Υπόθεση του Μαΐου πλέον η ενδεχόμενη ολοκλήρωση της αξιολόγησης – Πλήρης επιβολή της ατζέντας του Ταμείου – Κυβέρνηση και ευρωπαϊκή τρόικα περιμένουν ένα νεύμα από Ουάσιγκτον
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Κατά τα φαινόμενα, το ΔΝΤ εκπροσωπείται κανονικότατα στο Euroworking Group των 19 χωρών της Ευρωζώνης και αξιοποιεί «δημιουργικά» όλο τον χρόνο που έχει στη διάθεσή του για να φτάσει την αξιολόγηση στα όρια των δικών του θεσμικών προθεσμιών. Και οι δικές του προθεσμίες απλώνονται τουλάχιστον μέχρι τον Ιούνιο, οπότε θα έρθει στο Εκτελεστικό του Συμβούλιο εισήγηση για τους μελλοντικούς κανόνες εμπλοκής σε κρατικές διασώσεις κρατών που μετέχουν σε νομισματικές ενώσεις, πρακτικά μόνο της Ευρωζώνης. Από εκείνη τη στιγμή και μετά θα μπορεί να αποφασίσει αν και σε ποιο βαθμό θα δανείσει την Ελλάδα στο πλαίσιο του τρίτου Μνημονίου.
Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να ερμηνευτεί όχι μόνο το «μπλόκο» στο τελευταίο Euroworking Group, αλλά το γεγονός ότι το ΔΝΤ με κάθε ευκαιρία επαναφέρει όλο το «πακέτο» των απαιτήσεών του: επαναφορά του λοκ άουτ, αύξηση του ορίου ομαδικών απολύσεων, κατάργηση της προσωπικής διαφοράς από το 2019 κλπ. Επί της ουσίας, η στάση του ΔΝΤ καθιστά αδύνατη τη συμφωνία μέχρι το Eurogroup της 7ης Απριλίου. Πράγμα που επιβεβαίωσε ο πρόεδρός του Γερούν Ντάισελμπλουμ, αφήνοντας πάντως ανοικτό το ενδεχόμενο μιας έκτακτης συνεδρίασης, πριν από τις 22 Μαΐου. Πηγές της Κομισιόν και της κυβέρνησης υποστηρίζουν ότι είναι εφικτό, με εντατικές τηλεδιασκέψεις, να εξασφαλιστεί τουλάχιστον η επιστροφή των επικεφαλής του κουαρτέτου στην Αθήνα την προσεχή εβδομάδα, κάτι που υπέδειξε αλλά δεν επέβαλε το Euroworking Group. Αλλά ακόμη και σ’ αυτό το ΔΝΤ έχει τον τελευταίο λόγο: έχει καταστήσει σαφές ότι θα επιτρέψει στη Ντέλια Βελκουλέσκου να συνοδεύσει την ευρωπαϊκή τρόικα στην ελληνική πρωτεύουσα μόνο εφόσον έχει διαμορφωθεί πλήρως ολοκληρωμένη συμφωνία. Άρα, προϋπόθεση επιστροφής είναι να κάνει η κυβέρνηση μερικές ακόμη πολιτικά επώδυνες υποχωρήσεις.
Οι δανειστές δεν «καίγονται»
Από τις αλλεπάλληλες εμπλοκές στη διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση προκύπτει ότι δεν επιβεβαιώνεται η κυβερνητική αισιοδοξία πως οι Ευρωπαίοι δανειστές, παρά τις τρικλοποδιές του ΔΝΤ, «καίγονται» να κλείσει η συμφωνία πριν από τις γαλλικές εκλογές της 5ης Μαΐου (δεύτερος γύρος). Έπαιξαν προφανώς τον καθησυχαστικό ρόλο τους τα αποτελέσματα των ολλανδικών εκλογών, αλλά πολύ περισσότερο ο θρίαμβος του κόμματος των Μέρκελ – Σόιμπλε στο Ζάαρ. Ο πολιτικός αέρας που κερδίζει η Μέρκελ έναντι των βασικών αντιπάλων της σοσιαλδημοκρατών καθιστά πιο ρεαλιστικό το σενάριο σύμφωνα με το οποίο το deal με την επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ περιλαμβάνει το ενδεχόμενο το ελληνικό ζήτημα να μείνει σε εκκρεμότητα ακόμη και μέχρι την επαύριο των γερμανικών εκλογών. Ίσως όχι σε όλα του τα κεφάλαια, αλλά σίγουρα στα πιο κρίσιμα, όπως το θέμα του χρέους και των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018.
Με τα δεδομένα αυτά, ακόμη και το ορόσημο της 22ης Μαΐου (επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup) παραμένει αβέβαιο, εκτός αν η κυβέρνηση υποχωρήσει σε όλα τα μέτωπα. Ενδιάμεσες ευκαιρίες να κλείσει η αξιολόγηση νωρίτερα, μέσα από μια τυπική έκτακτη συνεδρίαση του Eurogroup, υπάρχουν και η σημαντικότερη είναι η εαρινή σύνοδος του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον, 21-23 Απριλίου. Κατά το αισιόδοξο κυβερνητικό σενάριο εκεί, στην αμερικανική πρωτεύουσα, υπάρχει η δυνατότητα να κλείσει η λεγόμενη «ολική συμφωνία», που περιλαμβάνει το θέμα των μεταμνημονιακών πλεονασμάτων και, κυρίως, τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, που το ΔΝΤ θέτει ως όρο για τη σχεδόν συμβολική συμμετοχή του στον δανεισμό (με ένα ποσό έως 6 δισ.). Ωστόσο, τη δυνατότητα αυτής της «ολικής συμφωνίας» μπλοκάρει η γερμανική ηγεσία, που διέρρευσε προ ημερών ότι τόσο η Μέρκελ όσο και ο Σόιμπλε δεν συζητούν παρέμβαση στο χρέος πέραν των επιμηκύνσεων στις ωριμάνσεις των ομολόγων. Για την ακρίβεια, θεωρούν ότι ένα πάγωμα των επιτοκίων, που υποτίθεται ότι είναι στο πακέτο των παρεμβάσεων που επεξεργάζεται ο ESM, είναι απαράδεκτο διότι θα επιβάρυνε τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης μέχρι και κατά 120 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετιών. Αν φύγει από το τραπέζι αυτή η παρέμβαση, όμως, είναι απίθανο το ΔΝΤ να αντιμετωπίσει το ελληνικό χρέος ως βιώσιμο ή «εξυπηρετήσιμο» έστω, κι αυτό σημαίνει ότι το μπαλάκι επιστρέφει στην ελληνική κυβέρνηση, που θα κληθεί να αποδεχθεί υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για πολλά χρόνια. Αυτά που το ΔΝΤ θεωρεί και με κάθε ευκαιρία χαρακτηρίζει ως μη ρεαλιστικά. Ο φαύλος κύκλος διαιωνίζεται, κι είναι άγνωστο
Το κυβερνητικό δίλημμα
Οι μόνες διέξοδοι που διαθέτει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι δύο: είτε να διασώσει τα τελευταία ίχνη «κόκκινων γραμμών» δοκιμάζοντας τις αντοχές της μέχρι τον Ιούνιο, οπότε αρχίζει να μετράει αντίστροφα ο χρόνος για την εξόφληση χρέους ύψους 7 δισ. χωρίς να έχει στα χέρια της την ισόποση δόση δανεισμού που αντιστοιχεί στη δεύτερη αξιολόγηση. Είτε να αφαιρέσει από το ΔΝΤ και τους Ευρωπαίους δανειστές κάθε πρόσχημα κωλυσιεργίας, αποδεχόμενη όλες τις απαιτήσεις τους. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση πολιτικά γίνεται «σάντουιτς». Έχει ήδη κάνει μείζονες υποχωρήσεις. Έχει αποδεχθεί μείωση του αφορολογήτου ορίου κάτω από τα 6.000 ευρώ, έχει συμβιβαστεί με τη νέα μείωση στις συντάξεις κι απλώς διαπραγματεύεται τον χρόνο εκκίνησής της, έχει συνηθίσει στην ιδέα ότι η περίφημη επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων δεν θα συζητηθεί πριν από το 2019. Διαπραγματεύεται τα πολυδιαφημισμένα αντίμετρα (μείωση φορολογικών συντελεστών, μικρή μείωση του ΕΝΦΙΑ και κάποιες προνοιακές παροχές) συναντώντας αντιρρήσεις από τους δανειστές, ενώ παζαρεύει την πώληση μονάδων της ΔΕΗ, αλλά και των ορυχείων λιγνίτη, έχοντας εξ ορισμού απέναντί της τους φορείς και την κοινωνία της Δυτικής Μακεδονίας κι άλλων περιοχών, γεγονός που βρίσκει αντανάκλαση και σε ορισμένους βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Από τη βεβαιότητα με την οποία η κυβέρνηση προεξοφλεί ότι «η τεχνική συμφωνία θα κλείσει άμεσα» και από τη σπουδή με την οποία προωθεί προς ψήφιση στη Βουλή ό,τι έχει ήδη συμφωνηθεί, προκύπτει ότι έχει κάνει τη δεύτερη επιλογή. Δηλαδή να υποχωρήσει ακόμη και σε μέτωπα που βάρυνε με ισχυρό συμβολισμό, όπως αυτό των συλλογικών συμβάσεων ή της μείωσης των συντάξεων από το εκλογικό έτος 2019, με στόχο να αποσπάσει έστω και μια ημιτελή τεχνική συμφωνία μέχρι την ερχόμενη Παρασκευή. Και πάλι τον τελικό λόγο έχει το ΔΝΤ. Το κατά πόσο έχει διαθέσεις συμβιβασμού στις τελευταίες λεπτομέρειες του «μισού μνημονίου» πρόσθετων μέτρων που έχει ήδη επιβάλει θα φανεί από το αν τη Δευτέρα το κουαρτέτο έρθει στην Αθήνα, μαζί με την Ντ. Βελκουλέσκου. Κυβέρνηση και ευρωπαϊκή τρόικα περιμένουν σήμα από Ουάσιγκτον.