Του Χάικ Κασαρτζιάν*

Για ποικίλους πολιτικούς και ηθικούς λόγους, η επίσημη Τουρκία δεν παραδέχτηκε ποτέ πλήρως το έγκλημα της γενοκτονίας που διέπραξε σε βάρος του αρμενικού λαού. Το στοιχείο της άρνησης βρίσκεται πολύ πρώιμα στην τουρκική πολιτική επί του σχετικού ζητήματος, ταυτόχρονα με την επιτέλεση της γενοκτονίας. Το επίσημο τουρκικό κρατικό διάταγμα της άνοιξης του 1915 μιλάει για πρόσκαιρη εκτόπιση των Αρμενίων και για φύλαξη των περιουσιών τους από ειδική κρατική επιτροπή, αποβλέποντας να δημιουργήσει ευθύς εξ αρχής ένα προπέτασμα καπνού προοριζόμενου να καλύψει και να παραποιήσει τα τεκταινόμενα.

Στην πρώιμη μεταπολεμική (μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) περίοδο υπήρξαν Τούρκοι πολιτικοί και διανοούμενοι που παραδέχτηκαν σε όλη του την έκταση το έγκλημα που είχε επιτελεστεί κατά των Αρμενίων, αποδίδοντάς το, πάντως, στη νεοτουρκική πολιτική ηγεσία και προσπαθώντας να αποσείσουν κάθε ευθύνη από τους ώμους του τουρκικού λαού. Από την πλευρά τους, οι πρώτες μεταπολεμικές τουρκικές κυβερνήσεις αποδέχτηκαν επίσημα μέρος της ευθύνης παρουσιάζοντας ταυτόχρονα τους Αρμενίους ως συνυπεύθυνους. Επίσημα τουρκικά κυβερνητικά κείμενα, όπως π.χ. υπομνήματα που υπεβλήθησαν στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, περιείχαν ανάλογες παραδοχές, πάντοτε υπό την αίρεση ότι οι ευθύνες του τουρκικού λαού για την γενοκτονία ήταν ανύπαρκτες. Έτσι, στο υπόμνημα που υπέβαλε ο Μεγάλος Βεζίρης, Νταμάτ Φερίτ Πασάς διαβάζουμε: «Στη διάρκεια του πολέμου ολόκληρος ο πολιτισμένος κόσμος συγκινήθηκε από τις αφηγήσεις των εγκλημάτων που αποδίδονταν στους Τούρκους. Δεν έχω καμία πρόθεση να παραποιήσω αυτά τα εγκλήματα που η φύση τους είναι τέτοια ώστε να κάνει την ανθρώπινη συνείδηση να φρίττει στο διηνεκές. Δεν θα είχα το θάρρος να εμφανιστώ ενώπιον της παρούσας Υψηλής Συνέλευσης, αν πίστευα ότι ο οθωμανικός λαός έφερε έστω και την παραμικρή ευθύνη…»

Ακόμα και εκείνη την περίοδο, με τα γεγονότα νωπά στη μνήμη της διεθνούς κοινής γνώμης, με τα πνεύματα των νικητών, οι οποίοι είχαν εκατόμβες θυμάτων, εξημμένα κατά των  ηττημένων Τούρκων, με πασίδηλη την πρόθεση των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών να χρησιμοποιήσουν τα δεινά του αρμενικού λαού ως μια από τις προφάσεις τις οποίες ήταν διατεθειμένοι να επικαλεστούν προκειμένου να προωθήσουν, προς δικό τους όφελος, τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το στοιχείο της άρνησης ήταν εγγενές στις τουρκικές ατελείς και ανειλικρινείς παραδοχές. Μερικές από τις «τεχνικές» που μετήλθε εκείνη την πρώιμη περίοδο η επίσημη Τουρκία, προκειμένου να μετριάσει το βάρος της ευθύνης της τουρκικής πλευράς ήταν η επίκληση αρμενικών επαναστατικών κινημάτων, ο υποβιβασμός του αριθμού των θυμάτων, η αντιπαραβολή τους με τον αριθμό των μουσουλμάνων οι οποίοι είχαν χάσει –για άλλους βέβαια λόγους- τη ζωή τους στη διάρκεια του πολέμου, ο υποβιβασμός του αριθμού των Αρμενίων που ζούσαν προπολεμικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η απόδοση μεγάλου αριθμού θανάτων στην αυθαιρεσία μεμονωμένων αξιωματούχων ή σε τυχαίους παράγοντες (ασθένειες, φυσικές συνθήκες κλπ.) Στην μπροσούρα του 1919 «Το Αρμενικό ζήτημα, η τουρκική άποψη» το τουρκικό κόμμα Κονγκρέ Μιλί απέδιδε την ευθύνη των σφαγών στα ίδια τα θύματα! Στη σελίδα 86 της μπροσούρας διαβάζουμε: «Ναι! Σε αρκετά μέρη ο μουσουλμανικός πληθυσμός εξαγριωμένος από τα αναρίθμητα εγκλήματα των Αρμενίων προέβη σε αντίποινα.. Σχεδόν σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι μουσουλμάνοι ενεργούσαν εκδικούμενοι επ’ ονόματι του κράτους, του Ισλάμ ή των δεινών που είχαν υποστεί προσωπικά οι ίδιοι… Οι Αρμένιοι είχαν φερθεί σαν δαίμονες. Θα περίμενε κανείς από τους μουσουλμάνους να φερθούν σαν άγγελοι;»

Τα όρια της τουρκικής αποδοχής φάνηκαν με την δημιουργία ειδικού στρατοδικείου το οποίο δίκασε την άνοιξη του 1919 στην Κωνσταντινούπολη  τα μέλη –τα περισσότερα ερήμην- της τουρκικής κυβέρνησης της πολεμικής περιόδου. Στο κατηγορητήριο περιλαμβάνονταν και τα ακόλουθα:

«Μερικά μέλη του κομιτάτου… και κρατικοί λειτουργοί που βρίσκονταν υπό την επιρροή του κομιτάτου, κινούμενοι από την προσδοκία κέρδους ή από φόβο, προέβησαν, με τη βοήθεια πολύ περιορισμένων στον αριθμό ατόμων, που συνέπραξαν μαζί τους από καλή πίστη ή από άγνοια, σε σφαγές, λεηλασίες πυρπολήσεις οικιών, κλοπές και βασανισμούς κατοίκων αυτής της χώρας, χωρίς διάκριση φυλής ή θρησκείας. Αυτοί που επλήγησαν περισσότερο ήταν οι Αρμένιοι. Υπήρξαν όμως και πολλοί Τούρκοι οι οποίοι υπέφεραν.»

Το δικαστήριο καταδίκασε ελάχιστους και ελάσσονες κρατικούς λειτουργούς για τη συμμετοχή τους στην Αρμενική Γενοκτονία και από αυτούς μόνο ο δήμιος της Υοσγάτης, ο διαβόητος Κεμάλ ο Χασάπης («Κασάπ Κεμάλ») οδηγήθηκε στην αγχόνη. Η κηδεία του έγινε με χρήματα που συγκεντρώθηκαν με λαϊκό έρανο και την παρακολούθησαν δεκάδες χιλιάδες τουρκικού λαού της Κωνσταντινούπολης.

Το κεμαλικό καθεστώς επιδόθηκε όχι απλώς στην άρνηση της γενοκτονίας, αλλά και σε μια προσπάθεια εξάλειψης της ανάμνησης της ύπαρξης του αρμενικού λαού στον ιστορικό του χώρο. Τα αρμενικά ιστορικά μνημεία καταστρέφονταν ή αφήνονταν να ερειπωθούν, ενώ η τουρκική ιστοριογραφία ελαχιστοποιούσε ή εκμηδένιζε την ιστορική δράση των Αρμενίων στη Μικρά Ασία. Για παράδειγμα, το κλασικό έργο «Αναγεννώμενος Φοίνιξ» του Τούρκου ιστορικού Ιρφάν Οργκά, δεν περιέχει τη λέξη «Αρμένιοι» ή «Αρμενία».

Μια σειρά από εξελίξεις, όπως η δημιουργία της κεμαλικής Τουρκίας, την οποία η Δύση επιζητούσε να χρησιμοποιήσει ως ανάχωμα κατά της Σοβιετικής Ένωσης, η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929, η ανάδυση των αναθεωρητικών δικτατοριών του Χίτλερ και του Μουσολίνι, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η αποδυνάμωση του αρμενικού εθνικού μετώπου από εμφύλιες διαμάχες και προ παντός η απώθηση των συμβάντων του 1915 στα βαθύτερα στρώματα της μνήμης της διεθνούς κοινής γνώμης συντέλεσαν στην αποεπικαιροποίηση για μερικές δεκαετίες του ζητήματος της Αρμενικής Γενοκτονίας. Η επανεμφάνισή του από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά έφερε την τουρκική πλευρά αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις.

Μπορούμε να θεωρήσουμε το 1965 ως σημείο εκκίνησης της διαδικασίας επανόδου του ζητήματος της Αρμενικής Γενοκτονίας στο πολιτικό προσκήνιο. Η φιλελευθεροποίηση του σοβιετικού καθεστώτος μετά τον θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν (1953) έδωσε τη δυνατότητα να αναπτυχθεί στη Σοβιετική Δημοκρατία της Αρμενίας ένα κλίμα πατριωτισμού. Οι Αρμένιοι, οι οποίοι είχαν προασπίσει με ποταμούς αίματος τη Σοβιετική Ένωση στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο, ένιωθαν ότι η έκφραση της προσήλωσής τους στην εθνική ιστορία και τις παραδόσεις τους ήταν συμβατή με το σοβιετικό πατριωτισμό τους. Το νέο αρμενικό πατριωτικό κίνημα εκφράστηκε με την επανέκδοση βιβλίων των εθνεγερτών συγγραφέων του 19ου αιώνα, τη συγγραφή μελετών για τους εθνικούς αγώνες του αρμενικού λαού και για τη Γενοκτονία, την ανέγερση μνημείων για εθνικούς ήρωες και τα θύματα της Γενοκτονίας κλπ. Βέβαια, όλα αυτά γίνονταν με την ανοχή της Μόσχας, η οποία είχε ανακινήσει το 1946 το ζήτημα της επιστροφής από την Τουρκία των αρμενικών επαρχιών Καρς και Αρνταχάν που είχαν παραχωρηθεί στην τελευταία με τις Συνθήκες της Μόσχας και του Καρς, το 1921, ενώ ακολουθούσε από τη δεκαετία του 1950 και μετά μια πολιτική διείσδυσης στην Ανατολική Μεσόγειο. Αποκορύφωμα του διεκδικητικού κινήματος του λαού της Σοβιετικής Αρμενίας ήταν η μεγάλη λαϊκή διαδήλωση στο κέντρο του Ερεβάν κατά την 50η επέτειο της Γενοκτονίας (1965) με κεντρικό σύνθημα «Μερ Χογέρ!» (Θέλουμε τα εδάφη μας!). Ανάλογες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας/διεκδίκησης οργανώθηκαν το ίδιο έτος από τις αρμενικές κοινότητες της Διασποράς.

Η δράση του Αρμενικού Μυστικού Στρατού για την Απελευθέρωση της Αρμενίας (ASALA), ο οποίος προέβη στην εκτέλεση δεκάδων Τούρκων διπλωματών στα χρόνια 1975-1983, έδωσε μεγάλη δημοσιότητα παγκοσμίως στο Αρμενικό Ζήτημα. Αμυνόμενη, η τουρκική κυβέρνηση υιοθέτησε την πολιτική άσκησης πίεσης προς διάφορες κυβερνήσεις προκειμένου οι τελευταίες να μην χαρακτηρίζουν τα γεγονότα του 1915 ως γενοκτονία και να μην υιοθετούν ψηφίσματα που τα καταδίκαζαν. Οι Τούρκοι πανεπιστημιακοί συνέγραψαν ένα πακτωλό επιστημονικοφανών μονογραφιών στις οποίες αρνούνται και αποπειρώνται να ανασκευάσουν και την παραμικρή λεπτομέρεια των γεγονότων του 1915. Παράλληλα, η τουρκική κυβέρνηση προσέλαβε ξένους ακαδημαϊκούς δασκάλους (ιδίως Αμερικανούς), οι οποίοι ανέλαβαν εργολαβικά το έργο της πλαστογράφησης της ιστορίας. Δυστυχώς για την Τουρκία, τα επιχειρήματα που έχουν κατά καιρούς προβάλει αυτοί οι αργυρώνητοι κονδυλοφόροι, έχουν καταρριφθεί πανηγυρικά από Αρμενίους και ξένους (ιδίως Αμερικανούς και Εβραίους) ειδικούς.

Τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει στους κόλπους της τουρκικής και κουρδικής αριστεράς μια αργή και επίπονη διαδικασία επαναπροσέγγισης του ζητήματος της Αρμενικής Γενοκτονίας από την οπτική της ανθρώπινης τραγωδίας και της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του αρμενικού λαού. Είναι άγνωστο  μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτή η απόπειρα και αν θα αγγίξει το ουσιώδες της όλης υπόθεσης, δηλαδή την απόδοση στον αρμενικό λαό εδαφών της σημερινής Τουρκίας, επί των οποίων ο τελευταίος έχει ιστορικά, ηθικά και νομικά δικαιώματα. Το ενθαρρυντικό πάντως είναι ότι το τείχος της σιωπής έχει αρχίζει να παρουσιάζει ρωγμές.

 

*O Χάικ Κασαρτζιάν είναι  Προέδρος του Κέντρου Ελληνο-Αρμενικών Μελετών

 

Σφαγές και εκτοπίσεις των Αρμενιών το 1915

Σφαγές και εκτοπίσεις των Αρμενιών το 1915

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!