Το χάσμα ανάμεσα στον λαϊκό οπλαρχηγό και τους Κόχραν-Τσωρτς κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Φαλήρου*

του Κωστή Παπαγιώργη

 

Δημοσιεύουμε εδώ ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη (1947-2014) «Τα καπάκια – Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος» (εκδόσεις Καστανιώτη). Στο εξαιρετικό αυτό βιβλίο παρουσιάζονται ορισμένες πλευρές από την -γεμάτη στροφές, ανατροπές και αντιφάσεις- πορεία της επανάστασης και των οπλαρχηγών, και τις αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε πολιτικούς, στρατιωτικούς και ξένους εμπλεκόμενους με τον Αγώνα. Στο κείμενο που ακολουθεί, σκιαγραφείται το πολεμικό πνεύμα του Καραϊσκάκη που ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τους πολιορκητές της Ακρόπολης και η αντίθεση με την τακτική που εισηγούνται οι νεοαφιχθέντες στο πεδίο της μάχης, Άγγλοι στρατιωτικοί Κόχραν και Τσωρτς. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης έχει φτάσει στην Αττική από τον Μάρτιο του 1827, ενώ η εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, με διάταγμά της στις 3 Απριλίου, διορίζει αρχιστράτηγο του στρατού ξηράς τον στρατηγό Ρίτσαρντ Τσωρτς και αρχιναύαρχο τον Τόμας Κόχραν.

Ο τίτλος και οι μεσότιτλοι είναι της σύνταξης του Δρόμου

 

(…) Δικαιολογημένα η στιβαρή αρχηγία μέσα σε αυτά τα «άρρυθμα στίφη» κατέστησε τον Καραϊσκάκη θρυλικό πρότυπο αρχιστρατήγου. Είχε έρθει η ώρα ο στρατός των άτακτων να αγγίξει το ανώτατο σημείο της ισχύος του. Υπήρχε βέβαια το προηγούμενο του Κολοκοτρώνη στον εξολοθρεμό της στρατιάς του Δράμαλη, μόνο που ο μοραΐτης αρχηγός πολεμούσε στον δικό του τόπο, με σώματα πελοποννησιακά και κυρίως με τοπικιστικές επιδιώξεις. Αντίθετα ο Καραϊσκάκης είχε απαλλαγεί ως διά επαναστατικής μαγείας από όλες τις δεσμεύσεις του παρελθόντος. Δεν μαχόταν στα Άγραφα, αλλά στην Αθήνα. Δεν είχε δικό του σώμα, αλλά χιλιάδες ετερόκλητους στρατιώτες που κρέμονταν από τα χείλη του αρχηγού. Όταν μάλιστα θα φτάσει να πει: «Η Πατρίς είναι μία, παντού είναι ο αυτός αγών, ή Ρούμελη ή Πελοπόννησος το ίδιο κάνει», καταλαβαίνουμε ότι έχει υπερβεί όλους τους αναβαθμούς που απαιτούσε το φρόνημα του εθνικού αγωνιστή.

Η εκστρατεία του Φαλήρου με άλλα λόγια ήταν η χρυσή ευκαιρία να τιμηθούν απολύτως τα άτακτα επαναστατικά όπλα. Ουδέποτε είχε συνταχθεί τόσο πολυάριθμο στράτευμα, ουδέποτε ένας στρατηγός μαχόταν με τόσο θετικές προϋποθέσεις σε ξένη περιοχή, τέλος ουδέποτε η τακτική του ανταρτοπολέμου επιβαλλόταν με τόσο επείγοντα τρόπο, καθώς η Αττική δεν είχε ορεινά σημεία όπου θα μπορούσαν να καλυφθούν με ταμπούρια τα προελαύνοντα σώματα. Το παραμικρό σφάλμα θα είχε ολέθριες συνέπειες. Εξάλλου η έλλειψη ισχυρού ιππικού καθιστούσε παραλογισμό την έκθεση σε ανοιχτό πεδίο. Ο Καραϊσκάκης σχεδίαζε μια κλέφτικη προέλαση προς την Ακρόπολη – θα προχωρούσαν τη νύχτα σκάβοντας διαρκώς νέα ταμπούρια και την ημέρα θα κρατούσαν τις θέσεις τους. Το όλο ζήτημα ήταν να καλύψουν μια απόσταση μερικών χιλιομέτρων ίσαμε την Αθήνα.

Τότε ακριβώς θα κάνουν τη μοιραία εμφάνισή τους οι Κόχραν και Τσωρτς. (…)

 

Η_ΔΙΑΘΗΚΗ_ΤΟΥ_ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ
Η διαθήκη που πρόλαβε να γράψει ο στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης μετά το θανάσιμο τραυματισμό του στο Φάληρο στις 22 Απριλίου 1827 ενώ προετοίμαζε μια μεγάλη επίθεση για την απελευθέρωση των πολιορκημένων στην Ακρόπολη των Αθηνών. Με το συγκλονιστικό αυτό έγγραφο ο ήρωας της επανάστασης κληροδοτεί στο γιό του το μοναδικό του περιουσιακό στοιχείο, ένα σπαθί

Κλεφτοπόλεμος και μετοχές

Το πρόβλημα που θα ανακύψει από την πρώτη συνάντηση του Καραϊσκάκη με τους νέους αρχηγούς θα αφορά ασφαλώς την τακτική. Ουδέποτε οι ξένοι στρατιωτικοί δέχθηκαν την τακτική του κλεφτοπολέμου, την οποία θεωρούσαν πρωτόγονη, κατάλληλη μόνο για δειλούς. Η νέα τακτική των ευρωπαϊκών στρατευμάτων, καθιερωμένη πια από τους ναπολεόντειους πολέμους, έριχνε το βάρος στο στράτευμα και εκμηδένιζε τη μονάδα στρατιώτης. Κατά συνέπεια η μάχη εκ παρατάξεως – καθώς ευθυτενείς οι στρατιώτες προχωρούσαν αδιαφορώντας για τις βολές των αντιπάλων – δεν άφηνε περιθώρια για τη μέριμνα της προσωπικής επιβίωσης. Οι επιμέρους στρατιώτες θεωρούνταν αναλώσιμοι – το μόνο μη αναλώσιμο ήταν το στράτευμα και οι επιτελείς του.

Έχασκε δηλαδή αληθινή άβυσσος ανάμεσα στην ευρωπαϊκή τακτική και στον ντόπιο κλεφτοπόλεμο. Με αναφαίρετο δικαίωμα να προσέρχονται ή να αποχωρούν, να πολεμούν ή να κρύβονται, οι μαχητές του κλεφτοπολέμου δεν γνώριζαν καμιά πειθαρχία. Αγνοούσαν επιπλέον τη μάχη εκ παρατάξεως, καθώς ο αριθμός τους, η έλλειψη πυροβολικού και ιππικού δεν επέτρεπε την αντιπαράθεση σε ανοιχτά πεδία. Οι μεγάλες μάχες του αγώνα κερδήθηκαν σε δερβένια, με αιφνιδιασμούς και με χωσιές, λίγοι εναντίον πολλών, ενώ οι μεγάλες ήττες (όπως στο Δραγατσάνι, στο Πέτα, στο Κρεμμύδι ή στο Καματερό) οφείλονταν στην εμμονή να εφαρμοστεί η ευρωπαϊκή τακτική.

Ένα από τα αξιοπερίεργα της ριζικής διαφωνίας των στρατηγών είναι ότι ο Καραϊσκάκης δεν βρισκόταν αντιμέτωπος με τον Τσωρτς, τον αρχηγό των χερσαίων δυνάμεων, αλλά με τον Κόχραν, ο οποίος – αν και ναύαρχος – έδειχνε μια δυσεξήγητη βιασύνη για την κατάληψη της Ακρόπολης. Υπήρχε βέβαια το ζήτημα της απελευθέρωσης του παγιδευμένου Φαβιέρου, αλλά οι υπόνοιες περί χρηματιστικής κερδοσκοπίας προσδίδουν μιαν άλλη διάσταση στη στάση του. «Ανυπομονούσε ο στόλαρχος για την απελευθέρωση της Αθήνας όχι από φιλελληνικό ενθουσιασμό αλλά για λόγους κερδοσκοπικούς. Είχε αγοράσει στο Λονδίνο μεγάλο αριθμό ομολογιών του δανείου, οι οποίες είχαν στο μεταξύ υποτιμηθεί και προσδοκούσε ξαφνική και κερδοφόρα ανατίμηση με μια πολεμική επιτυχία κάτω από την Ακρόπολη. Για τον Κόχραν όλα θα εξαρτηθούν από τη λύση της πολιορκίας, εξαιτίας των ελληνικών χρεωγράφων, γιατί η εκλαμπρότης του είχε μετοχές».

Ο Κόχραν βιαζόταν να δει τα ελληνικά σώματα να επιχειρούν αστραπιαία προέλαση – παρότι δεν διέθεταν αξιόλογο ιππικό – και να αιφνιδιάζουν τον εχθρό, ο οποίος διέθετε πανίσχυρο ιππικό, ενώ ο Καραϊσκάκης, φοβούμενος το ανοιχτό πεδίο που ευνοούσε συντριπτικά τις δυνάμεις του Κιουταχή, εννοούσε να στήνει ταμπούρια και να ασφαλίζει τα νώτα του.

 

Βιασύνη και απειλές

Συνάμα οι δύο Άγγλοι επιτελείς δεν είχαν καμία ανάμιξη στο στρατόπεδο. Ο Κόχραν είχε εγκατασταθεί στο κότερό του με αναπεπταμένη την αγγλική σημαία, ενώ ο Τσωρτς παρακολουθούσε τις κινήσεις από τη γολέτα «Σπαρτιάτης», γι’ αυτό οι στρατιώτες τον έβγαλαν «γκενεράλ γολέτα». Δεν έβγαινε ποτέ στη στεριά, δεν είχε άμεση επαφή με το στράτευμα. Τη ζώσα φωνή την είχε υποκαταστήσει με σημειώματα και έγγραφα. Αν και η σκηνή του Καραϊσκάκη απείχε μόλις πεντακόσια μέτρα από το κότερο του Κόχραν, οι συνεννοήσεις γίνονταν γραφειοκρατικά – με αγγελιαφόρους και σημειώματα. Κάθε πρόταση κατέληγε σε απόρριψη, όχι γιατί οι Άγγλοι αδιαφορούσαν ή δεν ήθελαν να κινδυνεύσουν, αλλά επειδή οι επιχειρήσεις που πρότειναν – διακοπή των γραμμών ανεφοδιασμού του εχθρού, επιχειρήσεις στην ανατολική Αττική – δεν λάβαιναν υπόψη τους την ευπάθεια του ελληνικού στρατεύματος.

Ο Καραϊσκάκης διέτασε και συνάμα καθικέτευε τον αλλόγλωσσο επιτελικό. Η βιασύνη ευνοούσε μόνο τους Τούρκους. Αντίθετα μια αρχή αλλά σταθερή προέλαση θα έφερνε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Κατέφθαναν βέβαια και κρυφές επιστολές από την Ακρόπολη όπου διατυπωνόταν η απορία του Φαβιέρου: «Δεκαπέντε χιλιάδες άνδρες ενωμένοι και δεν μπορούν να κινηθούν εναντίον πέντε το πολύ χιλιάδων εχθρών;»

Βλέποντας ότι η βούλησή του δεν υιοθετείται, ο Κόχραν αρχίζει να βάζει σε ενέργεια τα μεγάλα μέσα, απειλεί ότι θα εγκαταλείψει την Ελλάδα. Γράφει στον Τσωρτς: «Σε σαράντα οκτώ ώρες το ζήτημα της Αθήνας πρέπει να τελειώσει». Όσο για τον Καραϊσκάκη και τους άνδρες του, επιστρατεύει τον βρετανικό καγχασμό: «Θα κάνω την τελευταία προσπάθεια για να κινητοποιήσω τον Καραϊσκάκη και τους ιππότες των χρυσών όπλων». Έφτασε μάλιστα μέχρι σημείου να απειλήσει το στρατόπεδο με στέρηση τροφίμων. Από τη μεριά του ο Καραϊσκάκης έλεγε στους δικούς του καπεταναίους. «Δεν θα τα πάμε καλά με τους Εγγλέζους! Φοβάμαι πως θα μας χάσουν με την αβασταγιά τους!»

Ο Κασομούλης μάλιστα διασώζει ζωντανή την εξής αντιδικία μεταξύ στόλαρχου και Καραϊσκάκη. Ο τελευταίος στέλνει τον Χριστόδουλο Χατζή Πέτρου να πείσει τον Άγγλο για τη σταδιακή προέλαση. Ο απεσταλμένος επιστρέφει μεταφέροντας αυτά τα λόγια: «Ο Στόλαρχος άμα ήκουσαν αυτά έγινεν άλλος εξ άλλου, εθύμωσεν τόσον ώστε είπεν: όταν δεν θέλουν να κινηθούν δεν ημπορώ να τους ειπώ στρατιώτας, και ότι είναι καλοί μόνον διά κλέφτικαις δουλειαίς και για να ψήνουν κοκορέτζια». Ο Καραϊσκάκης τον ξαναστέλνει πίσω με το ακόλουθο περιπαικτικό μήνυμα: «Ο αρχηγός αποφάσισεν να βάλει εις πράξιν το σχέδιό σου, και όλος ο στρατός θα κινηθή. Πλην, επειδή οι Έλληνες δεν ακολουθούν εάν δεν ιδούν τον αρχηγό εμπρός και πρώτον, διά το καλόν παράδειγμα, ως Στόλαρχος και ως ειδήμων, να έβγη από το καράβι και να εμβή εμπρός, και τότε να τρέξωμεν κοντά του έως εκεί που θέλει». Η απάντηση που έφερε και πάλι ο Χριστόδουλος ήταν αμιγώς αγγλική: «Δεν ήλθα να χαθώ εις την Ελλάδα με τα σχέδιά σας. Θα αποθάνω εις την Αγγλίαν».

Τελικά η μόνη σοβαρή επιχείρηση των δύο επιτελείων –ελληνικού και αγγλικού- θα είναι η επίθεση στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα. Η φρεγάτα «Ελλάς» του Μιαούλη και η «Καρτερία» του Άστιγκα θα κανονιοβολήσουν επί ώρες τα προτειχίσματα και όταν συνθηκολογήσουν οι Αλβανοί, ένα συνηθισμένο επεισόδιο θα οδηγήσει σε γενική σφαγή της φρουράς. «Τούρκοι σκοτώθηκαν σχεδόν όλοι, καθώς λέγουν είδαν 179 λέσια (πτώματα)». Την επομένη, εκμεταλλευόμενος την ευθύνη του Καραϊσκάκη για το συμβάν, ο Κόχραν εντείνει τις πιέσεις του: Εσείς θα είστε υπεύθυνος για ό,τι συμβεί. Η απάντηση είναι η ίδια: ο στρατός έχει ανάγκη από φτυάρια και ξυνάρια για να ανασκάπτει ταμπούρια. Τώρα που είχε πέσει το μοναστήρι, τι εμπόδιζε τον Καραϊσκάκη; Το προβατολίβαδο; Στον Τσώρτς μηνάει τελεσιγραφικά: Κίνησέ τους, αλλιώς σαλπάρω.

 

Από τη διάβρωση στην πανωλεθρία

Ήδη είχαν αρχίσει και οι διαλυτικές ενέργειες των Άγγλων στο στράτευμα. Ο Τσωρτς μοίραζε χρήματα στους καπεταναίους για να τους διαιρέσει. Όταν το έμαθαν οι τακτική, αρνήθηκαν να πολεμήσουν: «Δεν πηγαίνομεν! Εκείνοι που έλαβον τους μαχμουτιέδες εκείνοι να παν!». Ο Κόχραν σχεδίαζε μάλιστα την επίθεση και χωρίς τον Καραϊσκάκη, μόνο με ναυτικούς εθελοντές και όλα τα καράβια. Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι στις 18 Απριλίου ο Καραϊσκάκης υποχωρεί τελικά και δέχεται να εφαρμόσει μαζί με τους καπεταναίους του την άμεση προέλαση προς την Ακρόπολη. Κι ενώ όλα είναι έτοιμα, στις 22 Απριλίου, αδόκητα πέφτει νεκρός σε μια ασήμαντη αψιμαχία στην άκρη του στρατοπέδου.

Τα όσα ακολούθησαν είναι γνωστά. Το στράτευμα οδηγήθηκε μετά από δύο μέρες στη μεγαλύτερη πανωλεθρία του αγώνα. Στον Ανάλατο – απέναντι από τον Άγιο Σώστη – το τουρκικό ιππικό βρήκε τα αποβατικά τμήματα χωρίς ταμπούρια, αποτέλεσμα: χίλιοι διακόσιοι νεκροί και εκατοντάδες αιχμάλωτοι που σφάχτηκαν την ίδια μέρα. Η Ακρόπολη θα παραδοθεί και θα μείνει σε εχθρικά χέρια άλλα έξι χρόνια. Όσο για το στράτευμα του Καραϊσκάκη, θα διαλυθεί.

Απομένει λοιπόν η απορία που δικαίως υπέθαλψαν οι δικοί μας ιστορικοί: ο θάνατος του Καραϊσκάκη ήταν συμπτωματικός ή σχεδιασμένος; Υπήρχε δάκτυλος Μαυροκορδάτου, Κόχραν και Τσωρτς για να βγει από τη μέση ο ρουμελιώτης καπετάνιος και να περιοριστεί το νέο κρατίδιο στα όρια της Πελοποννήσου; Είχαν μπει καπάκια μεταξύ ντόπιων και Άγγλων;

Το βέβαιο είναι ότι με τον θάνατό του έκλεισε ο κύκλος των μεγάλων ντόπιων κλεφταρματολών – του λοιπού ο στρατός θα γίνει τακτικός, οι στρατιώτες θα μπουν στα στενά και τις τύχες του κρατιδίου θα αναλάβουν οι πολιτικοί.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!