Στα προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων, ιδίως μετά τη λεγόμενη περίοδο της μεταπολίτευσης, αλλά όχι μόνο (1), οι επιθετικοί προσδιορισμοί που προτάσσονται στη λέξη κράτος, προκειμένου να δηλώσουν τις επιδιώξεις των πολιτικών κομμάτων αναφορικά με αυτό, είναι πολλαπλές: σύγχρονο, δημοκρατικό, εκσυγχρονιστικό, αποτελεσματικό, δίκαιο, αναπτυξιακό, επιτελικό κ.λπ. Σε κάθε προεκλογική περίοδο επαναλαμβάνονται μονότονα οι παραπάνω και άλλοι επιθετικοί προσδιορισμοί. Λογικά, η συνεχής επανάληψη του παραλλαγμένου, αλλά ίδιου ουσιαστικά στερεότυπου, σημαίνει ότι ο στόχος εξακολουθεί να μένει ανεκπλήρωτος, ανεξαρτήτως, αν μπορεί να διαπιστωθεί κάποια (φυσική) εξέλιξη (βασισμένη στην εργαλειακή και τεχνολογική ορθολογικότητα, χαρακτηριστικό παράδειγμα η επιχειρούμενη ψηφιοποίηση της τελευταίας περιόδου). Παράλληλα διαπιστώνεται ότι, ο στόχος για τη δημιουργία ενός κράτους, με όποιον επιθετικό προσδιορισμό από τους παραπάνω αναφερόμενους, βρίσκεται στα χέρια του πολιτικού συστήματος και των κομμάτων που το απαρτίζουν. Είναι τα πολιτικά κόμματα που το απαρτίζουν, κατά βάση πελατειακά και λαϊκίστικα, και με τις διαχρονικές ενέργειες τους έχουν κτίσει ένα κράτος που λειτουργεί κατ’ εικόνα τους και αντανακλά τα βασικά χαρακτηριστικά τους.
ΣΥΝΕΠΩΣ ΟΡΘΟ είναι να ομιλούμε για ένα πολιτικό σύστημα υπεύθυνο για την υπάρχουσα κατάσταση. Κάθε φορά που συμβαίνει κάποιο ακραίο γεγονός –και συμβαίνουν αρκετά με κόστος ανθρώπινες ζωές– επανέρχεται στο προσκήνιο το θέμα των αδυναμιών του κράτους: Ο απίστευτος γραφειοκρατικισμός της δημόσιας διοίκησης, η εξαπλούμενη διαφθορά, η εκτεταμένη διαπλοκή με ολιγαρχικές οικονομικές αρχηγεσίες, παράδειγμα αντιπροσωπευτικό η κατάσταση που επικρατεί στο χώρο του ποδοσφαίρου, η κατάληψη όλων των διευθυντικών θέσεων από κομματικά στελέχη του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, τα προβλήματα με τη δικαιοσύνη τα οποία δεν αφορούν μόνο το χρόνο απονομής, αλλά αντανακλούν όλο και πιο έντονα φαινόμενα κομματικοποίησης της και χρησιμοποίησης του φιλελεύθερου κράτους δικαίου, μέσω συνεχών νέων και ευρηματικών «ερμηνειών», στη νομιμοποίηση όλο και πιο αυταρχικών επιλογών της εκτελεστικής εξουσίας κ.λπ.
Όχι όμως τις διαχρονικές ευθύνες των κομμάτων που έχουν κυβερνήσει το τόπο. Αυτό απαλύνεται ή και αποσοβείται με τις ρητορικές αντιπαλότητες μεταξύ των κομμάτων που επιρρίπτουν το ένα την ευθύνη στο άλλο, πολώνοντας τη συζήτηση και οδηγώντας την μακριά από την διαχρονική ευθύνη τους. Παράλληλα σε κάθε ευκαιρία που τίθενται ζητήματα των μεγάλων αδυναμιών του ελληνικού κράτους κάθε κόμμα αφού ρίχνει τις ευθύνες στο άλλο, δηλώνει έτοιμο να δώσει λύση στο πρόβλημα αν το εμπιστευθούν οι Έλληνες (2). Ποιος χαρακτηρισμός είναι ο πρέπων σε αυτή τη συμπεριφορά;
Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι δομικό στοιχείο της πολιτικής στη σύγχρονη αντιπροσωπευτική φιλελεύθερη δημοκρατία της Δύσης, είναι η τέχνη να εμποδίζονται οι άνθρωποι από το να αναμειγνύονται σε ό,τι τους αφορά
ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ με το όσους είχαν ελπίσει ότι η βαθιά πολύπλευρη κρίση που διέρχεται η χώρα θα οδηγούσε σε στοιχειώδη ποιοτική αλλαγή της συμπεριφοράς των πολιτικών κομμάτων της χώρας, η αδήριτη πραγματικότητα δικαιώνει όλους όσοι είχαν τολμήσει να υποστηρίξουν (ζουν) ότι αντιθέτως αυτή όχι μόνο θα παραμείνει η ίδια αλλά και θα κατρακυλήσει σε χειρότερα επίπεδα. Μάλιστα η συμπεριφορά των πολιτικών κομμάτων οδηγεί σε οδυνηρές σκέψεις ότι τελικά «δεν υπάρχει πολιτικό κόμμα που να μη μαίνεται κατά της πατρίδας» (3).
Δυστυχώς κανένα πολιτικό κόμμα για το ζήτημα αυτό δεν δίνει καμία εξήγηση. Καθένα έχει τα δικά του σκοτεινά σημεία, τις κρυφές του εκατόμβες και τα ανομολόγητα όνειρά του. Τους θησαυρούς του από απερίσκεπτα πράγματα και από προπέτειες. Όσα λησμόνησε στα σχέδιά του και όσα θέλει να κάνει να ξεχάσουν οι άλλοι. Αποσύρουν, προκειμένου να επιβιώσουν, όλα εκείνα τα οποία υπόσχονται προκειμένου να εξασφαλίσουν την ύπαρξή τους. Συμπεριφέρονται «λαϊκιστικά» όσο βρίσκονται εκτός εξουσίας και άλλο τόσο και περισσότερο όταν βρίσκονται στην εξουσία.
Η συνεχής προσπάθεια των πολιτικών κομμάτων να επιβάλλουν τη βούλησή τους στον (εγχώριο) αντίπαλο αφενός τα κολακεύει, αφετέρου μπορεί να καταστρέψει την χώρα. Πολλές φορές συμβαίνει να επιτυγχάνεται η επιβολή της βούλησης επί των αντιπάλων αλλά άλλες τόσες φορές μπορεί να αποδειχθεί (ή έχει αποδειχθεί) μοιραία. Τα συμφέροντα της χώρας δεν πρέπει να συγχέονται με τις προσδοκίες κάθε πολιτικού κόμματος. Η εκπλήρωση των επιθυμιών τους δεν μας απομακρύνει από τη δυστυχία ή και τον χαμό της χώρας.
ΠΑΝΤΟΤΕ η σύγχρονη αντίληψη της πολιτικής θεμελιώνεται στην αδιαφορία της πλειονότητας των ενδιαφερομένων (η σιωπηλή πλειοψηφία όπως υποστήριζε ο Ρ. Νίξον), χωρίς την οποία δεν υπάρχει δυνατότητα πολιτικής. Υπ’ αυτή την έννοια θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι δομικό στοιχείο της πολιτικής στη σύγχρονη αντιπροσωπευτική φιλελεύθερη δημοκρατία της Δύσης, είναι η τέχνη να εμποδίζονται οι άνθρωποι από το να αναμειγνύονται σε ό,τι τους αφορά. Στις μέρες μας, λόγω των σημαντικών κοινωνικών διεργασιών και των αλλαγών που έχουν επέλθει σε όλες τις στιγμές του κοινωνικού γίγνεσθαι (πολιτική, οικονομική, πολιτιστική), λαμβάνει την εξής μορφή: Να εξαναγκάζονται οι άνθρωποι να αποφασίζουν για πράγματα με τα οποία δεν συμφωνούν.
Με απλά λόγια καλούνται να συμμετάσχουν σε μια διαδικασία επικύρωσης ήδη προαποφασισμένων λύσεων ή επιλεγμένων με προσεκτικά κριτήρια εναλλακτικών προτάσεων, που όμως καταλήγουν στον ίδιο παρονομαστή. Ο εγκλωβισμός είναι απόλυτος και θανατηφόρος. Το πολιτισμικό DNA του ελληνικού πολιτικού συστήματος είναι δεδομένο. Βεβαίως και της ελληνικής κοινωνίας (4). Οι όποιες μεταλλαγές είναι αργόσυρτες και βασανιστικές. Υπάρχουν και προσπάθειες βίαιων μεταλλαγών οι οποίες λόγω ότι πρωτίστως ενδύονται τεχνικά χαρακτηριστικά καταλήγουν σε αποτυχίες δυσκολεύοντας περαιτέρω τον «εκσυγχρονισμό» της χώρας.
Υποσημειώσεις
1) Εύκολα μπορεί να επεκταθεί η περίοδος σε ολόκληρη την περίοδο της ύπαρξης του Νέου Ελληνικού κράτους.
2) Όλα τα κόμματα κάνουν αναφορά στα προβλήματα του κράτους που θα τα λύσουν μόλις τους εμπιστευτεί ο ελληνικός λαός και έλθουν στην κυβέρνηση… «Στο μεταξύ ἡ Ελλάδα ταξιδεύει…. Παράξενος κόσμος πού λέει πώς βρίσκεται στην Αττική καὶ δὲ βρίσκεται πουθενά».
3) Paul Valery, Πνεύμα και Πολιτική, Εκδόσεις Ροές,2014
4) Κ .Μελάς- Γ. Παπαμιχαήλ, Το αφόρητο βουητό του κενού, Εκδόσεις Αγγελάκη, 2016