Mέρος Β’ (διαβάστε το Μέρος Α’)

Το 61o Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (5-15/11/2020) διεξάχθηκε επιτυχώς ονλάιν, εν μέσω καραντίνας, βραβεύοντας με Χρυσό Αλέξανδρο τη μεξικάνικη ταινία «Χαρακτηριστικά γνωρίσματα» της Φερνάντα Βαλάντες, ενώ το Ειδικό βραβείο της Κριτικής Επιτροπής – Αργυρός Αλέξανδρος απονεμήθηκε στην ελληνική ταινία «Digger», του Τζώρτζη Γρηγοράκη, η οποία απέσπασε συνολικά 5 βραβεία (δείτε ανταπόκρισή μου από 70ή Μπερλινάλε, φύλλο 487, 29/2/2020).

Η δίχως διακρίσεις, αλλά καίρια γερμανική πολιτική ταινία «Κι αύριο, ο κόσμος όλος», της Βερολινέζας Γιούλια φον Χάιντς, παρουσιάστηκε στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Μεταξύ εξεγερμένου ακτιβισμού νεανικής κοπής και σύγχρονου πολιτικού σινεμά, με αντιφασιστικό πρόσημο, η ταινία ακολουθεί την επαναστατημένη νεαρή πρωταγωνίστρια που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στους περιορισμούς τής συλλογικής αγωνιστικής δράσης και το μοναχικό δρόμο μιας βίαιης ριζοσπαστικοποίησης.

Γεμάτη αγωνιστική διάθεση, η πρωτοετής Νομικής Λουίζα (Μάλα Έμντε) εντάσσεται στην περίφημη κατάληψη Ρ81, όπου συμμετέχει και η κολλητή της. Κόντρα στον υπερκαταναλωτισμό και με πνεύμα ανακύκλωσης, μαγειρεύουν όλοι μαζί πεταγμένα τρόφιμα από τους κάδους πολυκαταστημάτων, ενώ οργανώνουν αντιφασιστικές δράσεις, επιλέγοντας ειρηνική διαμαρτυρία απέναντι στην άγρια καταστολή. Αυτό το πλαίσιο αγωνιστικής δραστηριοποίησης αποδεικνύεται ανεπαρκές για τη Λουίζα, μετά την τραυματική εμπειρία της από τη βίαιη συμπεριφορά ενός νεοναζί, που την ακινητοποίησε ρίχνοντάς την κάτω. Η γνωριμία της με τον συγκρουσιακό Άλφα και τον κολλητό του Λένορ την παρακινεί να αναθεωρήσει τις απόψεις της, καθώς νιώθει να εξασθενεί το επιχείρημα «δεν θα γίνουμε σαν κι αυτούς», και τους ακολουθεί σε πιο εξτρεμιστικά μονοπάτια. Σύντομα οι τρεις φίλοι έρχονται αντιμέτωποι τόσο με τις αρχές, που τους καταδιώκουν, όσο και μεταξύ τους, καθώς ο κλοιός σφίγγει και αντιμετωπίζουν βαριές νομικές συνέπειες.

Παρουσιάζοντας αρχικά τις διαφορετικές τάσεις προσέγγισης επαναστατικής δράσης, τις ειρηνικές διαδικασίες διεκδίκησης στα ανεκτά κοινωνικά πλαίσια από τις συλλογικότητες, σε αντίθεση με τους πιο θερμόαιμους που επιλέγουν συγκρουσιακή αντιπαράθεση, παραμένει κομβικής σημασίας η εύστοχη παρατήρηση του Άλφα πως αν όλοι επέλεγαν να ριζοσπαστικοποιηθούν, όπως είχε γίνει το ’30, δεν θα χαρακτήριζαν αυτούς ως ακραίους. Από την άλλη, η περίφημη ατάκα του πατέρα τής πρωταγωνίστριας «όποιος δεν είναι αριστερός κάτω από τα 30, δεν έχει καρδιά, όποιος όμως παραμένει αριστερός μετά τα 30 δεν έχει μυαλό», συνοψίζει την αλλοτρίωση ενός συστήματος που απογυμνώνοντας την επαναστατική δράση από το πολιτικό της περιεχόμενο, την υιοθέτησε ως συμπεριφορά και στυλ, σε μια ταινία που το πολιτικό σημαινόμενο κυοφορείται στους διαλόγους, με τις πανεπιστημιακές συζητήσεις να επικεντρώνονται στο «δικαίωμα αντίστασης σε όποιον επιχειρεί να καταλύσει τη δημοκρατία», σκηνή που ανακαλεί την αργεντίνικη ταινία «Ο Φοιτητής» (2011/Σαντιάγο Μίτρε).

Η Λουίζα εμφανίζεται αρχικά άβουλη, ως κακομαθημένη εύπορη, που υιοθετεί επαναστατικό προσωπείο από αντίδραση στο περιβάλλον της, ενώ μοιάζει να οδηγείται προς τον εξτρεμισμό για λόγους εντυπωσιασμού. Αυτό όμως το τετριμμένο σχήμα, που ακολουθεί αρχικά την πορεία της ηρωίδας, σύντομα προσπερνιέται και η ταινία επικεντρώνεται στα ουσιαστικά ζητήματα γύρω από την αποτελεσματικότητα της βίαιης αντιπαράθεσης μπρος στη ραγδαία άνοδο του νεοναζισμού, διερευνώντας τα περιθώρια διεκδίκησης και πότε εξαντλούνται μέσα από τους συλλογικούς αγώνες, καθώς και αν οι συλλογικές διεκδικήσεις μπορούν να φρενάρουν τη μισαλλοδοξία και τη βία που σπέρνει ο νεοναζισμός.

Επιλέγοντας να αποδώσει το πολιτικό αυτό θέμα με μυθοπλαστικό ρεαλισμό, η σκηνοθέτρια υιοθετεί αεικίνητη κάμερα στο χέρι, ακολουθώντας από κοντά τους πρωταγωνιστές ανάμεσα στις διαδηλώσεις, για να μεταφέρει με αμεσότητα τον αγωνιστικό παλμό και το δυναμισμό τής φλογερής ηρωίδας. Χαρακτηριστικές εικόνες του αγωνιστικού κλίματος καταγράφονται  στο κοινόβιο, όπως η συλλογική προετοιμασία των πανό, πλάι σε στιγμιότυπα στα όρια αριστερίστικης γραφικότητας, όπως οι μακρυμάλληδες που τραγουδούν το «Μπέλα Τσάο» συνοδεία κιθάρας, όμως στην ταινία στιγματίζεται πως οι νεοναζί παραμένουν αμετανόητοι, αδίστακτοι, οργανώνονται μέσα από εθνικιστικά πολιτικά σχήματα και εξτρεμιστικές ομάδες κρούσης, ενώ εξοπλίζονται έχοντας εγκληματικές προθέσεις, με την κάλυψη και την ανοχή της αστυνομίας.

Επιχειρώντας η ταινία να θίξει τι σημαίνει επαναστατική δράση έξω από πολιτικές συλλογικότητες, μέσα από τον χαρακτήρα του πενηντάρη Ντίτμαρ, πρώην ενεργού μέλους επαναστατικών πυρήνων που φυλακίστηκε για ένοπλη δράση και ζει ως μοναχόλυκος στην επαρχία, αποσυρμένος από την πολιτική σκηνή, θίγονται οι  νομικές συνέπειες που αντιμετωπίζουν όσοι επιλέγουν να βγουν στην παρανομία και να συγκρουστούν με το κράτος.

Οι σοβαροί τραυματισμοί της πρωταγωνίστριας, που στην πορεία της ιδεολογικής της συνειδητοποίησης υποφέρει και σωματικά, μπορεί να ερμηνευτούν στα όρια σαρκικού μαζοχισμού για μια ανομολόγητη ερωτική έλξη, μεταφέρουν όμως και τον βαθμό πολιτικής δέσμευσής της, μόλις υποστεί βία. Μέσα από τη διαδρομή ριζοσπαστικοποίησης της πρωταγωνίστριας, η σκηνοθέτρια ανοίγει στην κοινωνία το ερώτημα «πώς ξεριζώνεις το φασισμό», με τη σκηνή άγριας καταστολής στο τέλος, όταν πάνοπλες οι αστυνομικές δυνάμεις μπουκάρουν και διαλύουν την κατάληψη, συλλαμβάνοντας βίαια τους πάντες, σκηνή που κινηματογραφείται σε αργή κίνηση υπό τους ήχους όπερας, για να υπογραμμιστεί σαρκαστικά η δεδομένη χρήση βίας και η κατάχρηση εξουσίας, από ένα σύστημα που οχυρώνεται πίσω από τη θεωρία των δύο άκρων. Εκτός από την παραπομπή στο εκρηκτικό τέλος του «Φράουλες και αίμα» (1970/Στιούαρτ Χάγκμαν), αναδεικνύεται λίγο πριν το τέλος η αναπόφευκτη συγκρουσιακή αντιπαράθεση, ως νομοτελειακή απάντηση απέναντι στην κρατική βία. Η σκηνή αυτή τροφοδοτεί με νέα νοηματοδότηση το απόσπασμα από το γερμανικό σύνταγμα, που ανοίγει και κλείνει την ταινία «Οι Γερμανοί δικαιούνται να αντισταθούν σε όποιον επιδιώξει να καταλύσει αυτό το σύστημα, αν δεν υφίσταται άλλος τρόπος αντιμετώπισης», προτρέποντας τους Γερμανούς στην επιτακτική ανάγκη άμεσης αντιφασιστικής δράσης.

Εξαιρετική ήταν και η χιλιανή ταινία «Γλυκέ μου Ματαδόρ», του Ροδρίγο Σεπούλβεδα, που κέρδισε το Βραβείο Κοινού-FISCHER του τμήματος «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Λίγο πριν την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Πινοτσέτ στη Χιλή, το 1986, μια ώριμη τραβεστί ερωτεύεται έναν μεξικάνο επαναστάτη, τον γοητευτικό μουσάτο Κάρλο, που την πλησιάζει έχοντας συγκεκριμένο σχέδιο. Ενώ αυτή τραγουδάει και χορεύει με χρυσαφιές γόβες, φωνάζοντάς τον «Πρίγκιπα», αυτός την πείθει να κρύψει στο σπίτι της κούτες με απαγορευμένα βιβλία, που η ηρωίδα μεταμορφώνει μαγικά,  καμουφλάροντάς τες σε τραπέζια στο σαλόνι της. Έτσι, μια καλόκαρδη τραβεστί, αρχικά απολίτικη, παραχωρεί το σπίτι της σε αντιστασιακές ομάδες, έτοιμη να ριψοκινδυνεύσει για χάρη του Κάρλο. Χαρακτηριστική είναι η συμβολική σκηνή που διασχίζει μια αντιδικτατορική διαδήλωση, με τους διαδηλωτές ξαπλωμένους κάτω, μπρος από στρατιώτες με προτεταμένα όπλα, ενώ η ίδια, φιγούρα που δεν ανήκει εκεί, παραμένει όρθια με παράνομο φορτίο στο χέρι, προσπερνώντας ως αόρατη τους στρατιώτες.

Ανακαλώντας αμυδρά το ρομαντισμό του πρωταγωνιστικού ζευγαριού Γουίλιαμ Χάρτ και Ραούλ Τζούλια στο «Φιλί της γυναίκας Αράχνης» (1985/Έκτορ Μπαμπένκο), όπου σε κάποια χώρα της Λατινικής Αμερικής με δικτατορία, ένας πολιτικός κρατούμενος μοιράζεται το ίδιο κελί με έναν μυθομανή ομοφυλόφιλο, η ταινία του Σεπούλβεδα, μεταξύ πολιτικής ταινίας και κουίρ μελοδράματος, επικεντρώνεται στον σπαρακτικό χαρακτήρα της εύθραυστης γερασμένης τραβεστί, δίχως όνομα, που ενσαρκώνει συνταρακτικά ο Χιλιανός ηθοποιός Αλφρέντο Κάστρο. Στον αντίποδα προηγούμενων ρόλων του, που ταυτίζουν την ισχνή φιγούρα του με ψυχρούς και απαθείς χαρακτήρες, εδώ υιοθετεί τσαχπίνικη κινησιολογία ελαφροπάτητης θεατρίνας, τυλιγμένης σε εσάρπες, σίγουρης πως σκανδαλίζει ακόμα τους πάντες, ενώ συχνά δακρύζει ευσυγκίνητη. Για σύνθημα μυστικής συνεννόησης με τον Κάρλος, έχει επιλέξει τον τίτλο ισπανόφωνου τραγουδιού, καθώς οραματίζεται ως κομψό ταυρομάχο τον φλογερό επαναστάτη, με την ίδια στο ρόλο θρυλικής Κάρμεν. Το τραγούδι «Tengo Miedo Torero», που αποτελεί και τον τίτλο της ταινίας, ακούγεται σε αυθεντική εκδοχή από την Λόλα Φλόρες, με την μελωδία να γίνεται από τον συνθέτη της πρωτότυπης μουσικής Πέντρο Αζνάρ το βασικό θέμα της ταινίας, ως μοτίβο του έρωτα, συνταιριάζοντας μελαγχολικά ισπανικά κιθαριστικά ακόρντα, πλάι στα γεμάτα νοσταλγία διάσπαρτα ισπανόφωνα τραγούδια του ’50, σε μια ταινία που κλείνει με μια σπαρακτική ερωτική εξομολόγηση, με φόντο ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα.

* Στίχοι του Φώντα Λάδη από το «Φασισμός», που μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος και ερμήνευσε μοναδικά η Μαρία Δημητριάδη. 

** Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!