του Γιάννη Σχίζα

«Τύπος» στο Γουέστερν σήμαινε τον άνθρωπο που χωρίς να είναι πρωταγωνιστής έπαιζε καίριο ρόλο – κωμικό ή κάθε τι άλλο– στην εξέλιξη του έργου. Ο «τύπος» εξασφάλιζε μια γρήγορη εικόνα στην όλη εξέλιξη , που έπαιζε και αυτή το ρόλο της – μικρό αλλά διακριτό.

Παραδείγματος χάρη ο Ιλάι Γουάλας: Που δεν έγινε μεν πρωτοκλασάτο κινηματογραφικό όνομα στη διάρκεια της 98χρονης ζωής του, όμως υπήρξε αδιαμφισβήτητα «τύπος». Έπαιξε σε πολλά φιλμ, μέχρι και στον «Αόρατο συγγραφέα» του Πολάνσκυ – έργο που έμεινε αξέχαστο στους πολιτικοποιημένους σινεφίλ γιατί έκανε «φύλλο και φτερό» τη προσωπικότητα του Τόνυ Μπλαιρ, καθώς έδειχνε την πορεία προς την «πρακτόρευση συμφερόντων» ενός πρώην πρωθυπουργού της Αγγλίας. Ο Γουάλας λοιπόν έμεινε αξέχαστος για τη συμμετοχή του στο έργο του Σέρτζιο Λεόνε «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», όπου έπαιζε προφανώς τον άσχημο, σκατόφατσα ων… Κι ακόμη έχω τη πεποίθηση ότι κάποιοι παλιοί σινεφίλ ξεκαρδίζονται από την ιστορική σκηνή, όπου ο Γουάλας, καλυμμένος από τους αφρούς του μπάνιου σε κάποιο μοτέλ της άγριας Δύσης, δέχεται τη εκδικητική εισβολή ενός παλιού θύματός του: Το θύμα οπλοφορεί και τον περιλούει με κατηγορίες και ύβρεις, μέχρι που ο Γουάλας τον πυροβολεί από το βάθος των αφρών με το πιστόλι του, που δεν αποχωρίζεται ούτε και στη μπανιέρα! Και εν είδει φιλοσοφικού στοχασμού εκφωνεί με τα μεξικανοπρεπή αγγλικά του –προφανώς κατά τις υποδείξεις του σκηνοθέτη– ένα αξιοπρόσεκτο γνωμικό: When you are about to shoot, shoot, do not talk… (Όταν είναι να πυροβολήσεις, πυροβόλησε, μην μιλάς)!

Μέχρι και εξιταλισμένο Γουέστερν…

Το Γουέστερν στη τελευταία περίοδό του χρησιμοποίησε πολλά τρικ, πέρα από τη μεξικανοποίηση ενός Ισραηλίτη γεννημένου στο Μπρούκλιν, όπως ο Γουάλας. Το γουέστερν είχε προτίμηση στους όμορφους και ευσταλείς, στους γρήγορους που σε ξαπόστελναν στην κόλαση μέχρι να πεις κίμινο, όμως σε πολλά φιλμ προτιμούσε τους άσχημους, τους οποίους αναβάθμιζε σε τύπους: Όρα περίπτωση Κλάους Κίνσκυ. Υπήρξαν πιστολίδια και τουφεκίδια με ακρίβεια που θα τη ζήλευε ακόμη και το τελευταίο διαστημικό εγχείρημα στον Κρόνο, υπήρξε μέχρι και κάποιος «εξιταλισμός» (σπαγγέτι γουέστερν), ενώ υπήρχαν πολεοδομικά στερεότυπα προς τα οποία συμμορφωνόταν γενικά το είδος: Όπως ο φαρδύς δρόμος των μονομαχιών, το σαλούν με το δεύτερο όροφο για τις ερωτικές περιπτύξεις, η τράπεζα, το γραφείο κηδειών, το πρόχειρο κρατητήριο του σερίφη, ο «ανθρωπιστικός» απαγχονισμός κακοποιών σε δημόσια θέα. Υπήρξε μια παρέλαση διαφορετικών τύπων και υποθέσεων, που ιστορικά εδραζόταν σε κάτι παραπάνω από μισό αιώνα : Από τα μέσα του 19ου μέχρι τις αρχές του 20ου, από ξετρελαμένους Ινδιάνους που εν απουσία μνημονίων έπαιρναν το σκαλπ των λευκών , έως τις εισβολές μεγαλοκαπιταλιστών σε αγροτική γη για την εξόρυξη μετάλλων ή για την άντληση νερού από φτωχοαγρότες, από την εισβολή του σιδηροδρόμου μέχρι την εισβολή του ΙΧ, από την αυτοδικία και αυτοάμυνα με το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα της ατομικής οπλοφορίας, έως το τελικό κρατικό μονοπώλιο της βίας.

Το γουέστερν παίχθηκε κατά κόρον στην ελληνική κοινωνία, εκεί είχε μεγάλη απήχηση, με την παρουσία πολλών τύπων. Όμως αυτό δεν οφειλόταν σε μια απλή περιπετειώδη ιδιαιτερότητα που μαγνήτιζε τα βλέμματα της εποχής, αλλά στην αίγλη που απέπνεε ο Νέος Κόσμος, στην περίσσεια πόρων, χώρων, ευκαιριών και σκηνικών, που μεταφράζονταν σε μεταναστευτική δυνατότητα, που έρχονταν σε αντίθεση με τις ελλείψεις του Παλαιού. Στα πλαίσια μιας ετεροχρονισμένης εξέλιξης, πολύ μετά τους αδελφούς Μαρξ που σάρκαζαν την Άγρια Δύση με χωρατά όπως η τηλεφωνική κλήση του σερίφη (όταν το τηλέφωνο δεν είχε ακόμη ανακαλυφθεί!) η ελληνική νεολαία των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών εντρυφούσε σε ένα αντικαθωσπρεπεικό έντυπο όπως «Η Μάσκα». Ταυτόχρονα σε ημιλούμπεν κινηματογράφους της Αθήνας όπως η «Αλάσκα», το «Αθηναϊκόν», το «Νέο Ροζικλαίρ» και άλλα, υπήρχαν θεατές που, σαν παιδάκια-αναγνώστες παραμυθιών, παρακολουθούσαν 3 και 4 φορές το ίδιο «καμπόϊκο» – που λέγανε κατά τα κουτσοenglish της εποχής…

Διάλογος με τον Μπαρτ

Χαρακτηριστική ήταν η αφήγηση ενός «θαμώνα», που περιέλαβα σε κείμενό μου υπό τον τίτλο «Κινηματογράφος και Πόλη»*: Η αφήγηση αφορούσε τη προβολή φιλμ, στη τελευταία σκηνή του οποίου ο Μπαρτ Λάνκαστερ «καθάριζε» τον κακό, στριφογυρνούσε τα κολτ στα χέρια του, τα τοποθετούσε στη θήκη τους, έστρεφε τα νώτα στους θεατές και βάδιζε προς το βάθος – ενώ η μουσική έπαιρνε επικούς τόνους και στην οθόνη κυριαρχούσαν οι ανταύγειες του ηλιοβασιλέματος. Ένας «σινεφίλ» του Αθηναϊκού, μάλλον άστεγος εκείνης της εποχής, που είχε δει το έργο δυοτρειςτέσσερειςπέντε φορές, φώναξε μέσα στη κινηματογραφική αίθουσα «Ε, Μπαρτ, δεν θα πεις ένα γειά;» – και ο Μπαρτ πραγματικά γύρισε και χαιρέτισε τους θεατές! Φυσικά όχι γιατί συμμορφώθηκε με το αίτημα του συγκεκριμένου ατόμου, αλλά γιατί έτσι ήταν στο σενάριο… Το τι έγινε στην αίθουσα, δεν περιγράφεται!

Με το Γουέστερν πάντως δεν γελάσαμε και πολύ, αν εξαιρέσει κανείς τη «Λησταρχίνα» με τον μέθυσο Λη Μάρβιν και το νυσταλέο έως αποκοιμισμένο άλογό του, την οξεία μούρη του Λη Βαν Κλίφ που πρόβαλε σαν έκπληξη πίσω από μια Βίβλο, καθώς και το παλιό τσέχικο φιλμ «Τζο ο Λεμονάδας» – που είχε πολλαπλές και αντισυμβατικές στοχεύσεις, που προέβλεπε μέχρι την ανάσταση εκ νεκρών με το ανταγωνιστικό ποτό της «κόλα λόκα», με ηγέτη-τύπο τον Τζο, αντίπαλο ενός δυτικού συμβόλου όπως η κόκα κόλα: Ήταν ένα έξοχο προϊόν της Άνοιξης της Πράγας – μια καθάρια και σαρκαστική ματιά στην ενότητα φιλμογραφίας και κοινωνίας…

Το Γουέστερν είχε σαν επίκεντρο την ανθρώπινη περιπέτεια, όμως διέθετε κι ένα μεγαλειώδες σκηνικό που συχνά έκανε τις σκηνοθετικές και υποκριτικές αδεξιότητες να είναι συγχωρητέες. Ήταν ένα σκηνικό οριζόντων, μεγαλοπρεπών βράχων σε ερημικά τοπία, ποταμών που περνιόντουσαν από τη δύναμη των ράντσερς, παγίδων που στήνονταν σε άγρια, ερημικά μέρη. Ήταν το σκηνικό για το οποίο μιλούσε εκστασιασμένος ο Sir Francis Head, Ύπατος Αρμοστής της Αγγλίας στον Καναδά, στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα: «Ο ουρανός στην Αμερική φαίνεται απείρως υψηλότερος, ο αέρας είναι δροσερότερος, το κρύο δριμύτερο, η σελήνη φαίνεται μεγαλύτερη, τα άστρα φωτεινότερα, η βροντή ηχεί δυνατότερα, ο κεραυνός είναι ισχυρότερος, ο άνεμος ορμητικότερος, η βροχή πιο δυνατή, τα βουνά είναι υψηλότερα, τα δάση μεγαλύτερα, οι πεδιάδες πιο εκτεταμένες…»

* Γιάννη Σχίζα, «Ο κινηματογράφος στην Αθήνα», από το βιβλίο «Αττική», εκδόσεις Σαβάλα, 1996

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!