Ο 29χρονος Τσανς Γουέιν, ζιγκολό και αποτυχημένος ηθοποιός που αρνείται να αντιμετωπίσει τη μοίρα του και την πραγματικότητα, επιστρέφει στην πόλη που γεννήθηκε το Σαν Κλάουντ (Άγιο Σύννεφο), μια παραθαλάσσια κωμόπολη της Φλόριντα, συντροφιά με μια παλιά δόξα του κινηματογράφου, βυθισμένη στα ναρκωτικά και το αλκοόλ, την Αλεξάνδρα Πρίνσες (Πριγκίπισσα) ντε Λάγο, πιστεύοντας αφελώς και επιπόλαια ότι θα ξανασμίξει με την παιδική του αγάπη, την Χέβενλι (Παραδεισένια), κόρη του ντόπιου διεφθαρμένου μεγαλοεπιχειρηματία και αφεντικού της πόλης.

Όμως η Χέβενλι, εξαιτίας του Τσανς, είχε κολλήσει στο παρελθόν κάποιο αφροδίσιο νόσημα που το είχε θεραπεύσει με χειρουργεία και ακρωτηριασμό κι απ’ το οποίο δεν έχει, ψυχολογικά, αναρρώσει ποτέ. Παράλληλα, ο πατέρας της κι ο αδερφός της γυρεύουν εκδίκηση.
Ο Τσανς είναι ένας γνήσιος λούζερ. Ανίκανος να παραδεχτεί τη διάψευση των ονείρων του, δεν έχει ξεπεράσει ποτέ μια αποτυχημένη σχολική παράσταση που είχε δώσει μικρός και τυφλωμένος από την παραφορά του να δείξει ότι είναι κάποιος, όντας ένα τίποτα, δεν ενδιαφέρεται για τα δράματα που προκαλεί γύρω του – αδιαφορεί ακόμα και για την κηδεία της ίδιας του της μάνας και εγκλωβίζεται απομονωμένος στο αμοραλικό σύμπαν του, μέχρι τη στιγμή που αποφασίζει, μισομαστουρωμένος-μισονηφάλιος να λυτρωθεί. Στην ελεύθερη αυτή πτώση τον συνοδεύει και τον ενθαρρύνει η παρηκμασμένη ηθοποιός η οποία όμως, τελικά, σώζεται καθώς η τύχη τής χαμογελά για τελευταία ίσως φορά.
Πιστό στην παράδοση του προηγούμενου καλλιτεχνικού διευθυντή, το Εθνικό προσεγγίζει ένα αριστούργημα και κλασικό, πλέον, έργο με μοντέρνα ματιά και αισθητική και δικαιώνεται επειδή η σκηνοθέτιδα σέβεται το έργο και το φωτίζει από διαφορετικές γωνίες, παρουσιάζοντας μια άρτια αισθητικά παράσταση. Διότι στις μοντέρνες παραγωγές αυτό που, τελικά, μετράει είναι τι εισπράττει ο θεατής στην ολότητα του έργου και πέρα απ’ την εικόνα και στη συγκεκριμένη περίπτωση η σκηνοθέτιδα καταφέρνει να παρουσιάσει, με μεγάλη επιτυχία, τον ψυχισμό των ηρώων ενταγμένων στο αντίστοιχο περιβάλλον. Ο Αντρέας Κωσταντίνου πλάθει έναν φαινομενικά άθραυστο αλλά εσωτερικά εύθραστο Τσανς θυμίζοντας την παγκόσμια πρώτη διανομή με τον Πολ Νιούμαν (στο Μπρόντγουει το 1959, σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν – στην Ελλάδα πρωτοανέβηκε από τον Κ. Κουν με τη Μ. Μερκούρη και τον Γ. Φέρτη) και η Μαρία Σκουλά, μια από τις καλύτερες ηθοποιούς της νέας γενιάς, μια υπέροχη Αλεξάνδρα Ντε Λάγκο. Κανένας απ’ το καστ δεν υστερεί και βρίσκω εξαιρετική τη στιγμή που οι μισοί απ’ αυτούς πιάνουν κιθάρες, ντραμς και πιάνο και παίζουν ζωντανά, σαν καλοδουλεμένο συγκρότημα. Φρέσκια η μετάφραση και καταπληκτική η μουσική, ενώ τα σκηνικά παραπέμπουν μεν στον άστατο και χαοτικό ψυχισμό των ηρώων, αλλά δεν βγάζουν την απαιτούμενη αίσθηση της παρακμής.

Δημήτρης Οικονόμου

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!