Η κοινωνική ποιητική στην καθημερινή πράξη
της Αιμιλίας Βουλβούλη*
Πριν από μερικές εβδομάδες βρέθηκα με μία παιδική μου φίλη, την οποία δεν συναντώ τόσο συχνά. Στις λίγες ώρες που μείναμε μαζί προσπαθήσαμε να μοιραστούμε όσο περισσότερα μπορούμε από τη ζωή μας. Πώς περνάμε, πώς πάει η δουλειά, η οικογένεια και βέβαια δεν έλειψε από την κουβέντα ο σχολιασμός της πολιτικής κατάστασης. Βλέπετε έχουμε κι οι δύο μεγαλώσει σ’ ένα χωριό της Λέσβου γνωστό για την πολιτική του ιστορία, την αριστερή του παράδοση και την πολιτική ευαισθητοποίηση των κατοίκων του. Μεγαλώνοντας εκεί ήταν αδιανόητο να μην ασχολείσαι με τον Α ή Β τρόπο με τα κοινά. Κι όταν κανείς αποκτά αυτό το habitus (συνήθεια) ακόμα κι αν κάποια στιγμή ατονήσει η εκδήλωσή του, όταν ωριμάσουν οι συνθήκες θα ξαναβγεί στην επιφάνεια.
Με μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα πως η κριτική στην κυβέρνηση διήρκεσε μερικά δευτερόλεπτα, άντε λεπτά της ώρας. Αυτό στο οποίο σταθήκαμε ήταν αυτό που στην κοινωνική ανθρωπολογία ονομάζεται πολιτικές της καθημερινότητας ή/και κοινωνική ποιητική. Πιο συγκεκριμένα η φίλη μου, μου αφηγούνταν την καθημερινότητά της η οποία μοιράζεται ανάμεσα στη δουλειά, στη συλλογή τροφίμων για μαθητές στο σχολείο του γιου της, των οποίων οι οικογένειες βρίσκονται σε μεγάλη οικονομική ανάγκη, στην εθελοντική βοήθεια που προσφέρει σε ιδρύματα όταν έχει χρόνο, στις προσπάθειές της το καλοκαίρι να βοηθήσει όσο μπορούσε καλύτερα και όσο μπορούσε περισσότερους πρόσφυγες, όταν είχε πάει στο χωριό στη Λέσβο για διακοπές.
Κατόπιν επεκτάθηκε και στη δράση άλλων συγχωριανών όπως για παράδειγμα ένας πατέρας που μάζευε Ελληνάκια και προσφυγόπουλα κάπου στο κέντρο του χωριού, απασχολώντας τα με δράσεις δημιουργικής απασχόλησης, στην προσφορά του αγρότη/κτηνοτρόφου πατέρα της σε ζαρζαβατικά και φρούτα στους πρόσφυγες που κοιμούνταν έξω από το σπίτι τους αλλά και παράλληλα στην προσπάθειά της να εξηγήσει στον μικρό της γιο, χρησιμοποιώντας κυρίως οπτικό υλικό από το Διαδίκτυο, γιατί έχουν φύγει αυτοί οι άνθρωποι απ’ τα σπίτια τους και κοιμούνται στο δρόμο του χωριού. Και μετά βέβαια μαθαίνω για το συμμαθητή μου, τον οποίο η Ακαδημία Αθηνών πρότεινε για Βραβείο Νόμπελ, που δέκα χρόνια τώρα σώζει πρόσφυγες και ακούω τον μεστό και ανθρώπινο λόγο του στις συνεντεύξεις που έχει δώσει.
Αυτό είναι το πραγματικό παράλληλο πρόγραμμα, κύριοι της κυβέρνησης! Η αυταπάρνηση των κατοίκων αυτής της χώρας που από το υστέρημά τους βοηθούν Έλληνες και πρόσφυγες, που από το λιγοστό χρόνο τους προσφέρουν σε κρατικά ιδρύματα αφιλοκερδώς ή που βάζουν ένα τραπέζι στο δρόμο για να ζωγραφίσουν τα προσφυγόπουλα, χωρίς να έχουν θέσεις επιστημονικών συμβούλων να τους περιμένουν και που ψάχνουν στο διαδίκτυο «εκπαιδευτικό υλικό» για το σπίτι, φροντίζοντας το παιδί τους να έχει απαντήσεις σ’ αυτά τα τεράστια «γιατί» που ούτε οι ενήλικες πια δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε.
Η παιδική μου φίλη, η κόρη αγρότη που τόσο κατασυκοφαντήθηκε κι αυτός από την κυβέρνηση, που παίρνει το λεωφορείο να πάει στη δουλειά της και που πλέον το 1,40 δεν θα της φτάνει και ενδεχομένως να μειώσει την οικονομική της προσφορά στους συμμαθητές του γιου της. Μπορεί όμως πάλι ν’ αποφασίσει να «κόψει» κάτι απ’ αυτά που θ’ αγόραζε για τον εαυτό της. Αυτό, άλλωστε, μέχρι τώρα μαρτυρά η πολιτική της καθημερινότητάς της.
Νόμπελ; Ποιο Νόμπελ; Κι ο Μίλτον Φρίντμαν πήρε Νόμπελ, ο άνθρωπος του οποίου το δόγμα η κοινωνική ποιητική στην Ελλάδα έχει διαψεύσει, διαλύσει, σκίσει σε κομματάκια. Ξέρετε τί μου είπε η φίλη μου λίγο πριν χωρίσουμε; Πως λέει στο γιο της να διαβάζει, για να μπορέσει μαζί με τη γενιά του να φτιάξουν μια καλύτερη κοινωνία. Κι εγώ της απαντώ μέσα απ’ αυτό το κείμενο, πως με τέτοια μάνα είναι μοιραίο αυτό να γίνει. Ξέρω πολύ καλά πως η φίλη μου δεν δίνει δεκάρα για αναγνώριση μέσω ενός Νόμπελ. Πιστεύω, όμως, αν ερμηνεύω καλά τη θέλησή της, πως θα ήθελε -παραφράζοντας τον κοινωνικό ανθρωπολόγο Michael Herzfeld- να αναγνωριστεί η πολιτική της καθημερινότητάς της και να μετουσιωθεί σε κεντρική πολιτική που να λαμβάνει υπ’ όψιν την καθημερινή βάση της θεωρητικής/πολιτικής σκέψης, αλλά και της θεωρητικής/πολιτικής ευαισθησίας των απλών ανθρώπων που μέχρι τώρα αντιμετωπίζονται ως παθητικοί ψηφοφόροι. Ψηφοφόροι μπορεί να είναι, παθητικοί όμως δεν είναι. Αποτελούν οι ίδιοι το «παράλληλο πρόγραμμα», το μόνο πρόγραμμα που, εντέλει, υπάρχει σ’ αυτή τη χώρα για να βοηθάει τους «άθλιους».
Έτσι σκέφτομαι την καλή μου τύχη να είμαι απ’ τη Λέσβο, απ’ το νησί που ποτέ δεν σταμάτησε να είναι κόκκινο. Το νησί του οποίου οι απλοί κάτοικοι θα είναι σε θέση να πουν αυτό που κάποτε έγραψε ο Φρόιντ: Κοιτάζοντας πίσω, τα χρόνια του αγώνα θα φαντάζουν ως τα πιο όμορφα της ζωής σου.
* Η Αιμιλία Βουλβούλη είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο AGÜ της Τουρκίας