Το πρόβλημα του υπερτουρισμού είναι ένα διεθνές φαινόμενο που επιβαρύνει πολλαπλά τη ζωή των ντόπιων πληθυσμών και ταυτόχρονα το οικονομικό αντιστάθμισμά του δεν μπορεί να κριθεί συνολικά ικανοποιητικό. Στην παρούσα περίοδο αφορά κύρια τις ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα τις μεσογειακές καθώς και τα χιονοδρομικά θέρετρα για το χειμώνα, το οποίο σταδιακά επεκτείνεται συμπεριλαμβάνοντας και άλλες χώρες και περιοχές. Στις περιοχές υπερτουρισμού η ζωή γίνεται αφόρητη για τον ντόπιο πληθυσμό. Οι ντόπιοι δεν μπορούν να περπατήσουν την τουριστική περίοδο σε συγκεκριμένες περιοχές και όταν η τουριστική περίοδος ολοκληρώνεται και περνούν από εκεί βλέπουν μια έρημη περιοχή αφού το μεγαλύτερο μέρος των καταστημάτων απευθύνονται στους τουρίστες και συνεπώς είναι κλειστά.

Δείτε τι γίνεται σε μια σειρά νησιά της χώρας μας. Ο υπερτουρισμός που σημαίνει μεγαλύτερο τζίρο ανεβάζει τις τιμές με αποτέλεσμα τις οικονομικές συνέπειες να τις βιώνουν αρνητικά οι ντόπιοι των οποίων το εισόδημα δεν συνδέεται με τον τουρισμό. Δημιουργούνται θέσεις εργασίας για σχετικά σύντομη περίοδο αλλά μετά δεν υπάρχει συνέχεια ούτε δυνατότητα απορρόφησης αυτού του κόσμου από το σύνολο της οικονομίας. Είναι δεδομένο ότι δημιουργούνται οξυμένα προβλήματα ρύπανσης, ελλείψεις βασικών ειδών π.χ. νερό στα ελληνικά νησιά, πιέσεις σε βασικές τοπικές υπηρεσίες, ελλείψεις στέγασης και εκτίναξη του στεγαστικού κόστους λόγω αυξημένων ενοικίων αλλά και τιμών για τα ακίνητα. Ένα βασικό στοιχείο του ελληνικού στεγαστικού προβλήματος στην Αθήνα, τα νησιά και άλλες τουριστικού ενδιαφέροντος περιοχές είναι ο υπερτουρισμός. Η κατάληψη των παραλιών με ή χωρίς ομπρέλες από τους ξένους σε δυσαναλογία με το μέγεθος της περιοχής και τον ντόπιο πληθυσμό έχει σαν συνέχεια να εκτοπίζονται οι ντόπιοι και από τις παραλίες. Η αδυναμία των Ελλήνων πολιτών αστικών κέντρων να απολαύσουν κάποιες μέρες διακοπών ιδίως σε παραθαλάσσιες περιοχές τους καλοκαιρινούς μήνες αρχίζει να γίνεται κανονικότητα. Θυμηθείτε τις μας πρότεινε το 2024 ο γνωστός δημοσιογράφος, αβανταδόρος της κυβέρνησης Μητσοτάκη Αρ. Πορτοσάλτε για το θέμα αυτό: «Τα μπάνια του λαού δεν μπορούν να γίνονται μόνο τον Αύγουστο, πρέπει να χωράνε οι τουρίστες» και «…εμείς οι κάτοικοι αυτού του τόπου θα υποχωρούμε έναντι των τουριστών». Αντίστοιχα η βουλευτής της Ν.Δ., υπουργός τότε Σ. Βούλτεψη πρότεινε να μην πηγαίνουμε διακοπές στα νησιά!

Η σχέση αριθμού τουριστών προς ντόπιο πληθυσμό καταγράφει το μέγεθος του προβλήματος. Σύμφωνα με αναλύσεις (πρόσφατα το Bloomberg) οι περιοχές που καταγράφουν τους περισσότερος τουρίστες σε σχέση με τον ντόπιο πληθυσμό είναι τα ελληνικά νησιά, η βόρεια Κροατία (Ντουμπρόβνικ) και τα χιονοδρομικά χωριά του Τυρόλου της Αυστρίας. Όσον αφορά τον ανάλογο δείκτη ανά πόλη σε συνδυασμό και με την έκτασή της το Παρίσι είναι πρώτο μακράν από όλους με 400.000 επισκέπτες ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο που συνολικά είναι 20πλάσιοι από τον τοπικό πληθυσμό. Στην Αθήνα στο κέντρο της πόλης έχουμε 88.000 τουρίστες ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο.

Το φαινόμενο του υπερτουρισμού αφορά σε μεγάλο βαθμό την Ελλάδα αφού είναι μία από τις χώρες που το αντιμετωπίζουν στο μεγαλύτερο βαθμό. Αφορά τα νησιά και την Αθήνα και μερικώς άλλες περιοχές πχ. Κατάκωλο σε συνδυασμό με την Ολυμπία μέσω της κρουαζιέρας. Προηγούμενα αναφέρθηκαν κάποια ενδεικτικά στοιχεία και παραδείγματα. Ο χώρος του άρθρου δεν μας επιτρέπει να προχωρήσουμε σε περισσότερες καταγραφές. Προχωράμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αν τα έσοδα και η γενικότερη πορεία της οικονομίας δικαιολογούν μια τέτοια κατάσταση «Εάν θέλουμε ο τουρισμός να μας φέρνει 20+ δισ. ευρώ ετησίως» όπως είπε ο Αρ. Πορτοσάλτε.

Τουριστικά μεγέθη βιτρίνα και πραγματικότητα

Τόσο η κυβέρνηση όσο και τα συμφέροντα που συνδέονται με τον τουρισμό προβάλλουν μόνιμα και σχεδόν αποκλειστικά δύο βασικά στοιχεία των τουριστικών μεγεθών. Το συνολικό αριθμό αφίξεων και τη συνολική δαπάνη που συμβάλει στη μεγέθυνση του ΑΕΠ και αν προχωρήσουν την ανάλυση φτάνουν μέχρι τη δαπάνη ανά επισκέπτη χωρίς να μπαίνουν σε αναλύσεις ποιοτικών στοιχείων που συνδέονται με τα εν λόγω μεγέθη.

Μετά την πανδημία η κυβέρνηση και τα σχετικά συμφέροντα προβάλλουν τη συνεχή και μάλιστα σημαντική αύξηση του αριθμού των τουριστών στη χώρα μας καθώς και των συνολικών δαπανών που πραγματοποιούν. Για το 2025 προβλέπουν νέα ρεκόρ και πανηγυρίζουν για την καλή πορεία του τουρισμού και τη συμβολή του στην καλή πορεία της οικονομίας. Όμως από την ειδικότερη ανάλυση των στοιχείων, όπως τα παρουσιάζει η Τράπεζα της Ελλάδος, τα συμπεράσματα όχι μόνο δεν δικαιολογούν θριαμβευτικά σχόλια αλλά δημιουργούν έντονους προβληματισμούς και καταγράφουν μελλοντικά προβλήματα.

Διαδήλωση στη Μάλαγα της Ισπανίας ενάντια στον υπερτουρισμό

Ειδικότερα:

Η μέση ημερήσια δαπάνη ανά τουρίστα είναι περιορισμένη διαχρονικά: Το 2019 που ήταν το καλύτερο τουριστικό έτος πριν την πανδημία του κορωνοϊού η μέση ημερήσια δαπάνη ήταν 79,6 ευρώ. Το 2024 που ήταν ένα πολύ καλό έτος έφτασε τα 89,7 ευρώ, δηλαδή σημείωσε αύξηση 12,7%. Την ίδια περίοδο ο πληθωρισμός στην Ελλάδα (μέση ετήσια τιμή Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) ήταν 16,5%. Συνεπώς στην περίοδο 2019-2024 σε πραγματικούς όρους, έχοντας αφαιρέσει τον πληθωρισμό, η μέση ημερήσια δαπάνη ανά τουρίστα έχει μειωθεί προσεγγιστικά κατά 3,8%. Εξυπηρετούμε περισσότερους τουρίστες με μικρότερη δαπάνη.

Οι μέρες παραμονής ανά επισκέπτη στην Ελλάδα μειώθηκαν: Την ίδια περίοδο οι τουρίστες μείωσαν σημαντικά τις μέρες παραμονής τους στην Ελλάδα. Από 7 ημέρες το 2019 σε 5,9 ημέρες το 2024 δηλαδή η μείωση ήταν 15,7%.

Σημαντικό μέρος της τουριστικής δαπάνης αφορά εισαγόμενα προϊόντα: Ακόμα όμως και αυτές οι δαπάνες δεν δημιουργούν εισόδημα για την Ελλάδα καθώς συνδέονται με κατανάλωση εισαγόμενων προϊόντων. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα εποχιακά τουριστικά καταστήματα όπου το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των πωλούμενων προϊόντων είναι εισαγόμενα. Το αντίστοιχο ισχύει για τα τρόφιμα που ταΐζουν τους τουρίστες οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες που έχουν συμβάσεις με μεγάλους tour operators. Σε αυτό έχει γίνει μια μεγάλη προσπάθεια σε κάποιες περιοχές να βελτιωθεί υπέρ των τοπικών προϊόντων κάτι το οποίο σταδιακά αλλά με αργά βήματα βρίσκει ανταπόκριση. Σε μελέτη του Σπύρου Μαγκλιβέρα στα μέσα της δεκαετίας του ’80 αποδεικνύεται, με τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία εκείνης της μέσω των πινάκων εισροών-εκροών της ελληνικής οικονομίας, ότι από τη συνολική τουριστική δαπάνη ένα ποσοστό της τάξης του 70% (!) πήγαινε σε εισαγωγές. Δηλαδή η τουριστική δαπάνη σε περιορισμένο ποσοστό σημαίνει δημιουργία εισοδήματος για την Ελλάδα, αφού συνδέεται με μη εξειδικευμένες υπηρεσίες. Το μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης είναι προϊόντα εξωτερικού.

Συμπεράσματα

–  Ο υπερτουρισμός δημιουργεί μεγάλα προβλήματα κοινωνικά και οικονομικά, γι’ αυτό και έχουν αρχίσει και δημιουργούνται κινηματικές δράσεις ποικίλων μορφών για την αντιμετώπισή του. Διεθνώς τα μέτρα που έχουν ληφθεί δεν έχουν αποδώσει ουσιαστικά αποτελέσματα μέχρι σήμερα καθώς δεν αντιμετωπίσουν το πρόβλημα στην ουσία του αλλά αναζητούν λύσεις με έμμεσο τρόπο.

–  Στην Ελλάδα το φαινόμενο του υπερτουρισμού έχει λάβει ακραίες διαστάσεις και αποτελεί διεθνώς καταγεγραμμένο φαινόμενο. Η κυβέρνηση στηρίζει το μοντέλο του υπερτουρισμού αφού δημιουργεί μεγέθη που προσπαθεί να αξιοποιήσει αδιαφορώντας για τις μεγαλύτερες αρνητικές συνέπειες τώρα και κυρίως στο μέλλον. Τα όποια μέτρα παίρνει π.χ. για το Airbnb είναι επικοινωνιακού χαρακτήρα, για να καθησυχάσει τους πολίτες και δεν αποτελούν λύση.

–  Για την Ελλάδα η συνέχιση και μεγέθυνση του φαινομένου της στήριξης στον υπερτουρισμό θα έχει αρνητικές συνέπειες για το μέλλον σε κοινωνικό επίπεδο, στον τομέα τουρισμού καθώς και στις προοπτικές της οικονομίας λόγω μονομερούς κατεύθυνσης των επενδύσεων στον συγκεκριμένο χώρο άμεσα ή έμμεσα με συνέπεια την πλήρη αποδυνάμωση του άμεσα παραγωγικού τομέα της οικονομίας (αγροτική και βιομηχανική παραγωγή).

–  Όπως έχουμε καταγράψει παρά πολλές φορές λύσεις υπάρχουν αλλά απαιτούν ένα άλλο μοντέλο οικονομίας με διαφορετικό προσανατολισμό.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!