Αρχική πολιτική Το «κοινωνικό ζήτημα» ως μία ακόμα αναγκαία προϋπόθεση

Το «κοινωνικό ζήτημα» ως μία ακόμα αναγκαία προϋπόθεση

Η Πρωτομαγιά ως παγκόσμια μέρα της εργατικής τάξης και των αγώνων της έχει πλέον μικρή σημασία για τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Γης. Αυτή η φθίνουσα πορεία της στη συνείδηση των ανθρώπων ακολουθεί τη μεγάλη κρίση, έως και διάλυση, του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Το εργατικό κίνημα, αφότου έκανε την ορμητική του εμφάνιση στις σύγχρονες κοινωνίες, για μια εκατονταετία (1880-1980) αποτελούσε μια πρωταγωνιστική δύναμη – η οποία επηρέασε αποφασιστικά τις κοινωνικές και πολιτικοοικονομικές εξελίξεις, προκαλώντας μεγάλα προβλήματα και αναδιαρθρώσεις στην οικονομική διαδικασία καθώς οι άρχουσες τάξεις επιχειρούσαν να το αντιμετωπίσουν.

Αυτά που πέτυχε το εργατικό κίνημα δεν ήταν καθόλου λίγα: κατόρθωσε να αλλάξει τον σύγχρονο κόσμο, να βελτιώσει τις συνθήκες εργασίας, να βγάλει από την απόλυτη σκλαβιά τους εργαζόμενους, να πετύχει κοινωνικές παροχές για όλα τα στρώματα που καταπιέζονταν, να δρομολογήσει νέες κοινωνίες μέσα από επαναστάσεις και εξεγέρσεις, να εμπνεύσει μεγάλα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, να δώσει πλήγματα στον παγκόσμιο καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό.

Ακούγεται περίεργο στις μέρες μας, αλλά μια από τις τελευταίες αναλαμπές του εργατικού κινήματος, ως αυτοτελούς τάξης που παρεμβαίνει καταλυτικά στις εξελίξεις μιας χώρας, εντοπίζεται στην Πολωνία (όπου τώρα δεν έχει απομείνει ίχνος από αυτό, ή μάλλον ό,τι απέμεινε συμμαχεί με τον πιο επαίσχυντο ρόλο στη Δυτική εκστρατεία ενάντια στη Ρωσία) με το κίνημα της «Εργατικής Αλληλεγγύης».

Τρία προβλήματα που δεν επιλύθηκαν

Από όλη την ιστορία του εργατικού κινήματος πρέπει να συγκρατήσουμε πως τίποτα δεν είναι οριστικό και δεδομένο, πως προβλήματα που δεν αντιμετωπίστηκαν ξαναβρέθηκαν στο προσκήνιο, πως η χειραφετητική του επίδραση δεν ήταν συνεχής και δεν περιλάμβανε πολλές από τις πλευρές της σύγχρονης ζωής. Να θυμόμαστε επίσης ότι η αστική επιρροή ήταν πάντα παρούσα στις γραμμές του, με ποικίλους τρόπους. Πολλά φαινόμενα παραβλέφθηκαν, άλλα υποτιμήθηκαν κι άλλα σνομπαρίστηκαν. Το ιστορικό εργατικό κίνημα γνώρισε πολλές μεταμορφώσεις, διάνυσε πολλούς δρόμους, άνοιξέ νέες σελίδες στην παγκόσμια ιστορία, αλλά και αναπαρήγαγε σε άλλη μορφή παθολογίες της αστικής κοινωνίας. Σε γενικές γραμμές, δεν κατάφερε να επιλύσει τρία βασικά, θεμελιώδη ζητήματα:

1) Δεν αποκρυπτογράφησε τη σχέση κεφάλαιο σε βάθος, κι έτσι κινήθηκε σε μια τροχιά «ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων», χωρίς να μετασχηματίζει ριζικά τις παραγωγικές σχέσεις. Το τι συνέβη στις χώρες όπου οικοδομούνταν ο σοσιαλισμός, και η πτωτική τελικά πορεία του, συνδέεται με την μη επίλυση του ζητήματος αυτού, και με την αναπαραγωγή –μέσα στα πλαίσια αυτών των ειδικών κοινωνιών– στρωμάτων που ευνοούσαν την υιοθέτηση όλων των καπιταλιστικών νορμών στην οργάνωση και διεύθυνση της παραγωγής.

2) Δεν μπόρεσε να απαντήσει με ουσιαστικό τρόπο στο εθνικό ζήτημα. Αντί ουσιαστικής απάντησης υπήρξαν δύο εξίσου κραυγαλέα προβληματικές εκδοχές: Η πρώτη ήταν να αγνοεί τη σημασία του, και να αφήνει έτσι τεράστιο χώρο σε αστικές δυνάμεις να το χειρίζονται. Η δεύτερη ήταν να επιδεικνύει τάσεις εθνικού σοβινισμού και πολιτικές μεγάλης δύναμης ή κόμματος-πατέρα απέναντι σε μικρότερα έθνη ή κόμματα, στο όνομα τάχα της υπεράσπισης του σοσιαλισμού. Η «πανανθρώπινη λευτεριά» δεν φάνηκε να είναι η πραγματική σημαία, παρά τις διακηρύξεις.

3) Δεν μπόρεσε να αποφύγει –αντίθετα, ανέπτυξε σε υπέρτατο βαθμό– τον κρατικισμό σε όλες τις εκδοχές του. Ο κρατικισμός και η ταύτιση κόμματος-κράτους μετατράπηκε σε «ανελκυστήρα» νέων προνομιούχων στρωμάτων σε βάρος της κοινωνίας, η οποία το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να παράγει ότι πρόβλεπε ένα πλάνο… Η παλινόρθωση του καπιταλισμού σε όλες αυτές τις χώρες δεν ήταν λοιπόν ένα κακό συμβάν που έπεσε από τον ουρανό το δίχρονο 1989-1991.

Αντίστοιχα, και το εργατικό κίνημα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες γνώρισε μια μεγάλη υποχώρηση και αποσύνθεση.

Δεν μπορεί να συγκροτηθεί καμία εθνική και λαϊκή ενότητα, κανένα αξιόλογο κοινωνικό μπλοκ δυνάμεων, χωρίς να έχει «χώρο» για το «κοινωνικό ζήτημα». Πολλώ δε μάλλον δεν μπορεί να συγκροτηθεί εάν το αγνοεί επιδεικτικά «διότι τώρα προέχουν τα εθνικά ζητήματα»

Η πεντηκονταετία που πέρασε και η αποσύνθεση που επήλθε

Έχουν περάσει κοντά πενήντα χρόνια αφότου ο καπιταλιστικός κόσμος ενεπλάκη σε μια κρίση από την οποία δεν μπορεί να απαλλαγεί, και οι όποιες ανάσες παίρνει δεν του επιτρέπουν να έχει μια ανοδική και ικανοποιητική πορεία. Τα σημάδια των σπασμών του, οι κρίσεις, γίνονται πιο συχνά και αγκαλιάζουν ολόκληρους τομείς (κλασικούς και νέους). Οι επιπτώσεις παγκοσμιοποιούνται πολύ πιο γρήγορα, και όσοι πόλεμοι ή μεγάλες ανακατατάξεις έγιναν δεν έδωσαν την ορμή που θα ήθελαν οι εκπρόσωποι του συστήματος. Τόσο η κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης όσο και η ενσωμάτωση της Κίνας στην παγκόσμια αγορά έδωσαν μεν ανάσες, αλλά δεν μπόρεσαν να αναζωογονήσουν το γερασμένο καπιταλιστικό σύστημα. Αντίθετα, το βάθεμα της κρίσης οδήγησε σε έναν μεγαλύτερο ανταγωνισμό ανάμεσα σε παλιά και νέα κέντρα, τέτοιον που σήμερα οδηγεί προς έναν πιο γενικευμένο πόλεμο ως «λύση».

Όμως μέσα στα 50 χρόνια που μεσολάβησαν έγιναν πολλές και καταιγιστικές αλλαγές στην οργάνωση, τον έλεγχο και τη διαδικασία της παραγωγής. Συντελέστηκαν μεγάλες αναδιαρθρώσεις, που συνέβαλαν στην αποδιάρθρωση του εργατικού κινήματος. Επειδή απλούστατα δεν ήταν ουδέτερες εξελίξεις αμιγώς τεχνολογικού χαρακτήρα: όλες οι αναδιαρθρώσεις στην παραγωγή (και κατ’ επέκταση στο θεσμικό εποικοδόμημα) στόχευαν στη διάλυση και τον χειρισμό της εργατικής δύναμης ως αυτόνομου παράγοντα, που με τους αγώνες και την πολιτική του έκφραση δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα και στην αντιμετώπιση της κρίσης. Μάλιστα από τα πρώτα βήματα της αναδιάρθρωσης (ρηγκανισμός-θατσερισμός) στοχοποιήθηκαν άμεσα οι εργαζόμενοι και όλες οι κατακτήσεις τους σαν όρος για τη συνέχιση της κερδοφορίας και την επιβολή του νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Πρώτα άδειασε το μεγάλο εργοστάσιο, κτυπήθηκαν όλα τα δικαιώματα, διώχθηκαν οι πιο πρωτοπόροι εργαζόμενοι, μεταφέρθηκαν παραγωγικές διαδικασίες σε πολλές χώρες με ανοργάνωτη εργατική τάξη Τροποποιήθηκαν όλες οι εφοδιαστικές αλυσίδες και οι αλυσίδες αξίας τεράστιων παραγωγικών τομέων. Η πληροφορικοποίηση και η ψηφιοποίηση δημιούργησαν νέες περιοχές αξιοποίησης και εκμετάλλευσης της εργασίας, και επιτάχυναν και έκαναν ακόμα πιο ευλύγιστο το κεφάλαιο και τους μηχανισμούς απομύζησης της υπεραξίας.

Ο σκέτος διεκδικητισμός των συνδικάτων ήταν άσφαιρος πλέον, και η συνδικαλιστική πρακτική εντελώς απονομιμοποιημένη στα μάτια των εργαζόμενων. Με τα σημάδια των πρόσφατων κρίσεων, όπως αυτά του 2008-10, της πανδημίας και τώρα του πολέμου, το σκέτο εργατικό κίνημα (ακόμα και σαν ιδέα) αδυνατεί να αρθρώσει αξιόλογο έναν πολιτικό λόγο. Το έχουν ξεπεράσει οι συνθήκες, καρκινοβατεί σε μια φθίνουσα πορεία, υποστηρίζει πλευρές της παγκοσμιοποίησης, και εύκολα ενσωματώνεται σε κάποια από τις αστικές πτέρυγες.

«Αόρατο» αλλά πανταχού παρόν και πλειοψηφικό προλεταριάτο

Επομένως το κύριο εξαγόμενο της πεντηκονταετίας είναι πως τεράστια τμήματα των εργαζόμενων σε ολόκληρο τον κόσμο είναι πολιτικά εξουδετερωμένα, δεν έχουν φωνή, δεν έχουν αυτοτελή πολιτική έκφραση, και παραδίδονται στην εκμετάλλευσή τους από ρεύματα και τάσεις του αστικού πολιτικού χώρου (εθνικισμός, ρατσισμός, συντεχνιασμός κ.λπ.). Στις μέρες μας μάλιστα δεν υπάρχει καν ένα σημαντικό ρεφορμιστικό εργατικό κίνημα. Ένα μεγάλο μέρος του σύγχρονου προλεταριάτου είναι «αόρατο», δεν καταγράφεται πουθενά, δουλεύει από το σπίτι χωρίς ωράρια, χωρίς ασφάλιση και δικαιώματα.

Αυτά τα πενήντα χρόνια συνέβη και μια άλλη διαδικασία: βάθυνε όσο ποτέ η κοινωνική ανισότητα στον σύγχρονο κόσμο. Ποτέ στην ιστορία του καπιταλισμού δεν υπήρξε τέτοια άβυσσος ανάμεσα σε συσσωρευμένο πλούτο και εξάπλωση της φτώχειας και της ένδειας. Μάλιστα φθάσαμε να θεωρείται εντελώς φυσικό να κυριαρχούν ορισμένοι δισεκατομμυριούχοι (στην ουσία εκπρόσωποι μεγάλων ομίλων, που όμως έχουν και τεράστια προσωπική περιουσία) στις ΗΠΑ, στην Ε.Ε., στην Κίνα και τη Ρωσία, στις χώρες του Κόλπου και αλλού. Αυτοί ορίζουν τις προδιαγραφές της κοινωνικής και οικονομικής ζωής και τα πρότυπα ιδεολογικής συμπεριφοράς…

Άρα έχουμε ένα νέο παγκόσμιο προλεταριάτο ασυγκρότητο, ανοργάνωτο, ασύνδετο, πιο ατομικοποιημένο, τεμαχισμένο και ελεγχόμενο. Πιο πληθυντικό και ετερογενές. Και πιο θηλυκό από ποτέ, αφού οι γυναίκες αποτελούν ένα μεγάλο τμήμα του. Η νέα διάρθρωσή του, οι πείρα του και οι αγώνες του είναι σε πορεία διαμόρφωσης και συγκρότησης. Είναι υπαρκτό και λανθάνον. Είναι μεγαλύτερο και πιο απλωμένο στον πλανήτη παρά ποτέ. Δεν είναι πλέον ένα πλάσμα του αναπτυγμένου Δυτικού κόσμου και των παρυφών του. Είναι η πλειοψηφία του σύγχρονου κόσμου.

Άρα το σύγχρονο «κοινωνικό ζήτημα» αφορά όλους όσοι για να ζήσουν πρέπει να δουλέψουν (να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη). Όλους όσοι πρέπει να επιβιώσουν αφού απορριφθούν από την παραγωγική διαδικασία (και αυτή είναι μια έντονη τάση της αναδιάρθρωσης). Όλους όσοι πρέπει να σκεφθούν και να ανακαλύψουν έναν κόσμο που να τους χωρά, που να μην διέπεται από σχέσεις εκμετάλλευσης, όπου θα ζούνε με αξιοπρέπεια κι όχι αλλοτριωμένοι και ακρωτηριασμένοι σαν άνθρωποι. Δεν υπάρχει καμιά ουσιαστική διέξοδος για την ανθρωπότητα χωρίς να επιλυθεί –άρα πρώτα απ’ όλα να αναγνωριστεί– το σύγχρονο κοινωνικό ζήτημα. Δεν επιτρέπεται η γεωπολιτική και οι στρατοπεδεύσεις να απορροφούν και να εκμηδενίζουν το «κοινωνικό ζήτημα». Δεν μπορεί να συγκροτηθεί καμία εθνική και λαϊκή ενότητα, κανένα αξιόλογο κοινωνικό μπλοκ δυνάμεων, χωρίς να έχει «χώρο» για το «κοινωνικό ζήτημα». Πολλώ δε μάλλον δεν μπορεί να συγκροτηθεί εάν το αγνοεί επιδεικτικά «διότι τώρα προέχουν τα εθνικά ζητήματα».

Ελλάδα και «κοινωνικό ζήτημα»

Στη χώρα μας οι καλύτερες στιγμές του εργατικού κινήματος ήταν όταν συνδύασε σωστά τα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα, όταν τα είδε στην ενότητά τους, όταν στη βάση τους συγκρότησε τον λαό σε υποκείμενο. Ακόμα, δεν μπορεί να σταθεί σε συνθήκες όπως της Ελλάδας ένα «καθαρό» εργατικό κίνημα που θα παραβλέπει όλα τα εθνικά και δημοκρατικά ζητήματα, όλα τα ζητήματα της Πολιτικής και του κράτους. Δεν μπορεί να σταθεί χωρίς να προβάλλει ένα εναλλακτικό μοντέλο πολιτειακής και κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο θα αφαιρεί από τις ελίτ τα μονοπώλια που έχουν στα χέρια τους (κράτος, ιδιοκτησία μέσων παραγωγής), και χωρίς να εγκαθιδρύει ένα συνεχές, διαρκές κίνημα εκδημοκρατισμού – το οποίο θα προϋποθέτει την ουσιαστική συμμετοχή των εργαζόμενων τάξεων και του λαού της χώρας σε όλα τα ζητήματα.

Από την πρώτη απεργία στη Σύρα το 1879, από τα πρώτα εργατικά σωματεία που ιδρύθηκαν σε λιμάνια και πόλεις της χώρας, από την απεργία στο Λαύριο, από τον Δημοκρατικό Σύλλογο της Πάτρας που είχε σαν έμβλημα το «η επανάσταση είναι νόμος της προόδου», έως τον γιορτασμό της πρώτης Πρωτομαγιάς στο Παναθηναϊκό Στάδιο (1894), το «Κοινωνικό Ζήτημα» του Γ. Σκληρού (1907) και τις δίχρονες συζητήσεις που προκάλεσε στο περιοδικό Νουμάς… από την Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης μέχρι την ίδρυση των πρώτων Εργατικών Κέντρων στο Βόλο και στην Αθήνα, κι έπειτα την ίδρυση της ΓΣΕΕ το 1918… έχει περάσει πολύς καιρός. Το νεαρό τότε εργατικό κίνημα είχε να αντιμετωπίσει τους Βαλκανικούς Πολέμους, τη Μικρασιατική Καταστροφή, τα στρατιωτικά κινήματα και τον διχασμό της αστικής τάξης, τον φασισμό του Μεταξά και τις διώξεις, τη γερμανική Κατοχή, το Σκοπευτήριο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του 1944, τον εμφύλιο, το μετεμφυλιακό κράτος και τα Μακρονήσια, τα στρατοδικεία και τις εκτελέσεις. Έπειτα τη χαμένη άνοιξη του 1960-67, τη δικτατορία του 1967-74 και τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, την κρίση του 2008-10, τα μνημόνια, την πανδημία, και τώρα ξανά τον πόλεμο.

Όπως διαπιστώνει κανείς, οι γενικές (διεθνείς) τάσεις επέδρασαν με ειδικό (τραυματικό) τρόπο στην Ελλάδα και στο εργατικό της κίνημα. Αυτήν την πείρα πρέπει να αναλογιστούμε και να βγάλουμε συμπεράσματα. Όχι για να αποθαρρυνθούμε ή να αλλάξουμε ρότα, αλλά για να τεθεί με ουσιαστικό τρόπο το σύγχρονο «κοινωνικό ζήτημα»: δηλαδή ως αναγκαία προϋπόθεση για τη διέξοδο της χώρας και τη χειραφέτηση, τη δημοκρατία, την ελευθερία.

Σχόλια

Exit mobile version