Γενικεύεται η δυσπιστία απέναντι στην κυβέρνηση, την πολιτική, τα εγχειρήματα. Του Γιάννη Τσούτσια

Η κατάθεσης της πρότασης δυσπιστίας από τον ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να αλλάξει το momentum της επικαιρότητας για λογαριασμό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τους τελευταίους μήνες η κυβέρνηση, όχι μόνον μονοπωλεί την πολιτική ατζέντα, αλλά και προωθεί τις επιλογές της, μαζί και της τρόικας, υπερβαίνοντας τα όποια εμπόδια, με αναπάντεχη άνεση. Οι διεκδικητικές παραστάσεις έχουν ξεμείνει από κοινό, τα μέτρα έρχονται και παρέρχονται ανεμπόδιστα, οι απολύσεις το ίδιο και η γενικευμένη υποβάθμιση σε κάθε τομέα της δημόσιας ζωής καλά κρατεί, χωρίς οι μονότονα επαναλαμβανόμενες καταγγελίες να ανακόπτουν τον καταστρεπτικό ρυθμό της.
Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τα πρόσκαιρα, κατά περιόδους, επικοινωνιακά κέρδη και τις όποιες τακτικές κινήσεις, αδυνατεί να σταθεροποιήσει μια πολιτική, να επενδύσει σ’ αυτήν, να προκαλέσει μια αλληλουχία γεγονότων που να διαγράφουν προοπτική, να αγκιστρωθεί στις κοινωνικές διεργασίες, επιστρέφοντας τελικά στο ίδιο σημείο, στα ίδια ζητούμενα, στα ίδια αναπάντητα ερωτήματα. Εγκλωβισμένος στην παγίδα του νέου διπολισμού, που ο ίδιος τροφοδότησε, ενάμιση χρόνο μετά τις εκλογές, κάθε φορά που πλησιάζει σ’ ένα νέο προορισμό, πέφτει πάλι στο τετραγωνάκι με το φιδάκι και στην καθοδική σκάλα, όπως ακριβώς σ’ εκείνο το παλιό παιδικό παιχνίδι, και επιστρέφει περίπου στην αφετηρία.
Πρόσφατα, μάλιστα, τα πράγματα μπερδεύτηκαν ακόμη περισσότερο. Το αντιμνημονιακό πλεονέκτημα ξεθωριάζει και ταυτόχρονα διαχέεται. Εμφανίζονται παίκτες στο εσωτερικό του συνασπισμού εξουσίας με άρωμα αντι-μνημονίου! Φωνές του κυβερνητικού Τύπου και ελεγχόμενα ΜΜΕ, ζητούν πιο σκληρή γραμμή απέναντι στην τρόικα, ενώ οι παροπλισμένοι υποτακτικοί, ανενδοίαστοι ξεσκονίζουν τα απαξιωμένα τους παράσημα. Κυβερνητικοί βουλευτές συγκροτούν ομάδες πίεσης ανενόχλητοι, πυροβολώντας τροπολογίες και το παιχνίδι δείχνει πιο ανοιχτό. Αυτή είναι και η βαρύνουσα αιτία, που ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να αναθερμάνει τον δικό του δικομματισμό. Να εξαναγκάσει τα χαλαρωμένα μέτωπα να επιστρέψουν στα αυστηρά τους όρια, να αναδιαταχθούν γύρω από τις βασικές τους γραμμές. Αν δεν μπορούμε να προχωρήσουμε προς τα εμπρός, τουλάχιστον ας μη γυρίσουμε πίσω. Έτσι, η πρόταση δυσπιστίας αναταράσσει προσωρινά το σκηνικό, εκ του ασφαλούς μάλιστα, καθώς το απαγορευτικό εξάμηνο της επαναχρησιμοποίησής της, συμπίπτει με την ελληνική προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση…
Αλλά την ίδια ώρα και παρ’ όλα αυτά, η κοινωνική άμπωτη μεγαλώνει. Ο «Κανένας» αποτραβιέται ακόμη περισσότερο, μετέχει ολοένα πιο διστακτικά, και θέτει δυσκολότερες προδιαγραφές για να ακολουθήσει και να εμπνευστεί. Κι αφού δεν έγινε αισθητός με την παρουσία του ή την προοδευτική αποστασιοποίησή του, τώρα γίνεται εμφατικά σαφής (αν και όχι ακόμη κατανοητός) με την εξαφάνισή του, από «αγώνες» και απεργίες, που μόνον μια βροχερή καταιγίδα-σύμμαχος, θα μπορούσε να κρύψει το αδιέξοδό τους.
Και χωρίς, πάντως, την κατάθεση της πρότασης μομφής του ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή την επέμβαση των ΜAT, η εβδομάδα αυτή ανήκει, ούτως ή άλλως, στην ΕΡΤ και στους εργαζόμενούς της. Το τελευταίο δελτίο ειδήσεων που εξέπεμψε από το πεζοδρόμιο, έκλεισε και συμβολικά το πιο επιτυχημένο υπόδειγμα αντίστασης και δημιουργίας επί Μνημονίου. Εκατοντάδες εργαζόμενοι, απλήρωτοι και βαλλόμενοι, κράτησαν επί μισό χρόνο την εργασία τους ζωντανή, σ’ έναν τομέα τεχνολογίας και πολιτισμού με υψηλές απαιτήσεις συντονισμού, οργάνωσης, υποστήριξης και ακρίβειας, επιτυγχάνοντας, όχι μόνον να διαχειριστούν ομαλά έναν τεράστιο οργανισμό και να τον λειτουργήσουν με επιτυχία, αλλά και να εκπέμψουν ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα-μήνυμα, που όμοιό του δεν είχε καταφέρει ποτέ η κρατική ή η ιδιωτική τηλεόραση.
Το πείραμα έφθασε όσο πιο μακριά γινόταν κι ακόμη πιο πέρα, ώς εκεί που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί. Άραγε, αυτός είναι ο λόγος που η ΕΡΤ έμεινε μέχρι τέλους, επί της ουσίας, ανυπεράσπιστη; Που και η Αριστερά, πέραν του να μεταφέρει τις σημαίες και τα συνθήματά της στον προαύλιο χώρο του Ραδιομεγάρου και να διαγκωνίζεται σε δηλώσεις συμπαράστασης, απέτυχε να συγκροτήσει μια αποτελεσματική πολιτική υπεράσπισης του εγχειρήματος των εργαζομένων, που εξελίσσονταν επί μήνες αυτοτροφοδοτούμενο; Αυτός είναι ο λόγος που το πείραμα παρέμεινε μια ειδική περίπτωση, χωρίς να μεταλαμπαδευτεί σε άλλους κοινωνικούς χώρους, σε άλλες ομάδες εργαζομένων, χωρίς να αναδειχθεί το νόημά του, η κατεύθυνσή του, το αξιακό του φορτίο, ώστε πέρα από τις διεκδικήσεις και τα αιτήματα, να αποτελέσει κεντρικό κοινωνικό κεκτημένο για τους επόμενους αγώνες; Μήπως και πάλι στο τετραγωνάκι με το καθοδικό φιδάκι πέσαμε;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!