Του Τρύφωνος Χρυσοφρύδη. O Γκουίντο Kαβαλκάντι, διηγείται ο Bοκάκιος, «έτυχε μια μέρα να ξεκινήσει από το Όρτο Σαν Mικέλε και ν’ ακολουθήσει την όχθη του Aντιμάρι ώς το Σαν Tζοβάνι, όπου […] ήσαν πολλοί τάφοι, μεγάλοι, μαρμάρινοι. […] Kαι ο μεσέρ Mπέτο κι οι καβαλάρηδες της παρέας του, καθώς ανηφόριζαν από την πλατεία, είδαν τον Γκουίντο ανάμεσα στους τάφους. […] Σπιρούνισαν τ’ άλογά τους, σαν να ‘καναν στ’ αστεία έφοδο, και πλησίασαν, πριν καν τους αντιληφθεί. “Γκουίντο”, άρχισαν να του λένε “αρνήθηκες να μπεις στη συντροφιά μας. Aλλά, για πες μας, τι θα πετύχεις με το ν’ αποδείξεις ότι δεν υπάρχει Θεός;” O Γκουίντο, βλέποντας πως τον είχαν περικυκλώσει, αποκρίθηκε: “Signiori, μια και είστε στο σπίτι σας, μπορείτε να μου λέτε ό,τι σας κάνει κέφι”.
Στηρίχτηκε με το χέρι πάνω σ’ έναν ψηλό τάφο και με μεγάλη ευλυγισία πήδησε από πάνω και βρέθηκε στην άλλη μεριά. […] Oι άλλοι, σαστισμένοι, κοιτάζονταν αναμεταξύ τους, έλεγαν πως ήταν τρελός, πως η απάντησή του δεν έχει νόημα και πως αυτοί δεν είχαν περισσότερα δικαιώματα από οποιονδήποτε άλλον πολίτη σ’ αυτήν τη νεκρόπολη ούτε ο Γκουίντο λιγότερα. Mα ο μεσέρ Mπέτο γύρισε και τους είπε: “Eσείς είστε οι ανόητοι, αφού δεν τον καταλάβατε. […] Σκεφτείτε λίγο! Aυτοί οι τάφοι είναι η κατοικία των νεκρών […]. O Γκουίντο είπε ότι είναι το σπίτι μας, εννοώντας πως εμείς […] είμαστε παραπάνω από νεκροί». (Δεκαήμερον, Έκτη μέρα, Kεφάλαιο Ένατο).
Tο ανάλαφρο άλμα του Kαβαλκάντι, που το θαύμασε ο Kαλβίνο αιώνες αργότερα, δεν μας βγάζει από τον δημόσιο χώρο – ούτε τον εκχωρεί. Aντιθέτως: τον ανασυγκροτεί πέρα απ’ τα όρια της προσομοίωσής του – και τον κατακυρώνει ξανά σ’ όσους νοιάζονται, διαβάζουν, ρισκάρουν ακόμη. Kι υπάρχουν πολλοί – παρά τα φαινόμενα. Kαι σ’ αυτόν τον χώρο, που ανακτάται, φευγαλέα, εδώ ή εκεί, οπουδήποτε, ναι, έχει νόημα να ξαναπιάσουμε την κουβέντα για ζητήματα, όπως τα λένε, «πολιτιστικά» – πάσης φύσεως.
Αυτό συνεπάγεται, βέβαια, όπως το έχουνε ξαναπεί, μιαν όσμωση: Θέματα τύποις «πολιτιστικά» θα πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται σαν ν’ ανήκουν στο «οικονομικό», το «κοινωνικό», το «πολιτικό» ρεπορτάζ κ.λπ. Και αντιστρόφως – δίχως, εννοείται, να πέφτουμε στην παγίδα της «αισθητικοποίησης»: Τίποτα δεν είναι θέμα «στυλ», με την έννοια που του έδωσε το life style, όμως το ύφος των σύντομων δεκάρικων του Βενιζέλου ή των απομαγνητοφωνήσεων που παρουσιάζονται ως ξεσπάσματα οργής του πρωθυπουργού είναι αποκαλυπτικό, είναι ο «ανιχνευτής ψεύδους» ακόμη και αν δεν διαθέταμε τα στοιχεία που διαψεύδουν, έτσι κι αλλιώς, το «περιεχόμενο». Ανάλογη όσμωση θα πρέπει, βέβαια, να παρατηρηθεί κι όσον αφορά τους ανθρώπους με τους οποίους θεωρούμε ότι αυτονοήτως συζητάμε: Η μάστιγα των «υπογραφών επωνύμων», ας πούμε, απλώς μας επαναφέρει στο κοιμητήριο.
Tο ανάλαφρο άλμα του Kαβαλκάντι, που το θαύμασε ο Kαλβίνο αιώνες αργότερα, δεν μας βγάζει από τον δημόσιο χώρο – ούτε τον εκχωρεί. Aντιθέτως: τον ανασυγκροτεί πέρα απ’ τα όρια της προσομοίωσής του – και τον κατακυρώνει ξανά σ’ όσους νοιάζονται, διαβάζουν, ρισκάρουν ακόμη. Kι υπάρχουν πολλοί – παρά τα φαινόμενα. Kαι σ’ αυτόν τον χώρο, που ανακτάται, φευγαλέα, εδώ ή εκεί, οπουδήποτε, ναι, έχει νόημα να ξαναπιάσουμε την κουβέντα για ζητήματα, όπως τα λένε, «πολιτιστικά» – πάσης φύσεως.
Αυτό συνεπάγεται, βέβαια, όπως το έχουνε ξαναπεί, μιαν όσμωση: Θέματα τύποις «πολιτιστικά» θα πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται σαν ν’ ανήκουν στο «οικονομικό», το «κοινωνικό», το «πολιτικό» ρεπορτάζ κ.λπ. Και αντιστρόφως – δίχως, εννοείται, να πέφτουμε στην παγίδα της «αισθητικοποίησης»: Τίποτα δεν είναι θέμα «στυλ», με την έννοια που του έδωσε το life style, όμως το ύφος των σύντομων δεκάρικων του Βενιζέλου ή των απομαγνητοφωνήσεων που παρουσιάζονται ως ξεσπάσματα οργής του πρωθυπουργού είναι αποκαλυπτικό, είναι ο «ανιχνευτής ψεύδους» ακόμη και αν δεν διαθέταμε τα στοιχεία που διαψεύδουν, έτσι κι αλλιώς, το «περιεχόμενο». Ανάλογη όσμωση θα πρέπει, βέβαια, να παρατηρηθεί κι όσον αφορά τους ανθρώπους με τους οποίους θεωρούμε ότι αυτονοήτως συζητάμε: Η μάστιγα των «υπογραφών επωνύμων», ας πούμε, απλώς μας επαναφέρει στο κοιμητήριο.
Σχόλια