Κοινωνιο-Ψυχολογικές όψεις της Ελληνικής Κρίσης
Ο «Δρόμος» παρουσιάζει ένα μικρό απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Αντώνη Ανδρουλιδάκη με τίτλο: «Το ελληνικό τραύμα. Κοινωνιο-ψυχολογικές όψεις της Ελληνικής Κρίσης» που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις «Νησίδες».
Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης ασχολείται με την προσωποκεντρική συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία. Προωθεί τις αντιλήψεις εξανθρωπισμού της οργάνωσης της εργασίας και του Κοινοτισμού ως νέου πολιτισμικού προτύπου, με δεκάδες σεμινάρια, διαλέξεις και άρθρα στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.
H μεταπολίτευση δεν υπήρξε μόνον ένας αρνητικός «τρόπος», αλλά και ένας θετικός «τόπος» όπου η Ελπίδα βρέθηκε, αναμφίβολα, στις καλύτερες στιγμές της. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων σαράντα χρόνων, λόγω της ραγδαίας εξέλιξης των συνθηκών ευζωίας, θα μπορούσε να πει κανείς ότι πολλοί άνθρωποι που σε άλλες εποχές θα είχαν αποδημήσει πρόωρα ή θα είχαν υποφέρει από εξοντωτικές ασθένειες απόλαυσαν μια παραγωγική ζωή, ακόμη κι αν χρειάστηκε συχνά να διαχειριστούν μια χρόνια πάθηση. Μέσα απ’ αυτό το σχεδόν μεταπολιτευτικό “θαύμα” προκλήθηκε –ή μάλλον εδραιώθηκε– στη νεοελληνική συλλογικότητα η προμηθεϊκή πεποίθηση ότι αν ψάχναμε αρκετά βαθιά –και προφανώς ριζοσπαστικά– στο ιστορικό παρελθόν μας, θα αποφεύγαμε, τελικά, πολλά «εθνικά» και ατομικά δεινά.
Ίσως με τον ίδιο τρόπο που η επιστήμη στη Δύση αναζητούσε τα κρυμμένα μυστικά του ανθρώπινου γονιδιώματος, προσδοκώντας να θεραπεύσει «πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν», κάπως έτσι κι εμείς, διερευνώντας με μια ρηξικέλευθη ματιά το ιστορικό μας παρελθόν, θα μπορούσαμε, επιτέλους, να απαλλάξουμε το κοινωνικό μας σώμα από τις γενετήσιες-κληρονομικές ανωμαλίες του και να ζήσουμε μια καλύτερη ζωή, όπου ο καθένας θα μπορούσε να είναι ο εαυτός του και σκασίλα του. Όπως στα πρώιμα μεταπολιτευτικά χρόνια χιλιάδες Έλληνες προσέτρεξαν στα μεγάλα αστικά κέντρα για να κάνουν το χαΐρι που δεν κατάφερναν στα χωριά τους, έτσι και το νέο μεταπολιτευτικό κοινωνικό σώμα θα ήταν το κατάλληλο μέρος για να βρούμε μια ζωή καλύτερη απ’ αυτήν που κληρονομήσαμε.
Ακολουθώντας το Δυτικό νεωτερικό παράδειγμα, θαμπωμένοι μάλιστα από την αποτελεσματικότητά του κυρίως ενάντια στην ασθένεια και στην αγωνία του θανάτου, υιοθετήσαμε και ως άτομα αλλά και ως κοινωνία μια «ιατρική» κουλτούρα, προσκολλημένοι στην αντίληψη του σώματος ως πηγής του πόνου, αλλά και ως τόπου της ίασης. Ακόμη και η ψυχή θεωρήσαμε ότι βρίσκεται μάλλον κάπου στον εγκέφαλο, και οι όποιες δυσλειτουργίες της οφείλονται σε μια χημική ανωμαλία που, δεν μπορεί, κάποιο χημικό ή φυτικό σκεύασμα θα την αντιμετωπίσει.
Έτσι, όπως στο ατομικό επίπεδο κάθε σωματικός πόνος είχε κάποια κληρονομική αιτία –που έμελλε κάποια στιγμή να αποκαλυφθεί– αν και προς στιγμήν μάς αρκούσε ότι υπήρχε ένα δραστικό παυσίπονο που μπορούσε να τον αντιμετωπίσει, έτσι και στο συλλογικό ο «καημός της Ρωμιοσύνης» οφειλόταν, επίσης, σε κάποια κληρονομικά αίτια –που οι τρέχοντες ιστορικοί έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να αποκαλύψουν– αν και προς στιγμήν μάς αρκούσε ότι υπήρχε ένα δραστικό καταναλωτικό παυσίπονο, που ήταν μια χαρά για να τον αντιμετωπίσουμε.
Ταυτόχρονα οι περισσότεροι νιώθαμε όλο και πιο άβολα με κρίσεις του τύπου «σωστό-λάθος», προτιμώντας αντ’ αυτού να διακρίνουμε τι είναι «υγιές ή όχι» για μας και τους άλλους, με μια θεραπευτική-ιατρική αντίληψη της ζωής, της οποίας πρωταρχική επιδίωξη ήταν η αποφυγή του θανάτου, της χρόνιας ασθένειας και του πόνου. Άλλωστε, μια ολόκληρη επιστήμη, η Οικονομική, συνιστούσε ανεπιφύλακτα «το μεγαλύτερο αποτέλεσμα με το μικρότερο κόστος».
Και κάπου εδώ κρύβεται ένα μικρό ερωτηματάκι, όπως θα έλεγε και ο αλησμόνητος «τηλεοπτικός» ζωγράφος Bob Ross: Μήπως, άραγε, αυτή ακριβώς η «ιατρική» αντίληψη της ατομικής και συλλογικής μας κουλτούρας μάς απέτρεψε από το να κάνουμε εκείνες τις απαραίτητες αλλαγές, που θα μπορούσαν πραγματικά να θέσουν ένα τέλος στις συνθήκες και στις καταστάσεις που μας ταλαιπώρησαν και οδήγησαν και στην τρέχουσα μνημονιακή καταστροφή; Μήπως ακριβώς λόγω της «μαγικής» μεταπολιτευτικής σκέψης, της προτίμησής μας στη «θεραπεία», κολλήσαμε υπερβολικά στην ανάλυση ή και επίλυση των –κληρονομικών μας– προβλημάτων; Και σαν αποτέλεσμα συνηθίσαμε να περιμένουμε να υποφέρουμε περισσότερο απ’ ό,τι μπορούμε; Μήπως, έτσι κι αλλιώς, ακόμη και σήμερα οι περισσότεροι, λίγο ώς πολύ, δεν προσδοκούν κάποια ευρωπαϊκή θεραπεία στα προβλήματά μας; Αν αφαιρέσουμε μάλιστα τους Συριζαίους που ονειρεύονται ακόμη την Ευρώπη των Λαών, τους «Μένουμε Ευρώπη» κάθε σχετικής απόχρωσης, τους οπαδούς της Χ.Α. που φαντασιώνονται την Ευρώπη του 4ου Ράιχ, αυτούς που εμμονικά επικαλούνται κάποια Ευρώπη της Λογικής και διάφορους ανένταχτους πάσης πολιτικής φύσεως που αυτομαστιγώνονται επειδή δεν περάσαμε Διαφωτισμό, δεν φαίνεται να μένει και κανείς που να μην έχει και κάποια θεραπευτική ονείρωξη για, και με, την Ευρώπη.
Με άλλα λόγια, η Ευρώπη έγινε ο τελικός κριτής της συλλογικής μας Αλήθειας. Είναι πολλά χρόνια πριν που η αλήθεια του Τόπου τέθηκε κάτω από το κριτικό ευρωπαϊκό μικροσκόπιο, έτσι που η Μνημονιακή εποπτεία μοιάζει τώρα να είναι η φυσική και εύλογη συνέπεια. Αλλά όταν το «φάρμακο» γίνεται ο τελικός κριτής της ανθρώπινης Αλήθειας, απλώς φιμώνει και καταδικάζει στη σιωπή τις πηγές του πόνου και, βέβαια, δεν μειώνει σε τίποτα την παθολογία του ανθρώπινου σώματος. Με τον ίδιο τρόπο, όταν η όποια ευρωπαϊκή «θεραπεία» γίνεται ο τελικός κριτής της Αλήθειας του Τόπου, ακόμη και αν στιγμιαία φάνηκε να περιορίζει την ένταση του πόνου, στην πραγματικότητα δεν μείωσε ούτε κατ’ ελάχιστο την παθολογία της νεοελληνικής συλλογικότητας, και αυτό αποκάλυψε η μνημονιακή πραγματικότητα. Ο πόνος «ξεχνιέται», αλλά το Τραύμα δεν επουλώνεται. Ο πόνος από το Τραύμα της παρασιτικής πρόσδεσης στη Δύση «ξεχάστηκε» για μερικές δεκαετίες της μεταπολιτευτικής ευμάρειας, αλλά, προφανώς, δεν επουλώθηκε.
Υπάρχουν ήδη αρκετοί στην επιστημονική κοινότητα που υποστηρίζουν ότι το «φάρμακο» –και η ψυχιατρική ειδικότερα– δεν θα πρέπει να έχουν ρόλο στη θεραπεία του Τραύματος. Κι αυτό γιατί, καθώς εντοπίζουμε το Τραύμα στο σώμα, διαρρηγνύουμε σιωπηρά τις συσχετίσεις του ανθρώπινου πόνου με τις απάνθρωπες συνθήκες που τον προκαλούν. Ο ρατσισμός, η καταπίεση, η βία, η φτώχεια, η παιδική κακοποίηση και η παραμέληση αποσιωπώνται, αφού υπάρχει το «φάρμακο»(Burstow, 2003 και Wilkerson, 1998). Με την ίδια έννοια, οι συνθήκες που προκαλούν το νεοελληνικό Τραύμα, η εξάρτηση, ο παρασιτισμός, η φτωχοποίηση, ο εις βάρος της χώρας διεθνής καταμερισμός της εργασίας, ο διεθνικός ρατσισμός, ο ρόλος μας ως περιφέρειας του καπιταλισμού, εν τέλει ο ίδιος ο διεθνής καζινοκαπιταλισμός, αποσιωπάται, αφού υπάρχει το «φάρμακο» menoumeuropex!
Φαίνεται, όμως, ότι ακόμη και η συνειδητοποίηση των επιπτώσεων του Τραύματος δεν αρκεί για να εμποδίσει την εμφάνισή του, όπως θα περίμενε κανείς, ακολουθώντας μια λογική αντίστοιχη με έναν εμβολιασμό που είναι αρκετός για να σταματήσει την εξάπλωση της πολιομυελίτιδας. Με άλλα λόγια, οι μνημονιακές επιπτώσεις, η αποικιοποίηση της χώρας, ο πλήρης ευτελισμός της όποιας δημοκρατίας, η εκποίηση του «δημόσιου σώματος», δεν εμπόδισαν την ανάδυση του εθνικού Τραύματος. Το αντίθετο μάλλον. Το παρόξυναν. Και νά γιατί ο ευρωπαϊκός-νεωτερικός «εμβολιασμός» δεν εμπόδισε εν τέλει την εξάρτηση, ούτε απάλλαξε το «ελληνικό σώμα» από τις χρόνιες παθογένειές του. Όπως ακριβώς η επίγνωσή μας γύρω από το διαπροσωπικό ψυχικό τραύμα δεν περιόρισε ούτε κατ’ ελάχιστο τη βαρβαρότητα κατά των παιδιών και των γυναικών, ούτε σταμάτησε τους πολέμους, τις γενοκτονίες και την κάθε είδους βία, αλλά συνεχίστηκε σαν να μην υπάρχει όριο στην ανθρώπινη σκληρότητα. Αποδεικνύεται, έτσι, ότι αν θεωρεί κανείς το «φάρμακο» ως την κύρια μέθοδο θεραπείας του Τραύματος, οι πιθανότητες να διακοπούν οι συνέπειές του είναι εξαιρετικά περιορισμένες, όσο παραμένουμε προσκολλημένοι στη «θεραπεία». Λες και η «θεραπεία» είναι εν τέλει αντι-θεραπευτική, για να μην πούμε πως είναι και νοσογόνος.
Ο λόγος για τον οποίο συνεχίζεται σχεδόν απρόσκοπτα ο ρόλος του «ευρωπαϊκού φαρμάκου» στη θεραπεία του ελληνικού Τραύματος, παρά το προφανές ότι έχει αποτύχει παταγωδώς και στη στοιχειώδη θεραπεία, αλλά και πολύ περισσότερο στην άρση των συνθηκών που προκαλούν το Τραύμα, βρίσκεται μάλλον στο γεγονός ότι το «φάρμακο», η «κουλτούρα του φαρμάκου» που υιοθέτησε εκ συστάσεως η νεωτερικότητα και, βέβαια, έσπευσε να λατρέψει ασμένως και η νεοελληνική κοινωνία, ενισχύει ή επιβάλλει μια ιδιόμορφη αίσθηση της ευθύνης και ως εκ τούτου και μια ιδιαίτερη μορφή κοινωνίας. Κι όπως έχουν παρατηρήσει αρκετοί ψυχίατροι ειδικευμένοι στο Τραύμα, «Το ζήτημα της ευθύνης, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, είναι στον σκληρό πυρήνα του πως μια κοινωνία ορίζει τον ίδιο τον εαυτό της» (VanderKolk, McFarlane, & Weisaeth, 1996, p. Xi).