Το κυπριακό είναι ένα σύνθετο και περίπλοκο ζήτημα, ενώ θα μπορούσε να είναι κάτι πιο απλό. Σαν τόπος, η Κύπρος ενδιέφερε πάντα τις μεγάλες δυνάμεις κάθε εποχής, επειδή είχε στρατηγική γεωγραφική θέση και ήταν κόμβος προς την Ανατολή – τόσο τη Μέση όσο και τις Ινδίες.
Η ελληνικότητα της Κύπρου, επιβεβαιωμένη ιστορικά και πολιτισμικά, αποτελούσε ένα εμπόδιο στον τρόπο και στο ρυθμό προώθησης των σχεδιασμών κάθε κατάκτησης. Και δεν ήταν λίγες στην σύγχρονη ιστορία: ενετοκρατία, τουρκοκρατία, αγγλοκρατία, κολοβή ανεξαρτησία, και σήμερα η μισή Κύπρος υπό κατοχή και ολόκληρη περικυκλωμένη από γεωτρύπανα.
Η ελληνικότητα της Κύπρου, υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα οδηγούσε να ήταν ένα τμήμα της νεότερης Ελλάδας, να είχε ενωθεί κάποια στιγμή με την Ελλάδα. Η τουρκική μειονότητα που υπήρχε και ζούσε διασκορπισμένη σε ολόκληρο το νησί δεν ξεπερνούσε ποτέ το 18% του πληθυσμού.
Τώρα όταν μιλούμε για ελληνισμό εννοούμε δύο κρατικές οντότητες, την Κύπρο και την Ελλάδα, που τελούν υπό ιδιαίτερα καθεστώτα εξάρτησης, αποικίας, ελέγχου, οικονομίας, και, φυσικά, ένα όχι μικρό αριθμό απόδημου ελληνισμού και μεταναστών από την Ελλάδα σε διάφορες μεριές του κόσμου. Το τελευταίο κύμα Ελλήνων μεταναστών σημειώθηκε κατά την περίοδο των μνημονίων, όπου πάνω από 400.000 νέοι, κυρίως επιστήμονες, έφυγαν από την Ελλάδα για να βρουν κάποια δουλειά σε άλλες χώρες.
Επομένως μια διάσταση του κυπριακού που αποκρύβεται επιμελώς (και υπάρχουν λόγοι) είναι ότι πρόκειται ίσως για το πιο σοβαρό εθνικό ζήτημα που μένει ανεπίλυτο, και δεν είναι εύκολο να διαφανεί μια λύση σε αυτήν την κατεύθυνση για πολλούς λόγους.
Όταν μιλούμε για ελληνισμό εννοούμε δύο κρατικές οντότητες, την Κύπρο και την Ελλάδα, που τελούν υπό ιδιαίτερα καθεστώτα εξάρτησης, και φυσικά ένα όχι μικρό αριθμό μεταναστών από την Ελλάδα σε διάφορες μεριές του κόσμου
Από τον αντιαποικιοκρατικό αγώνα στην κολοβή ανεξαρτησία
Κλασικά, το κυπριακό ζήτημα κατά τον 20ό αιώνα ήταν ζήτημα αντιαποικιοκρατικού αγώνα του λαού ενάντια στην αγγλική κυριαρχία, με αίτημα την Ένωση με την Ελλάδα. Οι άγγλοι κατακτητές αντιμετώπισαν την Κύπρο ως μία κτήση τους και έδρασαν ως στρατός κατοχής. Ο αγώνας ενάντια στην αγγλική κυριαρχία πήρε πολλές μορφές, εξεγέρσεις, απεργίες, και ένοπλο αγώνα στο τελικό στάδιο.
Ο αγώνας για απελευθέρωση και ένωση είχε να αντιμετωπίσει πολλά εμπόδια. Ένα από αυτά ήταν ο ανταγωνισμός ΗΠΑ και Αγγλίας για τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής, άρα και της Κύπρου (τη δεκαετία του ’50 οι ΗΠΑ είχαν ήδη αντικαταστήσει τους Άγγλους στην Ελλάδα). Αυτός ήταν ο λόγος που οι έμπειροι Εγγλέζοι αποικιοκράτες έβαλαν μεθοδικά στο παιχνίδι τον τούρκικο παράγοντα, και προσπάθησαν να δημιουργήσουν προκλήσεις και εχθρότητες ανάμεσα στις δύο κοινότητες, δίνοντας το περιθώριο στην Τουρκία να αναμειγνύεται ενεργά στην κυπριακή υπόθεση.
Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξει μια κολοβή ανεξαρτησία, σε χρόνους που το αντιαποικιοκρατικό κίνημα ήταν σε έξαρση σε όλο τον κόσμο. Με τις συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου γεννήθηκε ένα κυπριακό κράτος υπό 3 εγγυήτριες δυνάμεις: την Αγγλία, την Ελλάδα και την Τουρκία. Αυτές οι συμφωνίες ήταν εθνικά μειοδοτικές, έβαλαν και επίσημα την Τουρκία στο τραπέζι (σχεδόν από το πουθενά), και οδήγησαν σε ένα μη βιώσιμο κρατικό μόρφωμα που θα μπλοκάριζε ήδη στα πρώτα του βήματα. Ο Μακάριος ως ηγέτης του νέου κολοβού κράτους υπέδειξε μια έντονη δραστηριότητα, εκμεταλλεύθηκε όλες τις δυνατότητες εξισορρόπησης διεθνών δυνάμεων και ξαναέθεσε τα θέματα του καρκινικού Συντάγματος των συμφωνιών επί τάπητος. Οι εντάσεις και οι προστριβές, οι προβοκάτσιες και οι σφαγές ήταν προσφιλής μέθοδος διαφόρων εμπλεκόμενων δυνάμεων.
Πραξικόπημα, τουρκική εισβολή και κατοχή
Το 1967 στην Ελλάδα γίνεται χουντικό πραξικόπημα και μια στρατιωτική φασιστική δικτατορία θα αναλάβει έως το 1974 τα ηνία της χώρας. Ένας από τους λόγους του αμερικανοκίνητου πραξικοπήματος ήταν η «λύση» του Κυπριακού, με την έννοια να γίνει ένα «αβύθιστο αμερικανονατοϊκό αεροπλανοφόρο» στην υπηρεσία των σχεδίων των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή. Το φασιστικό πραξικόπημα στην Ελλάδα γεννιέται αλλά και πεθαίνει (πέφτει) και για τις ανάγκες του Κυπριακού ζητήματος.
Το 1974 είναι μια ημερομηνία σταθμός στην ιστορία της Κύπρου, που μέλλει να αξιολογηθεί και εξηγηθεί ξανά και ξανά. Οι ΗΠΑ με μηχανισμό τη χούντα της Αθήνας εξαπολύουν ένα πραξικόπημα ενάντια στον Μακάριο (που θέλουν να τον βγάλουν από την μέση γιατί είναι εμπόδιο στα σχέδιά τους), και η Τουρκία με πρόσχημα την υπεράσπιση των Τουρκοκυπρίων εισβάλλει στην Κύπρο σε δύο φάσεις (Αττίλας 1 και Αττίλας 2). Αποτέλεσμα, η κατοχή του 37% του κυπριακού εδάφους από τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, χιλιάδες αγνοούμενοι και περίπου 200.000 πρόσφυγες.
Από τότε το κυπριακό ζήτημα παίρνει μια άλλη διάσταση. Γίνεται προμαχώνας αντίστασης του ελληνισμού και ταυτόχρονα πεδίο προέλασης του τούρκικου επεκτατισμού σε βάρος συνολικά της Ελλάδας και του ελληνισμού. Οι φραστικές καταδίκες της εισβολής, οι αποφάσεις οργανισμών ενάντια στην Τουρκία, η «διεθνοποίηση» του ζητήματος, δεν απέφεραν τίποτα ουσιαστικό.
Από το 1974 το κυπριακό γίνεται προμαχώνας αντίστασης του ελληνισμού και ταυτόχρονα πεδίο προέλασης του τούρκικου επεκτατισμού: οι φραστικές καταδίκες της εισβολής και η «διεθνοποίηση» του ζητήματος δεν απέφεραν τίποτα ουσιαστικό
Το κουτσούρεμα με τη μορφή ομοσπονδίας
Ο νέος συσχετισμός οδήγησε τόσο την κυπριακή αστική τάξη όσο και τις κυβερνήσεις των Αθηνών να αποδεχτούν τη φόρμουλα της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας σαν βάση για τις διαπραγματεύσεις και την επίλυση του Κυπριακού. Επρόκειτο για μια σημαντική υποχώρηση που διευκόλυνε όλες τις κινήσεις της Τουρκίας και των ιμπεριαλιστών για την ουσιαστική διχοτόμηση του νησιού και την επεξεργασία μιας μορφής προτεκτοράτου που δήθεν θα λειτουργούσε υπό τη μορφή συνομοσπονδίας: δύο κοινότητες, μια χαλαρή και πιθανά μη λειτουργική κεντρική διοίκηση, και φυσικά μια αρχή μεικτή, με ξένους επιδιαιτητές ώστε να «λύνονται» όποια προβλήματα προκύπτουν.
Οι ρίζες των προτάσεων περί ομοσπονδίας ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους στην Κύπρο δεν είναι δυτικές. Η πρόταση ανήκει στη σοβιετική διπλωματία, και πρώτος ο τότε Σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών Γκρομίκο θα κάνει λόγο για ομοσπονδία στην Κύπρο. Εκεί που το ζήτημα ήταν το νεοσυσταθέν κολοβό κράτος να αποκτήσει μια πιο ουσιαστική υπόσταση, τα συνολικά στρατηγικά συμφέροντα της ΕΣΣΔ (όπως και σήμερα της Ρωσίας) ευνοούν τις σχέσεις με έναν παραδοσιακό τους εχθρό, την Τουρκία, και όχι με τη μικρή Κύπρο και την ουσιαστικά υποταγμένη και παραδομένη στη Δύση Ελλάδα. Η θέση περί ομοσπονδίας (σε οποιαδήποτε μορφή) κουτσούρευε το στοιχείο της ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της Κύπρου στο διεθνές περιβάλλον.
Κυπριακή αστική τάξη και κυπριακή Αριστερά
Στις διαστάσεις του κυπριακού ζητήματος πρέπει να ειπωθούν δυο λόγια για την κυπριακή αστική τάξη. Παραδοσιακά είχε στενές σχέσεις με την Αγγλία, ανέπτυξε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ευλυγισίες σε διάφορους τομείς, και ευνοήθηκε από ορισμένες διεθνείς κρίσεις (π.χ. πόλεμος Λιβάνου και μεταφορά επιχειρήσεων στην Κύπρο, διάλυση Γιουγκοσλαβίας και ΕΣΣΔ και μεταφορά στην Κύπρο διάφορων δραστηριοτήτων και οφσόρ εταιρειών κ.λπ.). Αυτή η κινητικότητα και ενεργητικότητα της έδωσε τη δυνατότητα να πετύχει ορισμένα πράγματα, όπως η πλήρης είσοδος στην Ε.Ε., η απόρριψη του σχεδίου Ανάν, η ανακήρυξη ΑΟΖ και, πρόσφατα, ορισμένες συμφωνίες για επεξεργασία και εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, αερίου και πετρελαίου. Η ικανότητά της και η ενεργητικότητά της είναι σαφώς ανώτερες από τις αντίστοιχες της ελλαδικής αστικής τάξης. Αλλά οι γεωπολιτικοί όροι έχουν αλλάξει, σε βάρος της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Κύπρου…
Όσον αφορά τώρα την Αριστερά της Κύπρου, έχει μια ιδιαίτερη θητεία σε δεξιόστροφες συμπεριφορές. Απούσα από τον ένοπλο αγώνα ενάντια στην αγγλική κατοχή, έθεσε όλες τις δυνάμεις της (που δεν ήταν μικρές) στην υπηρεσία του Μακάριου και των παιχνιδιών του, αρνήθηκε να έχει ένα ρόλο αδελφοποίησης Ελλάδας και Κύπρου, εξελίχθηκε σε κόμμα-κράτος, αποκτώντας σοβαρές προσβάσεις στον κρατικό τομέα και την οικονομική δομή της Κύπρου, και υιοθέτησε πλήρως τη γραμμή της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας. Φορέας ενδοτισμού και άρνησης κάθε αγώνα ενάντια στην τουρκική κατοχή, από μια στιγμή και ύστερα, αφού η ΕΣΣΔ έσβησε από τον ορίζοντα, άρχισε να παίζει στην τροχιά της αμερικάνικης πολιτικής στο νησί. Δύο πρόεδροι που προέρχονταν από τον χώρο αυτό (ο Βασιλείου και ο πρόσφατα αποθανών Χριστόφιας) έπαιξαν ενεργητικό ρόλο σε όλα αυτά.
Ελλαδική αστική τάξη: χωρίς ανάστημα
Η ελληνική Αριστερά ευθυγραμμίστηκε με τις ανάγκες της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής, ιδιαίτερα από τη στιγμή που είχε παρουσία ο σοβιετικός παράγοντας στη Μεσόγειο, υιοθέτησε όλα τα σχήματα που αυτός προωθούσε (διεθνοποίηση, ομοσπονδία, ειδικές σχέσεις με Μακάριο κ.λπ.) και βοήθησε στην υποστολή των συναισθημάτων αλληλεγγύης προς τον αδελφό λαό της Κύπρου. Τέλος, σήμερα, κάνει πως δεν καταλαβαίνει τι γίνεται στην Κύπρο και τη Ν.Α. Μεσόγειο. Μόλις πρόσφατα το ΚΚΕ διαφοροποιήθηκε από τη γραμμή της «διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας», γεγονός που επέφερε κραδασμούς στις σχέσεις του με το ΑΚΕΛ.
Η ελλαδική αστική τάξη έχει τεράστιες ευθύνες για το κυπριακό ζήτημα και τη διαιώνισή του. Σε καμιά στιγμή δεν είχε το ανάστημα να αντισταθεί ή να αποκαλύψει μεθοδεύσεις και κινήσεις. Η πολιτική της τις τελευταίες δεκαετίες (από το 1974 και ύστερα) ήταν να συγκαλύπτει ευθύνες, να υποβοηθά τα σχέδια των μεγάλων δυνάμεων κάθε φορά, και να αποποιείται κάθε ενεργητική στάση. Όμως το ζήτημα είναι πιο σοβαρό. Κυριαρχεί το στερεότυπο «να βυθίζονταν το νησί να ησυχάζαμε», και οι διατυπώσεις «η Κύπρος αποφασίζει, η Ελλάδα συμπαραστέκεται», που είναι υποκριτικό και προσχηματικό προκάλυμμα της ενδοτικότητας προς τις μεγάλες δυνάμεις και την Τουρκία. Και βεβαίως το περίφημο «η Κύπρος κείται μακράν» κι άρα τι να κάνουμε… Πρόσφατα η ελληνική αστική τάξη σφυρίζει κοιτώντας τον ουρανό τη στιγμή που τα τουρκικά γεωτρύπανα καταπατούν την κυριαρχία της Κύπρου ασύστολα και προκλητικά.
Υπόθεση του λαού το κυπριακό ζήτημα, και όχι μόνο
Όλες ανεξαίρετα οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας έκαναν ό,τι μπορούσαν για υποσκάψουν τους δεσμούς που ένωναν Ελλαδίτες και Ελληνοκυπρίους. Έκαναν ό,τι μπορούσαν για να υπονομευθεί μια ενότητα και ένα κοινό αίσθημα. Και βεβαίως έκαναν ό,τι μπορούσαν για να φαίνεται το κυπριακό ζήτημα σαν μακρινή ιστορία για μια άλλη μακρινή χώρα. Βεβαίως ίδια συμπεριφορά επέδειξε και η επίσημη και η ανεπίσημη Αριστερά. Στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις το ζήτημα απλώς ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ, η Κύπρος είχε αφεθεί εντελώς μόνη.
Η αδελφοποίηση Ελλάδας και Κύπρου είναι μια ρεαλιστική δυνατότητα ενάντια στις μεγάλες δυνάμεις, ενάντια στις πολιτικές διάσπασης και επικυριαρχίας, ενάντια στη νέα εφόρμηση των πολυεθνικών εταιριών και των πρεσβειών, και φυσικά ενάντια στον τούρκικο επεκτατισμό – ο οποίος δεν έχει απαρνηθεί κανένα από τα στρατηγικά του σχέδια. Το κυπριακό ζήτημα, αλλά και όλο το ζήτημα της επιβίωσης του ελληνισμού, της διεξόδου της Ελλάδας από τις τανάλιες που τη στραγγαλίζουν, πρέπει να γίνουν υπόθεση του λαού. Μια ενότητα δύο χωρών σε αυτήν την περιοχή είναι η μόνη πολιτική που μπορεί να δημιουργήσει προϋποθέσεις για να μην μικραίνουν ή ακόμα και να διαλύονται-διαμελίζονται οι δύο κρατικές οντότητες. Όποιος δεν το καταλαβαίνει, δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει…