Σχέδια επί χάρτου και πραγματικές δυνατότητες του λαού και της χώρας
Του Ανδρέα Κυράνη*
Ενώ πλησιάζει μάλλον η ώρα μιας σοβαρής πολιτικης ανατροπής, δεν φαίνεται να έχει εμπεδωθεί η έλλειψη μιας ενδογενούς στρατηγικής, με έρμα, κέντρο και κύρια αναφορά τις αληθινές δυνατότητες και ανάγκες αυτού του λαού και αυτής της χώρας. Χωρίς όμως σαφή στρατηγική, στηριγμένη στην πολύτιμη ταυτότητα αυτού του τόπου, δεν αντιμετωπιζονται οι εχθρικοί σχεδιασμοί των σύγχρονων αποικιοκρατικών κέντρων.
Η κυρίαρχη αφήγηση, μιλώντας για πολιτισμό και παράδοση, αγνοεί παντελώς τον τεχνικό μας πολιτισμό, εκείνο δηλαδή το ζωτικό στοιχείο ενός «κατά δικού μας» τεχνικού τρόπου, προϊόντος μιας συνέχειας που αντιστέκεται και επιμένει ολοζώντανη. Αυτό το απολύτως συγκεκριμένο και ιστορικό «λαϊκό είδος», επιμελημένα υποτιμάται, αποσιωπείται και παραμένει στη σφαίρα του αφηρημένου, αν και είναι το μοναδικό ειδοποιό συστατικό υλικό, επί τη βάση του οποίου μπορεί να συγκροτηθεί η όποια ενδογενής παραγωγική στρατηγική. Χωρίς μια ενσυνείδητη και ενσυναίσθητη ενδοσκόπηση στα πεδία και τις αριστείες του, είναι αδύνατη η ευόδωση του όποιου διακαούς πόθου για αληθινή δημοκρατία, αναδιανομή πλούτου, κοινωνική δικαιοσύνη και εθνική ανεξαρτησία.
Αντ’ αυτού, μέσα σε ένα διάχυτο και ανάπηρο, παράλληλα, κλίμα «πολιτικής επιτάχυνσης», επιχειρείται η χύδην συστράτευση «αριστερού» και «προοδευτικού» πολιτικού προσωπικού ερήμην του ευρύτατου «λαϊκού σώματος», «αριστερής» η «δεξιάς» προέλευσης. Χωρίς πρωταρχική στόχευση στην ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση και στο καθ ύλην φυσικό της υποκείμενο, τον ελληνικό λαό ανεξαρτήτως πολιτικής απόχρωσης, οι όποιες προσδοκίες για εθνική ανασυγκρότηση αναπτύσσονται εν κενό.
Μαζί με δεκάδες άλλα φαντάσματα, μέσα σε ένα τοπίο βαθύτατα ομιχλώδες, κυκλοφορεί και εκείνο της παραγωγικής μας ανασυγκρότησης.
Σε αυτή την ευρύτερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα υποτάσσονται δυστυχώς και οι προτάσεις για την «παραγωγική ανασυγκρότηση» του ΣΥΡΙΖΑ. Για την μεταποίηση ειδικότερα, οι ελάχιστες συγκεκριμένες αναφορές που κατά καιρούς διατυπώνονται δημόσια, δεν υπερβαίνουν μια κοινότοπη μετριότητα, στην αβασάνιστη προσπάθειά τους να αποκτήσουν «συμβατότητα» με τις κεντρικές ευρωπαϊκές πολιτικές για την ανάκαμψη της «βιομηχανίας» (Ευρώπη 2020). Εκεί παγιδεύονται, και εκεί τελειώνουν. Όχι πως δεν θα μπορούσαμε σα χώρα να τονώσουμε τομείς επικεντρωμένους στην έρευνα, την ενέργεια και τη σύγχρονη τεχνολογία. Κάθε άλλο μάλιστα. Προκειμένου, όμως, να οικοδομήσουμε έναν δικό μας δρόμο, το ζήτημα δεν εστιάζεται στο τι θά παράγουμε αλλά στο πώς θα το παράγουμε. Σε αυτό το πώς, κρίσιμο βάρος έχει το ποιος, δηλαδή το υποκείμενο της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Εδώ η πλάστιγγα γέρνει στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς που βαπτίζοντα θεσμοί και όχι στις διαδικασίες που θα συνεισφέρουν στο να ανακτήσουμε την αυτοεκτίμηση στις, σημαδεμένες απο μια βαριά ιστορική παρακαταθήκη, τεχνικές μας ικανότητες.
«Κλειδί» η τεχνική μας ταυτότητας
Το ζήτημα της όποιας τεχνικής μας ταυτότητας λάμπει διά τις απουσίας του πίσω από ποσοτικούς προσδιορισμούς για αφηρημένες δεξιότητες του εν γένει και χύδην «εργατικού δυναμικού»(sic!) της χώρας. Φυσικά απουσιάζει και η όποια συγκεκριμένη ανάλυση της όποιας συγκεκριμένης παραγωγικής μας πραγματικότητας. Τα στερεότυπα φαίνεται, του όποιου ευρωπαϊκού μονόδρομου το απαγορεύουν. Λες και η παραγωγική μας υπόσταση είναι ταυτόσημη με εκείνη της «εν γένει Δύσης». Κατά τα άλλα, περισσεύει η αριστεροσύνη στο πλαίσιο ενός απρόσωπου παγκοσμιοποιημένου αχταρμά και μιας παπαδίστικης υγιούς (sic!) επιχειρηματικότητας, χωρίς την παραμικρή αναφορά σε ζωτικές εθνικές ιδιαιτερότητες (τζιζ κακό!).
Στα μυαλά των καθ’ ύλην «επιτροπών», εμπνευστών μέτρων, σχεδίων και προγραμμάτων, τα ζητήματα αυτά δεν αφορούν φαίνεται στην παραγωγική ανασυγκρότηση. Κατά τα άλλα θα αξιοποιήσουμε με τον καλύτερο τρόπο την αφηρημένη πολιτιστική μας κληρονομιά προς κατανάλωση από τους υποψηφίους «νέου τύπου» και ιδιαίτερων απαιτήσεων τουρίστες μας (π.χ. εκείνων που αναζητούν την «περιπέτεια» [sic]!.. το «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου» ή το Greek καμάκι, άραγε;).
Χωρίς όμως σαφή και απαστράπτουσα συναίσθηση της αξίας της ιδιαίτερης παραγωγικής μας ταυτότητας, χωρίς ένα σύγχρονο «οίκαδε», μόνο με αναφορές σε τεχνολογικά στερεότυπα που υπηρετούν ξένες και κάποτε εχθρικές παραγωγικές στρατηγικές άλλων κέντρων, ενδογενής παραγωγική ανασυγκρότηση δεν υφίσταται παρά σαν χιουμοριστική καρικατούρα.
Οι εν λόγω διακηρύξεις είναι, και πάλι δυστυχώς, δηλωτικές του πόσο αντιδεοντολογικά, αντιδημοκρατικά και τελικά «κυκλωματικά» λειτουργεί ένας κομματικός μηχανισμός στον οποίο, ελλείψει άλλου, ο ελληνικός λαός και εμείς οι ίδιοι στηρίζουμε την όποια ελπίδα μας για ανάκαμψη του τόπου.
Κι αυτό γιατί, ενώ υπάρχουν οι όποιες προτάσεις από το υποτιθέμενο αρμόδιο τμήμα βιομηχανίας, κάτω από αδιαφανείς διαδικασίες, ανώνυμοι συντάκτες, συγκροτούν νέα κείμενα τα οποία εμπεριέχουν a la carte φρασούλες κειμένων του εν λόγω τμήματος, με παντελή απουσία του πνεύματος στα πλαίσια του οποίου διατυπώνονται αυτές εκεί. Μια αναδυόμενη νέα και θετική ορολογία-ονοματολογία (ενδογενής, σύγχρονοι μικροί παραγωγοί, προϊόν υψηλής προστιθέμενης αξίας κ.λπ.) γίνονται, τελικά, βορά στο υπερκείμενο και υπερκυρίαρχο ιδεολόγημα των εν λόγω μηχανισμών.
Είναι αδύνατον να αντιληφτούμε «τι θέλει, άραγε, στ’ αλήθεια να πει ο ποιητής» αν δεν επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε και αποσαφηνίσουμε το προφίλ των υποκειμένων αυτών των πονημάτων.
Σε σημεία λοιπόν:
- Κατά την ταπεινή μας αίσθηση τέτοιες διακηρύξεις εκκολάπτονται από φιλότιμους διανοητές με μηδενική απτή-πραγματικη σχέση με την παραγωγικη διαδικασία στον τόπο μας. Ούτε το έχουν, ούτε το αγαπάνε, ούτε το πονάνε. Είναι ένα αναγκαίο κακό που πρέπει να εντάξουν στο σχεδιασμό τους, δανειζόμενοι ξένες αναλύσεις και πρότυπα. Οι εξωφρενικές προτάσεις για τη μεγάλη βιομηχανία, «το κάρο» που δήθεν θα σύρει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις σαν υποκατασκευαστές και προμηθευτές της, μόνο έτσι προκύπτουν. Σ’ ένα σύγχρονο ενδογενή δρόμο όμως, μόνο το ανάποδο μπορεί να επισυμβεί, δηλαδή το μικρό να συγκροτήσει και σύρει το μεγάλο, σε μια πλήρη αντιστροφή του φορντικού μοντέλου. Τέτοιες προσεγγίσεις, φυσικά, όχι αλλαγή αλλά ολοκλήρωση της καταστροφής θα φέρουν, όχι από κακή πρόθεση αλλά από παντελή άγνοια του πραγματικού αντικειμένου. Σε αυτή τη λογική δεν υπάρχει το παραμικρό εναλλακτικό παραγωγικό όραμα. Υπάρχει μόνο το κυρίαρχο που μας έφερε μέχρι εδώ, με άλλη φορεσιά, φρεσκοπλυμένη και φρεσκοσιδερωμένη με ευγενείς πόθους για ανακατανομή πλούτου και αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Πως; Μέσα από μια νέα «εμπνευσμένη» γραφειοκρατική λειτουργία. Βρίθουν οι προτάσεις στο «διοικητικό», οργανισμοί και κόντρα ελεγκτικοί μηχανισμοί, ΔΕΚΟ και κόντρα ΔΕΚΟ. Δεν είμαστε υπέρ της καταστροφής της δημόσιας σφαίρας και του ζωτικού ρόλου της. Αυτό όμως προϋποθέτει και άλογο για να σύρει το κάρο. Εδώ ξανά το κάρο επιμένει να θέλει να σέρνει το άλογο.
- Όσο και αν επικαλούμαστε τη γνώση και την εργασία, φαίνεται πως τις έχουμε στο μυαλό μας με έναν πολύ στενό τρόπο, επικυριαρχημένο από το κυρίαρχο δυτικό βιομηχανικό πρότυπο. Πουθενά δεν αναφέρεται η λαϊκή τεχνική γνώση και σοφία. Πουθενά δεν αναφέρεται η δημιουργικότητα, πουθενά το μεράκι του τεχνίτη, πουθενά η λέξη μεταποίηση, σαν η μόνη γενεσιουργός πνευματική διαδικασία «βυθοσκόπησης της ύλης», αναγκαία και ικανή προϋπόθεση προκειμένου να γεννηθεί προϊόν που να υπερβαίνει μια στερημένη και πτωχευμένη καταναλωτική λογική. Οι γράφοντες καταντούν κλασικοί και στερεότυποι τεχνοκράτες που πιστεύουν πως θα αλλάξουν τον τόπο, μέσω «άλλων» μηχανισμών καλύτερων δήθεν από τους προηγούμενους. Μόνο που οι μηχανισμοί προϋποθέτουν υποκείμενα με «όρεξη», τα οποία ή απουσιάζουν παντελώς από την συλλογιστική τους, ή θα προκύψουν με μαγικό τρόπο, μέσω της αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, δηλαδή μέσω της κρατικής «φιλανθρωπίας».
Τα κείμενα αποπνέουν μια οσμή άκαπνων με την παραγωγή πανεπιστημιακών ή δημοσίων λειτουργών, καθηγητάδων ή άλλων, με φιλόδοξες, καλές προθέσεις στο όνομα της πραγματικής κοινωνίας και ερήμην της. Γιατί «αυτοί ξέρουν», όπως και οι «κατασκευαστές πλυντηρίων» της ανάλογης διαφήμισης.
- Τα εν λόγω πονήματα την ίδια στιγμή «που τα έχουν όλα και συμφέρουν» δεν έχουν τίποτε επί του απολύτως συγκεκριμένου. Και δεν θα μπορούσαν να έχουν, γιατί από τα υποκείμενα της σύνταξής τους απουσιάζουν παντελώς οι πραγματικές προσλαμβάνουσες, η ίδια η μεταποιητική διαδικασία, οι πραγματικοί παραγωγοί. Αυτοί είναι εξορισμένοι στην κόλαση του δαιμονοποιημένου κέρδους, της κακής ιδιωτικής πρωτοβουλίας που εμείς με τα κατάλληλα «καλαπόδια» θα τους βάλουμε στο σωστό δρόμο με τα ίδια ακριβώς εργαλεία, της εξάρτησης, δηλαδή, από την θεότητα του χρέους, που κάποιοι άλλοι χρησιμοποίησαν για να τους αφανίσουν. Εμείς δεν θα τους αφανίσουμε. Εμείς θα τους χρησιμοποιήσουμε για να υλοποιήσουμε τις δικές μας στρατηγικές εξουσίας. Εκεί αρχίζει και εκεί τελειώνει η ηθική υπόσταση και συγκρότηση αυτών των κειμένων. Όταν ταυτίζουμε το κέρδος του μικροβιοτέχνη σαν σημασία και ουσία με το σύγχρονο απρόσωπο παγκοσμιοποιημένο κέρδος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, μια και κάτω από την ίδια λέξη-σημασία αντιλαμβανόμαστε και τα δυο αυτά είδη σαν ένα, τότε ή δεν ξέρουμε πού πατάμε και πού βρισκόμαστε ή τυγχάνουμε αθεράπευτα ερωτευμένοι με τον μετακαπιταλισμό που διακηρύσσουμε πως θέλουμε να καταστρέψουμε. Αμάν πια με αυτή την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας. Αμάν με τον μεγάλο αδελφό που θα ελέγχει την παραμικρή λεπτομέρεια της ζωής μας. Αμάν με την απίστευτη υποκρισία όταν, το πραγματικό κεφάλαιο έχει χιλιάδες οδούς διαφυγής ενώ ο μικροεπιτηδευματίας που ασχολείται με την εργασία του (και όχι με business) καμία.
- Έχουμε διατυπώσει αρκετές σκέψεις για το τι θα μπορούσε να είναι ένα εναλλακτικό παραγωγικό μοντέλο. Έχουμε προτείνει έναν διαφοροποιημένο και δύσκολο δρόμο, δρόμο με «αίμα και δάκρυα», όπως είπε και ο Βαρουφάκης. Αν θέλουμε στ’ αλήθεια κάτι ν’ αλλάξουμε και να περισώσουμε οφείλουμε να ξεκινήσουμε από την διάσωση του κύριου τεχνικού και πνευματικού μας κεφαλαίου, των σύγχρονων και πάνσοφων τεχνικών και τεχνητών, των μικρών παραγωγών που επιμένουν να αντιστέκονται και να γεννούν μέσα στην κρίση. Να τους προσεγγίσουμε ουσιαστικά και όχι οικονομίστικα, να τους στηρίξουμε να γεννήσουν «προϊόν» εναλλακτικό στο κυρίαρχο. Να τους εμπνεύσουμε ξανά με υποδειγματικό έργο, την συνεργασιμότητα και την εμπιστοσύνη τόσο στις μεταξύ τους σχέσεις όσο και στη δημόσια σφαίρα, αξίες που εγκαταλείφθηκαν σε μια κοινωνία διαλυμένη σαν οντότητα, κάτω από τον τρόμο ενός κράτους ξένου και εχθρικού μαζί. Χωρίς μια, στ’ αλήθεια, δημιουργική σύνθεση λαϊκής και λόγιας τεχνικής γνώσης, η οποιαδήποτε παραγωγική ανασυγκρότηση δεν έχει κανένα αυτοδύναμο μέλλον στη διεθνή σκακιέρα. Χωρίς αυτούς δεν υπάρχει άλογο για να σύρει το κάρο. Αν θεωρούμε πως «περισσεύουν», μια και δήθεν η ρομποτική, η μηχανή και οι αυτοματισμοί της τεχνολογίας μας έχουν λύσει τα χέρια, η αγωνία μας για το ζήτημα της ανεργίας δεν συνιστά παρά θλιβερή υποκρισία. Εμείς είμαστε τότε οι πραγματικά περιττοί, ανάπηροι να αντιληφθούμε την ουσία και ζωτική αξία της αμεσότητας της σχέσης τους με την μεταποιητική διαδικασία. Οι σχεδιαστές, οι θεωρητικοί και οι επιστήμονες, υπερβαίνοντας την δική τους αναπηρία «επί του πραγματικού», ενεργοποιώντας μυαλό και ψυχή, οφείλουν να συνεισφέρουν στη γένεση τρόπων οργανικών και όχι κατασκευασμένων στήριξης των πραγματικών παραγωγών, προκειμένου να διασωθούν και αυτοί μαζί τους.
- Εδώ έχουμε διατυπώσει, καιρό τώρα, σαφέστατη πρόταση για σχεδιασμένο βιομηχανικό προϊόν κατά παραγγελία, πρόταση με απαστράπτον μέλλον στη διεθνή παραγωγικη σκακιέρα, πρόταση που λάμπει παντελώς διά της απουσίας της από τα εν λόγο πονήματα. Απουσιάζει γιατί οι γεννήτορές τους έχουν πλήρη πραγματική αδυναμία να την αντιληφτούν καν. Οι αριστερότροπες διακηρύξεις δεν αρκούν για να ανατρέψουν το κυρίαρχο παραγωγικό πρότυπο. Αντίθετα, κινδυνεύουν να το στηρίζουν άθελά τους εις το διηνεκές και εν τοις πράγμασι.
Υ.Γ. Ας πάρουμε μια μυρουδιά μιας άλλης εποχής, εποχής όχι πολύ μακρινής, εκείνης της Εποχής της Όρεξης (από το ομώνυμο βιβλίο του Βασίλη Καραποστόλη) που επιμένει ακόμη ανάμεσά μας, εποχής απλών λαϊκών ανθρώπων πολύ σοβαρής και βαριάς νοημοσύνης. Αν ποτέ συναισθανθούμε μια στάλα το βαρύ έλλειμμά της στις μέρες μας, ίσως τότε να έχουμε κάνει το πρώτο ειδοποιό και ζωτικό βήμα: https://endogenis.blogspot.gr/2014/10/o-z.html
* Ο Ανδρέας Κυράνης είναι αρχιτέκτονας-μηχανικός, μέλος του Τομέα Βιομηχανίας του ΣΥΡΙΖΑ