Καθώς Μπάιντεν και Τραμπ λαχανιάζουν να προλάβουν όσο περισσότερες συγκεντρώσεις μπορούν ενόψει της επερχόμενης Σούπερ-Τρίτης (όπου διεξάγονται εκλογές για το προεδρικό χρίσμα σε 15 πολιτείες, που θα αναδείξουν σχεδόν το 1/3 του συνόλου των εκλεκτόρων στα δύο μεγάλα κόμματα), οι προηγηθείσες –αυτήν την εβδομάδα– προκριματικές εκλογές στην πολιτεία του Μίσιγκαν έστειλαν μηνύματα. Συγκριτικά, τα πιο εύπεπτα ήταν αυτά που απευθύνονταν στον Τραμπ: κέρδισε το 68% των Ρεπουμπλικανών του Μίσιγκαν, αλλά η μοναδική πλέον αντίπαλος του, η Νίκι Χέιλι (που πήρε 26%), δήλωσε ότι δεν σκοπεύει να αποσυρθεί από την κούρσα. Επιπλέον, τα ποσοστά του Τραμπ ήταν πολύ χαμηλότερα ανάμεσα στους πλέον εύπορους Ρεπουμπλικανούς, που δεν τους αρέσουν οι ακραίες τραμπικές τοποθετήσεις: σε όλα σχεδόν τα πλούσια προάστια το ποσοστό του Τραμπ έπεφτε κάτω από το 60%, και της Χέιλι προσέγγιζε ακόμη και το 40%. Είναι ένα πρόβλημα για τον πρώην πρόεδρο, ιδίως τώρα που καλείται να καταβάλει πρόστιμα ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων – εάν δεν του δώσουν τα δικαστήρια την αναβολή που ζητά.
ΑΥΤΑ ΟΜΩΣ φαίνονται μάλλον πταίσμα μπροστά στο μήνυμα που έστειλαν οι Δημοκρατικοί ψηφοφόροι στον πρόεδρο Μπάιντεν: καταρχήν, η συμμετοχή στις προκριματικές εκλογές για το χρίσμα των Δημοκρατικών στο Μίσιγκαν έπεσε στο μισό σε σχέση με την αντίστοιχη διαδικασία του 2020. Γεγονός που υπογραμμίζει ότι η εκ νέου υποψηφιότητα του νυν προέδρου κάθε άλλο παρά ξεσηκώνει τα πλήθη. Το πιο σκληρό όμως μήνυμα ήρθε από όσους έκαναν τον κόπο να πάνε να ψηφίσουν: 102.000 Δημοκρατικοί ψηφοφόροι (ποσοστό 13,2%) πήγαν στις κάλπες μόνο και μόνο για να δηλώσουν ότι… δεν υποστηρίζουν τον Μπάιντεν. Κι όχι για οποιονδήποτε λόγο: η σχετική καμπάνια από ριζοσπαστικές ομάδες εντός και πέριξ του Δημοκρατικού Κόμματος στοχοποιούσε τον πρόεδρο για τη στάση του μπροστά στη γενοκτονία που διαπράττει το Ισραήλ στη Γάζα. Οι ίδιοι οι διοργανωτές της καμπάνιας εξεπλάγησαν από το αποτέλεσμά της: είχαν βάλει στόχο τουλάχιστον 10.000 ψήφους απόρριψης του Μπάιντεν, αλλά στις κάλπες ο στόχος δεκαπλασιάστηκε από ένα μάλλον βουβό ρεύμα θυμού για την πολιτική των ΗΠΑ.
ΔΕΔΟΜΕΝΟΥ ΟΤΙ το Μίσιγκαν είναι από τις πολιτείες που παραδοσιακά παλαντζάρουν (το 2016 το κέρδισε ο Τραμπ, το 2020 ο Μπάιντεν), ένα τέτοιο ποσοστό απόρριψης του Μπάιντεν εύλογα σήμανε συναγερμό στα επιτελεία των Δημοκρατικών. Στην ουσία βέβαια, αυτά είναι λεπτομέρειες. Ή μάλλον, εκφράσεις της ενδόρρηξης στο εσωτερικό της βορειοαμερικανικής ελίτ για το δρόμο που πρέπει να επιλεγεί ώστε να φρενάρει ο κατήφορος των ΗΠΑ. Μιας ενδόρρηξης που όλο και περισσότερο μεταφράζεται σε σχίσματα και εντός της κοινωνίας – ορθότερα, των κοινωνιών που στρέφονται στη μία ή την άλλη επιλογή «διάσωσης». Οι πιο απαισιόδοξοι Δημοκρατικοί βλέπουν στην πύρρειο νίκη του Μίσιγκαν τα προεόρτια μιας ευρύτερης ήττας. Σχεδόν κανείς όμως, σε οποιαδήποτε πτέρυγα και να ανήκει, δεν τολμά να πει αυτό που σκέφτεται: ότι μια διαφορετική πολιτική στη Μέση Ανατολή (και όχι μόνο) μπορεί να πρόσφερε το οξυγόνο που σήμερα λείπει από πολλές απόψεις. Και δεν λείπει μόνο επειδή ο Μπάιντεν είναι γέρος…