Το know how του πλιάτσικου αλά Ανατολική Γερμανία
Της Αλίκης Βεγίρη.
Όταν τόσοι σπουδαίοι και μεγαλοσχήμονες πελάτες, όπως Deutsche Telekom, Deutsche Bank, Hochtief, HSBC, Citigroup κ.λπ., συνωστίζονται στην ποδιά σου για ν’ αγοράσουν την πραμάτεια σου, δεν μπορείς παρά να είσαι υπερήφανος για την ποιότητα του εμπορεύματος που εκποιείς, και συνάμα να νιώθεις ανώτερος για αυτά που δημιούργησες, συγκριτικά με άλλους λαούς. Ας πούμε στην τύχη τη Μπουρκίνα Φάσο, που όσο κι αν ψάξουν, ούτε «ασημικά» θα βρουν, ούτε ποτέ τους θα καταφέρουν να προσελκύσουν όλη αυτή την «καλοσύνη».
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και ολόκληρος Γιούνγκερ μπήκε στον κόπο να ρίξει τη μούρη του και να μάς τείνει χείρα βοηθείας, αναλαμβάνοντας να στήσει για χάρη μας υψηλοτάτων προδιαγραφών ευρωπαϊκό οργανισμό, εξοπλισμένο με την creme de la creme των ειδικών, και επιφορτισμένο με την κοπιώδη εργασία της πώλησης με τις καλύτερες -αναμφίβολα- τιμές, των πιο αξιόλογων περιουσιακών στοιχείων της πατρίδας μας. Όπως επίσης και να βάλει φρένο στις κακόβουλες διαδόσεις των Αγγλοσαξόνων, που μέσα από το διαβολικό τους όργανο, τους Financial Times, θέλουν την αξία της πατρίδας μας να μην υπερβαίνει κάποια 16 ψωρο-δισ. Οι συκοφάντες!
Έκανε μάλιστα και ενδελεχή βιβλιογραφική έρευνα και κατέληξε ότι καλύτερο μοντέλο οργάνωσης από την εταιρία Treuhandanstalt, δεν ήταν δυνατόν να βρεθεί. Ε, για να το πει ο Γιούνκερ, έτσι πρέπει να ’ναι.
Ακόμα δεν είχαν προλάβει να συνέλθουν από τον ενθουσιασμό οι Γερμανοί, ένθεν και ένθεν του τείχους, από την αναπάντεχη επανένωση και το πρόγραμμα fast track ενσωμάτωσης της πρώην πλέον Ανατολικής Γερμανίας στις αγορές ήταν ήδη έτοιμο. Κι επειδή «αγορές» χωρίς προηγούμενη ιδιωτικοποίηση δεν γίνεται, την 1 Ιουλίου του 1990 γεννήθηκε η εταιρία Treuhand που, παρεμπιπτόντως, σημαίνει εμπιστοσύνη. Στην κατοχή της περιήλθαν όλα τα περιουσιακά στοιχεία της εξ ανατολών αδελφής, τουτέστιν δάση, γαίες, εταιρίες, βιομηχανίες, βιομηχανικός εξοπλισμός, κτίρια, όχι μόνο των εργοστασίων, αλλά και εξοχικές κατοικίες, παιδικοί σταθμοί κ.λπ., συνολικής αξίας 600 δισ. μάρκων, δηλαδή περίπου 300 δισ. ευρώ. Στόχος, όσον αφορά τις επιχειρήσεις, ήταν η αξιολόγηση της ανταγωνιστικότητας και βιωσιμότητάς τους, και η γρήγορη πώληση, όσων κρίνονταν ότι περνούσαν τα αντίστοιχα stress-tests (οι υπόλοιπες διαλύονταν και κατέληγαν σε κάποια… χωματερή) σε ενδιαφερόμενους σοβαρούς, πάνω απ’ όλα, επενδυτές, οι οποίοι σύμφωνα με ένα, όπως πάντα, αλάνθαστο σχέδιο θα έφερναν δουλειές, θα κρατούσαν τον κόσμο στα μέρη του, θα ανέβαζαν το βιοτικό επίπεδο ώστε ν’ αγοράζει plasma ΤV και καγιέν, και εν πάση περιπτώσει όλα τα καλούδια του δυτικού παραδείσου.
Η Τreuhand από το 1990 που ιδρύθηκε, μέχρι το 1994 που έκλεισε, μέσα σε τέσσερα δηλαδή χρόνια κατάφερε να ιδιωτικοποιήσει γύρω στις 14.500 ανατολικογερμανικές εταιρίες και να κλείσει γύρω στις 3.500. Φυσικά, μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα απαξίωσης δεν ήταν λίγα τα περιουσιακά στοιχεία που εκποιήθηκαν αντί πινακίου φακής, με το αιτιολογικό ότι οι επενδυτές θα έριχναν το πολύτιμο κεφάλαιο μετά, αφού θα τις αγόραζαν. Κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα, με το τέλος του μεγαλύτερου παζαριού που είδε ποτέ η ανθρωπότης, η Treuhand να βρεθεί με το ταμείο ελλειμματικό κατά 300 δισ. μάρκα, δηλαδή 150 δισ. ευρώ, γεγονός που πιστοποιεί και το μέγεθος του ξεπουλήματος.
Όχι αδίκως, λοιπόν, οι Ανατολικογερμανοί έμειναν με την πίκρα στο στόμα, όχι μόνο για το ξεπούλημα, όχι μόνο για την αποσάθρωση της βιομηχανίας τους, ας μην ξεχνάμε ότι η πρώην Αν. Γερμανία ήταν το 10ο στη σειρά βιομηχανικό κράτος στον κόσμο, αλλά κυρίως για τη μαζική εξαπάτηση.
H Treuhand στην τελική σούμα κατέστρεψε πολύ περισσότερα απ’ όσα δημιούργησε, εξαέρωσε τρεις στις τέσσερις θέσεις εργασίας στη βιομηχανία, οι οποίες δεν αναπληρώθηκαν ούτε και αργότερα όταν εισέβαλε το ελαφρύ ιππικό των εταιριών παροχής υπηρεσιών, απέλυσε εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους, έφτασε την ανεργία στη δεκαετία του 1990 στο 21%, σε σύγκριση με το 9% του εθνικού μέσου όρου και εξανάγκασε πολλούς Ανατολικογερμανούς να εγκαταλείψουν τις εστίες τους προς άγραν εργασίας αλλού. Η πλημμυρίδα, δε, δυτικών προϊόντων μετέτρεψε ένα πρότερο θετικό ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών σε αρνητικό, γεγονός που έχωσε ακόμα πιο βαθιά στο χώμα όσες βιομηχανίες είχαν ακόμα απομείνει όρθιες από τη λεηλασία. Για το πώς δε ένα κοινό νόμισμα, εν προκειμένω το ευρώ, οδήγησε μια άλλη χώρα, πιο νότια, από πλεονάσματα σε εμπορικό έλλειμμα, το γνωρίζουμε ήδη από πρώτο χέρι και δεν χρειάζεται να το αναλύσουμε.
Οι περιοχές της πρώην Ανατολικής Γερμανίας ακόμα και σήμερα, μετά από είκοσι χρόνια, δεν λένε να συνέλθουν. Αν εξαιρέσει κανείς τις μεγάλες πόλεις, όπως Λειψία, Δρέσδη και Βερολίνο, στο υπόλοιπο κομμάτι, αυτό που είναι παρόν είναι το κενό, η εγκατάλειψη, και η έλλειψη κατοίκων. Η ανεργία συνεχίζει να παραμένει σε διπλάσιο ποσοστό απ’ ότι στη Δύση και ο πληθυσμός συνεχίζει να αιμορραγεί είτε από ελάττωση του ποσοστού των γεννήσεων, είτε από τη συνεχιζόμενη μετανάστευση. Έτσι είναι, όταν μια χώρα πεθαίνει, καμιά γυναίκα δεν μπορεί να πιάσει παιδί…
Παρ’ όλα αυτά το μέλλον της πρώην Αν. Γερμανίας προοιωνίζεται λαμπρό. Με την πτώση του ρυθμού γεννήσεων, με τη μετανάστευση και με τις πρόωρες εξόδους σε τόπους χλοερούς, ελαττώνεται ταυτόχρονα και το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό, όπως και ο ρυθμός αναπλήρωσης αυτού, έτσι ώστε σε κάποια χρόνια η ανεργία να έχει σχεδόν εξαλειφθεί. Και όσο πιο γρήγορα μειώνεται ο ενεργός πληθυσμός, τόσο περισσότερο μειώνεται και το ποσοστό ανεργίας. Δεν θέλει πολύ μυαλό. Και ο κ. Γιούνγκερ, απ’ ό,τι φαίνεται, έχει πολύ. Πάρα πολύ…