνε την κυβερνητική πολιτική και να πρωταγωνιστήσουν στην άσκηση πίεσης για τη λήψη μέτρων έστω και την ύστατη στιγμή θυσιάζοντας πιθανά την καριέρα τους; Μπορούν όσοι λόγω ηλικίας, εισοδήματος ή επαγγέλματος έχουν τη δυνατότητα, να θυσιάσουν την ασφάλειά τους για να βοηθήσουν αυτούς που έχουν ανάγκη;
Η αρνητική απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα θα μας καταδικάσει σε μια πολιτική ρελέ, το όριο διαφυγής του οποίου θα μεταφέρεται ολοένα σε περισσότερους θανάτους, σε περισσότερες ευπαθείς ομάδες, σε περισσότερους κλειστούς πληθυσμούς.
* Ο Χριστόδουλος Δολαψάκης είναι γιατρός ΕΣΥ, παθολόγος.