Οι αγορές αναγορεύτηκαν επίσημα σε πέμπτο επιτηρητή του Μνημονίου – Οι παρενέργειες της συνέργειάς τους με το ΔΝΤ, τη γερμανική ηγεσία, την ΕΚΤ και το «μοντέλο ανάπτυξης»

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

 

Από μιαν άποψη η έκδοση του νέου πενταετούς ομολόγου με επιτόκιο αισθητά μικρότερο από αυτό του 2014 ήταν επίτευγμα. Όχι στο πλαίσιο μιας στενά τεχνικής σύγκρισης ανάμεσα στα δυο εγχειρήματα -απ’ αυτή τη σκοπιά μπορεί κανείς να αντιτείνει τις πολλαπλάσιες προσφορές που έγιναν για το ομόλογο Σαμαρά (περί τα 20 δισ.) ή τα καλύτερα spreads έναντι των επιτοκίων των γερμανικών ομολόγων προ του QE.

Περισσότερο ενδιαφέρον έχει το πολιτικό πλαίσιο της τωρινής εξόδου στις αγορές: είναι μάλλον πρωτοφανές σε συνθήκες capital controls οι «αγορές» να αναλαμβάνουν το ρίσκο αγοράς χρέους, κι ακόμη πιο πρωτοφανές είναι να αγνοούν επιδεικτικά την εκτίμηση του ΔΝΤ ότι αυτό είναι «εξαιρετικά μη βιώσιμο», αλλά και την αντίστοιχη αμφιβολία που εκφράζει η ΕΚΤ, διατηρώντας τα ελληνικά ομόλογα εκτός ποσοτικής χαλάρωσης. Τον Απρίλιο του 2014 τόσο η ΕΚΤ όσο και το ΔΝΤ χαρακτήριζαν ακόμη, τυπικά τουλάχιστον, «βιώσιμο» το ελληνικό χρέος.

Αυτή η παραδοξότητα, εκ πρώτης όψεως, επιτρέπει μεν στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να αξιοποιεί στο έπακρο επικοινωνιακά την τεχνική επιτυχία της έκδοσης του ομολόγου, αλλά ταυτόχρονα προκαλεί μια κρίσιμη παρενέργεια: αναγορεύει τις αγορές, δηλαδή τα επενδυτικά κεφάλαια που κερδοσκοπούν πάνω στο κρατικό χρέος, κι αυτό αφορά και τους χαρακτηριζόμενους από την κυβέρνηση «στρατηγικούς επενδυτές», μαζί με τους «αναδόχους» και «διαχειριστές» των νέων ομολόγων –από το βαμπίρ των αγορών Goldman Sachs μέχρι τη Deutsche Bank- σε επιτηρητή της μνημονιακής συμμόρφωσης της κυβέρνησης. Με δεδομένη, μάλιστα, την δεδηλωμένη πρόθεση της κυβέρνησης να κάνει εντός του προσεχούς 12μήνου δυο ή τρεις επιπλέον δοκιμαστικές εξόδους, που θα συγχρονίζονται με τις αξιολογήσεις από την ευρωπαϊκή τρόικα και το ΔΝΤ, οι αγορές αναδεικνύονται de facto σε πέμπτο εταίρο του κουαερτέτου, που γίνεται… κουιντέτο.

 

Το ΔΝΤ περιμένει απαντήσεις

Αυτή η συνέργεια αγορών και δανειστών στις προσεχείς αξιολογήσεις, ιδιαίτερα την τρίτη που αναμένεται μετά τις γερμανικές εκλογές, μπορεί να δυσκολέψει απρόβλεπτα τον κυβερνητικό σχεδιασμό «επιστροφής στην κανονικότητα». Μια ρουτίνα στην οποία τις «επιτυχείς» αξιολογήσεις θα τις διαδέχονται «επιτυχείς» εκδόσεις ομολόγων προϋποθέτει ότι οι ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους θα απαντηθούν τους επόμενους μήνες, κι όχι στο τέλος του προγράμματος. Αν, για παράδειγμα, μετά τις γερμανικές εκλογές το ΔΝΤ δεν έχει πάρει τις απαντήσεις του στο θέμα των μεσοπρόθεσμων μέτρων του χρέους, είναι βέβαιο ότι θα επιχειρήσει να καλύψει το κενό με επιπλέον απαιτήσεις, στο πλαίσιο της τρίτης αξιολόγησης. Όχι μόνο «μεταρρυθμιστικές», όπως ήδη έκανε με την ανακοίνωσή του για την stand by συμφωνία, αλλά και δημοσιονομικές. Αυτό θα κινητοποιήσει σειρά κρίκων στην αλυσίδα της διεθνούς επιτήρησης, όπως οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης που έχουν υποσχεθεί αναβάθμιση στο προσεχές δωδεκάμηνο και στη συνέχεια τους ίδιους τους παίκτες της αγοράς ομολόγων, που τώρα έχουν ένα νέο ομόλογο να αγοράζουν, να πωλούν και να βαθμολογούν.

 

Οι πιθανοί εταίροι της Μέρκελ

Η ίδια συνέργεια μπορεί να έχει αρνητικές παρενέργειες στην περίπτωση που η γερμανική ηγεσία, μετά τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου, εγκαταλείψει το μειλίχιο και επαινετικό ύφος που υιοθέτησε εσχάτως ο Β. Σόιμπλε. Αυτό μπορεί να προκύψει στην περίπτωση που το κόμμα των Μέρκελ-Σόιμπλε χρειαστεί να συγκυβερνήσει με τους Φιλελεύθερους, συγκατοίκηση που οι δημοσκοπήσεις ευνοούν, δίνοντας της ένα αθροιστικό ποσοστό 48%, έναντι μόλις 39% μιας συμμαχίας SPD, Πρασίνων και Αριστεράς.

Οι Φιλελεύθεροι διατηρούν τη θέση τους υπέρ της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ και, γενικότερα, υπέρ μιας συντεταγμένης εξόδου των «μη ανταγωνιστικών» χωρών από την Ευρωζώνη, με ταυτόχρονη παραμονή τους στην Ε.Ε. Η θέση αυτή δεν βρίσκεται πολύ μακριά από τις θέσεις Σόιμπλε, κι αν επιβεβαιωθεί το σενάριο αυτής της συγκυβέρνησης, θα επηρεάσει αναπόφευκτα τη γερμανική στρατηγική για τη μετεξέλιξη της Ευρωζώνης. Κι εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας σκλήρυνσης της γερμανικής στάσης στις επερχόμενες αξιολογήσεις του αγαπημένου «πειραματόζωου» που δεν θα αφήσει ανεπηρέαστο τον πέμπτο εταίρο του κουιντέτου, τις αγορές.

 

Η απροσδιόριστη ΕΚΤ

Αντίστοιχο πρόβλημα μπορεί να προκύψει από την απροσδιόριστη ακόμη στάση της ΕΚΤ. Η Φρανκφούρτη παρακολούθησε από απόσταση ασφαλείας τη θερμή ενθάρρυνση της Κομισιόν και του ESM στη δοκιμαστική έξοδο. Ωστόσο, το Φθινόπωρο θα χρειαστεί να κρίνει αν τα ελληνικά ομόλογα είναι επιλέξιμα ή όχι για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, στο λίγο διάστημα που του απομένει.

Κι αυτό προϋποθέτει την πολυαναμενόμενη «ανεξάρτητη» αξιολόγηση του χρέους από την ΕΚΤ. Όπως και με το ΔΝΤ, η ηγεσία της ΕΚΤ έχει την ίδια απαίτηση από τους δανειστές για «σαφήνεια και συγκεκριμενοποίηση» στα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Χωρίς αυτά θα είναι αναγκασμένη να μεταδίδει αρνητικά μηνύματα στις αγορές για τα μη επιλέξιμα ελληνικά ομόλογα. Κι αυτές θα τα μεταφράσουν αναλόγως, ιδιαίτερα στο νέο ομόλογο που χαρακτηρίζεται ως το πέμπτο πιο εμπορεύσιμο της Ευρωζώνης.

 

Η «επιλεκτική ανάκαμψη»

Ωστόσο, το κυριότερο πρόβλημα της «συμμαχίας» με τις αγορές είναι ότι αυτές κάποια στιγμή θα κληθούν να αξιολογήσουν και πραγματικά, όχι μόνο εικονικά δεδομένα. Το εγχείρημα της εξόδου στις αγορές στηρίχτηκε στη βασική παραδοχή ότι, πέραν της μνημονιακής πειθάρχησης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, στην οποία επενδύει με συστηματικό σαρκασμό η ευρωπαϊκή ελίτ, η ελληνική οικονομία έχει μπει σε περιβάλλον ανάκαμψης. Οι εκτιμήσεις για την αναπτυξιακή επίδοση της Ελλάδας φέτος έχουν επανειλημμένα «κουρευτεί» από την Κομισιόν, το ΔΝΤ και άλλους παράγοντες, αλλά όλοι συναινούν σε μια αισθητή ανάκαμψη φέτος, περί το 1,5% του ΑΕΠ. Μέχρι στιγμής υπάρχουν αρκετές ενδείξεις γι’ αυτό, αλλά καμιά επίσημη καταγραφή.

Τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ έχουν καταγράψει μια αύξηση του ΑΕΠ 0,4% το πρώτο τετράμηνο, ενώ οι ισχυρότερες ενδείξεις προέρχονται από τον τζίρο της βιομηχανίας, που τον περασμένο Μάιο εμφάνισε ετήσια αύξηση 19%, από τις εξαγωγές, με αύξηση 25% σε ετήσια βάση και τη μικρή μείωση της εποχικής ανεργίας, κυρίως λόγω τουριστικού ρεκόρ. Το προφανές είναι ότι υπάρχει μια συνδυασμένη «εισαγόμενη» ανάκαμψη, που όμως ουδόλως στηρίζεται από την καταρρακωμένη από τη λιτότητα εσωτερική ζήτηση, καθηλωμένη ή μειούμενη εδώ και επτά χρόνια.

Η κυβερνητική «καμπάνια» υπέρ ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης, με τη σειρά συνεδρίων στις περιφέρειες και την αναζήτηση ελάχιστης «εθνικής συνεννόησης», όπως πρόσφατα στη Λαμία, υιοθετεί στην πράξη τη νεοφιλελεύθερη υπόθεση ότι η πολυπόθητη ανάκαμψη μπορεί να έρθει αποκλειστικά απέξω (η περίφημη «εξωστρέφεια»), χωρίς να χρειαστεί να αυξηθεί η εσωτερική ζήτηση, άρα και τα λαϊκά εισοδήματα, με διατήρηση της λιτότητας που, άλλωστε, έχει και νέες γερές δόσεις από το 2019 (μείωση συντάξεων και αφορολογήτου). Πρόκειται για τη συναντίληψη ΔΝΤ, Σόιμπλε και άλλων ιερέων της λιτότητας, που διακηρύσσουν ότι η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας μπορεί να έλθει μόνο μέσω της «εσωτερικής υποτίμησης», κυρίως της μείωσης των μισθών.

Αυτή η παραδοξότητα, που μεταμφιέζεται σε «μοντέλο ανάπτυξης», παρότι μπορεί να επιδράσει ευεργετικά σε κάποιους κλάδους της οικονομίας καταλήγοντας σε μια «επιλεκτική ανάκαμψη», συνολικά μπορεί να συμπιέσει την τελική αναπτυξιακή επίδοση. Κι αυτό οι αγορές, ο νέος οιονεί σύμμαχος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, θα το μετρήσουν πολύ αυστηρά, παρότι έχουν ελάχιστα να ρισκάρουν.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!