Οι δύο παράλληλες διαδικασίες που προωθούνται ενεργά το τελευταίο διάστημα –ελληνοτουρκικές διερευνητικές συνομιλίες και πενταμερής διάσκεψη για το Κυπριακό– συνδέονται στενά.

Στους σχεδιασμούς τόσο της Τουρκίας όσο και ισχυρών ξένων κέντρων (Γερμανίας, Αγγλίας αλλά και ΗΠΑ κατά περίπτωση) η προώθηση «λύσης» του Κυπριακού παρουσιάζεται πιεστικά σαν προαπαίτηση για την οποιαδήποτε διευθέτηση στα ελληνοτουρκικά. Πολύ συχνά μάλιστα τέτοιες πιέσεις μεταφέρονται στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό σαν αμετάθετες τάχα «σταθερές» που ορίζουν τις εξελίξεις. Μια πρόσφατη σχετική αναφορά του Ευ. Βενιζέλου στο MEGA είναι χαρακτηριστική.

Πώς πορεύεται η κυβέρνηση

Η κυβερνητική επίσημη επανερχόμενη επωδός σχετικά με το περιεχόμενο των διερευνητικών ότι «συζητάμε μόνο για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ» είναι εξ αρχής υπονομευμένη και σε μεγάλο βαθμό παραπλανητική. Για να γίνει αντιληπτή η κατάσταση: Το αν και σε τι εύρος θα διαθέτει η Τουρκία υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ στο Αιγαίο εξαρτάται άμεσα από το μέγεθος των χωρικών υδάτων συγκεκριμένων ελληνικών νησιών και από το σε ποιόν ανήκουν μια σειρά βραχονησίδες και μικρά νησιά (κυρίως στην περιοχή Σάμου, Ικαρίας και Δωδεκανήσων). Η πίεση από τουρκικής πλευράς αλλά και γερμανικής επίσης, αφορά ακριβώς αυτά τα θέματα, και η αμερικανική και νατοϊκή επιδίωξη για διχοτόμηση του ελέγχου του Αιγαίου πάνω στον 25ο Μεσημβρινό (στη Σκύρο) ρίχνει και αυτή το βάρος της στην ίδια κατεύθυνση.

Η κυβέρνηση συνεχίζει τη μακρά πολιτική της αποχής από ενέργειες απαραίτητες για την ενίσχυση της θέσης της χώρας έναντι αυτών των αναθεωρητικών επιδιώξεων. Ούτε καν το «κλείσιμο των κόλπων» και ορισμός γραμμών βάσης δεν αποτολμάται, ούτε καν επίσημη καταγγελία στον ΟΗΕ του τουρκολιβυκού συμφώνου, πολύ περισσότερο ενέργειες για την υποστήριξη της επέκτασης των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο.

Στο Κυπριακό, παρόμοια κατάσταση αδυναμίας. Η τουρκική προτίμηση φαίνεται να παραμένει η αντικατάσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας από ένα επιτηδευμένα μη βιώσιμο κρατικό μόρφωμα συνομοσπονδίας έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ο έλεγχός του από την Τουρκία. Κι ας προβάλλεται αυτή τη στιγμή η λύση δύο χωριστών κρατών ως πρόσθετος μοχλός πίεσης. Η Αγγλία είναι σταθερά ο στυλοβάτης και αρχιτέκτονας τέτοιων «λύσεων» υπονόμευσης της Κυπριακής Δημοκρατίας από τη γέννησή της ενώ η στάση των ΗΠΑ και της Ε.Ε. αφήνουν ευρύτατα περιθώρια στην Τουρκία. Βέβαια τα όρια επέκτασης της Τουρκίας μπορεί να επηρεαστούν εν τέλει και από γενικότερες επιλογές των Μεγάλων Δυνάμεων, πάντως οι όποιες εξελίξεις συμβαίνουν σε ένα ιδιαίτερα ασαφές και ρευστό διεθνές τοπίο που της αφήνει κατ’ αρχήν άφθονο χώρο. Και στο τοπίο αυτό, η ελληνική και η ελληνοκυπριακή πλευρά προσέρχονται πολλαπλά αφοπλισμένες. Και αυτή η αφοπλιστική παθητικότητα είναι υποβαλλόμενη από τον εξωτερικό παράγοντα και εμπεδωμένη από ένα πολιτικό σύστημα λειτουργικά συνυφασμένο να βλέπει τα όριά του σε μια τέτοια στάση.

Ανησυχία για μεγάλες εσωτερικές κοινωνικές αντιδράσεις

Όσο προχωρούν αυτές οι διαδικασίες, γίνεται εμφανέστερο ότι το πολιτικό σύστημα βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση να επικυρώσει συμφωνίες και διευθετήσεις που απαιτούν «πολιτικά δυσβάσταχτη» ενδοτικότητα. Έτσι οι προτεραιότητές του, όπως κάποιες φορές άλλωστε ομολογείται, βλέπουν «προς τα μέσα»: Προς την ανάγκη να ελεγχθούν και να αποσβεστούν κοινωνικές αντιδράσεις μεγάλης κλίμακας. Η οικοδόμηση από την κυβέρνηση όρων καθεστώτος καταστολής σχετίζεται άμεσα και με αυτούς τους φόβους. Ο πολιτικός κόσμος γενικότερα εξορκίζει και φοβάται τις αλλεπάλληλες στιγμές-αναλαμπές μεγάλων κοινωνικών συσπειρώσεων των τελευταίων χρόνων και κάνει ό,τι μπορεί ώστε να συναντήσουν αυτές τη μέγιστη δυσκολία στο να πάρουν πολιτική έκφραση και να εδραιώσουν ένα πολιτικό αποτύπωμα. Έχουν κάνει πολλή δουλειά γι’ αυτό και οι δύο πόλοι. Δεν είναι τυχαίο που η πολιτική αρχιτεκτονική που έχει προωθηθεί βήμα-βήμα, εξασφαλίζει για την ώρα τη μη εμφάνιση αντιπολίτευσης. Δυσφορία κοινωνική υπάρχει βέβαια σημαντική αλλά παρά τα κάποια σποραδικά σκιρτήματα «σιγεί» και οι δυνατότητές της να αποκτήσει αντιπολιτευτική πολιτική φωνή είναι σε σημαντικό βαθμό μπλοκαρισμένες.

Κατάληψη του «κέντρου» της πολιτικής ζωής από έναν επιθετικό πυρήνα απροκάλυπτου ενδοτισμού

Ένας πυρήνας με πυκνές οριζόντιες διασυνδέσεις-συνεννοήσεις και με τους δύο πόλους του πολιτικού συστήματος, που τον απαρτίζουν ποικίλα πολιτικά περιβάλλοντα (Σημίτης, Ντ. Μπακογιάννη, Ευ. Βενιζέλος) και ευρύτεροι πολιτικοκοινωνικοί παράγοντες (ΕΛΙΑΜΕΠ και πανεπιστημιακοί κύκλοι που περιλαμβάνουν σε περίοπτες θέσεις και διάφορες εκδοχές της ανανεωτικής ευρωπαϊστικής «αριστεράς») κάνει την κύρια δουλειά για την προώθηση μιας επιθετικής ενδοτικής γραμμής «προς τα μέσα» επιζητώντας να παρουσιάσει σαν μονόδρομο την αποδοχή των όσων σχεδιάζονται. Σε σημείο που συχνά τα επιχειρήματα καταλήγουν να είναι εκείνα του «συνηγόρου της απέναντι πλευράς». Έχουμε αναφερθεί σε αυτή την όψη εκτενώς σε προηγούμενα σημειώματα. Μια πλευρά αξίζει να την επισημάνουμε όμως γιατί την κάνουν ιδιαίτερα επίκαιρη οι εξελίξεις. Γίνεται συνεχώς μνεία στην ανάγκη να ξεπεραστεί η «συσσωρευμένη αδράνεια ετών» και επιτέλους να αναληφθούν «ενεργητικές» πρωτοβουλίες. Συσκοτίζοντας τον χαρακτήρα αυτής της «αδράνειας» –που στην πραγματικότητα είναι η παθητικότητα-υποτέλεια με όλα τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε νωρίτερα– και παρακάμπτοντας ότι αυτοί οι ίδιοι ήταν τις περισσότερες φορές οι φορείς της. Και χαρακτηρίζοντας ως «ενεργητικότητα» τη σπουδή για ταχεία ευθυγράμμιση με τους καταστροφικούς αναδασμούς που θέλουν να επιβάλουν τα ίδια ξένα κέντρα σήμερα μέσα στην «ευκαιρία» που τους δίνει η παρούσα δυσμενής διεθνής κατάσταση.

Η ένταση του μοτίβου αυτού λέει πολλά για τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα επιβολής λύσεων και για τα κέντρα που «βιάζονται» περισσότερο (σε πρώτο ρόλο φαίνεται να είναι το γερμανικό). Αυτό το «τελειώνετε άμεσα» είναι που γίνεται προσπάθεια να νομιμοποιηθεί εσωτερικά. Και επανέρχεται σταθερά και σε εκβιαστικό τόνο ότι τώρα είναι τάχα «η τελευταία ευκαιρία», ότι στο μέλλον οι όροι δεν μπορεί παρά να είναι μονόφορα δυσμενέστεροι.

Το πολιτικό σύστημα βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση να επικυρώσει συμφωνίες και διευθετήσεις με την Τουρκία που απαιτούν «πολιτικά δυσβάσταχτη» ενδοτικότητα. Έτσι οι προτεραιότητές του βλέπουν «προς τα μέσα»: Προς την ανάγκη να ελεγχθούν και να αποσβεστούν κοινωνικές αντιδράσεις μεγάλης κλίμακας

Αντιδράσεις και πολιτικές ζυμώσεις στον δεξιό πόλο

Σίγουρα δεν είναι «κεραυνός εν αιθρία» οι πληροφορίες που αφέθηκε να διαρρεύσουν για την ίδρυση κόμματος που αυτοί που το ετοιμάζουν το παρουσιάζουν σαν πατριωτικό, σαν ενάντιο στην προωθούμενη ενδοτικότητα, σαν ενωτικό-πολυσυλλεκτικό (από τη λαϊκή δεξιά μέχρι τις παρυφές της αριστεράς) και σαν αντισυστημικό ταυτόχρονα. Το ποιά ζήτηση φιλοδοξεί να καλύψει ένα τέτοιο εγχείρημα (αν ιδρυθεί βεβαίως) εύκολα γίνεται αντιληπτό. Είναι μεγάλος ο κοινωνικός χώρος που δυσφορεί ενώ το πατριωτικό και ο κλονισμός της εμπιστοσύνης προς τον πολιτικό κόσμο –που έχει ρημάξει τη χώρα όλα αυτά τα χρόνια– διαθέτουν μια υπολογίσιμη δυναμική.

Όμως από την άλλη, τα όσα θέτει η ένταση της απειλής με την Τουρκία είναι άλλης κλίμακας δυσκολίας συγκρινόμενα με το Μακεδονικό. Η χειραγώγηση απ’ όλο το πολιτικό σύστημα σε αλληλοσυμπληρούμενους ρόλους, και τελικά η ενσωμάτωση που υπέστη αυτή η κινητοποίηση επίσης βαρύνει.

Ο κυβερνητικός χώρος αισθάνεται και «από τα μέσα» την πίεση που ασκούν τμήματα της εκλογικής του βάσης. Πέραν της περίπτωσης Α. Σαμαρά που έχει τα δικά της χαρακτηριστικά και διαδρομή και φαίνεται να επιδιώκει τη διεκδίκηση ενός χώρου σε ένα πολιτικό σκηνικό που μάλλον εκτιμά ότι θα ανασχηματιστεί υπό την πίεση των εξελίξεων (στα εθνικά και στην οικονομία), και άλλες φωνές επιζητούν να καταγραφούν τελευταία ως δυσφορούσες και οριοθετούμενες από κυβερνητικές επιλογές που εκτιμάται ότι θα κοστίσουν πολιτικά (π.χ. περίπτωση Θ. Φορτσάκη).

Η συριζική πτέρυγα και η κεντροαριστερά

Στον ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχεί η γραμμή «Πρέσπες παντού» που συνοψίζει την κατ’ αρχήν συναίνεση στην κυβερνητική ενδοτική διαχείριση. Κοινή επίσης και εξηγήσιμη είναι η λυσσώδης επίθεση απέναντι στη λαϊκή κινητοποίηση για το Μακεδονικό. Από ‘κει και πέρα αρχίζουν οι παραλλαγές και οι διαφορετικές ταχύτητες. Ο Αλ. Τσίπρας και οι προεδρικοί έχουν τους δικούς τους όλο και πιο αυτόνομους πονοκεφάλους. Είναι ζωτικό για το ξεπέρασμα της εμπεδωμένης αναξιοπιστίας τους να πιέζουν τον Κ. Μητσοτάκη να τους «νομιμοποιήσει» για το ρόλο που έπαιξαν στο Μακεδονικό. Σε αυτή την προσπάθεια επιχειρούν να μοχλεύσουν τη στάση Α. Σαμαρά. Δύο πράγματα είναι χαρακτηριστικά: α) Η αμφίσημη προβολή της ανάγκης για αποσαφήνιση των «κόκκινων γραμμών». Ενώ η φράση αφήνει να εννοηθεί οργάνωση άμυνας, στην πραγματικότητα δίνει σήμα για ενιαία συναίνεση σε ενδοτική βάση με το βλέμμα στραμμένο στην ανάγκη κατανομής του πολιτικού κόστους. Και επιπλέον μεταφέροντας κάποιες στιγμές την εξωτερική πίεση για εγκατάλειψη τυχόν τακτικών κινήσεων από πλευράς Μητσοτάκη για κέρδισμα χρόνου. β) Η στροφή των ελπίδων στην πολιτική που θα ακολουθήσουν οι ΗΠΑ με τη νέα διοίκηση Μπάιντεν, στάση που δείχνουν ότι ακολουθούν και άλλοι όπως ο Ευ. Βενιζέλος μέσα στο δικό του ιδιαίτερο πλαίσιο. Τα μοτίβα μιας πολιτικής που παρέπαιε ανάμεσα στο ΔΝΤ και την Ε.Ε. εκτιμώντας την κάθε πλευρά εναλλάξ σαν στήριγμα δείχνει να επαναλαμβάνεται.

Ένα ευρύ φάσμα (από τους «53», μέχρι τα σημιτικά και δημαρίτικα κομμάτια) αλλά και κάποια από τα διάφορα ΠΑΣΟΚ και ο ΓΑΠ, όλο και περισσότερο δίνουν μηνύματα διάθεσης μετασχηματισμού σε μια «κανονική» κεντροαριστερά (χωρίς τα «βαρίδια» μιας προηγούμενης ριζοσπαστικής αναφοράς). Σε αυτό το πλαίσιο είναι συστηματικά τα σήματα που δίνονται για εξασφάλιση πλειοψηφιών μπροστά σε επώδυνες αποφάσεις. Συνοπτικά το μοτίβο είναι η προβολή του διλήμματος: Αυτός ο «διάλογος» είναι μονόδρομος αλλιώς υπάρχει χώρος μόνο για «πόλεμο». Βεβαίως όλα αυτά μέσα σε ένα ρευστό τοπίο διασταυρούμενων επιδιώξεων για το ποιοί και πόσο θα κουμαντάρουν.

Κανένα πολιτικό σύστημα δεν θέλει να αυτοκτονήσει

Βέβαια η πρόσδεση των ελληνικών πολιτικών ελίτ στις «συμμαχικές» επιταγές δεν αποκλείει κάποιες κινήσεις που μπορούν να αντισταθμίσουν την τουρκική επιθετικότητα. Ιδιαίτερα μέσα στο σημερινό χαοτικό τοπίο πολλαπλών ανταγωνισμών Μεγάλων Δυνάμεων τέτοια περιθώρια δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Οι τελευταίες κινήσεις προσέγγισης με τη Γαλλία έχουν σημαντική βαρύτητα αλλά ακόμα και η συμμετοχή σε άξονες που περιλαμβάνουν Αίγυπτο, Ισραήλ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Σ. Αραβία έχει τη σημασία της. Οι ίδιες οι εξελίξεις όμως δείχνουν ότι η υποτελής αποδοχή των ορίων που θέτει ο ξένος παράγοντας, υπονομεύει και καταλήγει να αποδυναμώνει τη δυναμική τέτοιων κινήσεων, αφήνοντας έκθετη στις τυχαίες στροφές μιας χαοτικής και κάθε περίπτωση δυσμενούς συγκυρίας την υπόσταση της χώρας.

Το κεντρικό θέμα παραμένει η ενίσχυση της δυνατότητας της χώρας να αποφασίζει και να κινείται με όρους αυτοτέλειας. Και ως προς αυτό, το πολιτικό μας σύστημα στέκεται βασικό εμπόδιο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!