«…Γιατί τι είμαστε χωρίς αναμνήσεις, χωρίς ρίζες; Χωρίς ν’ αγγίζομε τους τοίχους και να πατάμε τα λιθάρια που άγγιξαν και πάτησαν οι πρόγονοί μας;»
Ολυμπία Καράγιωργα, 31 Αυγούστου 1978, «Σώστε τα παλιά σας σπίτια»

Κάπου στην εφηβεία. Σε σχολείο αρρένων. Μια γοητευτική γυναίκα περπατάει στους διαδρόμους για να πάει στην τάξη της. Ποιοι να είναι οι τυχεροί που την έχουν καθηγήτρια;

Στα 19 μου την ξαναβρίσκω στη σκοτεινή αίθουσα ενός κινηματογράφου. Με το υπέροχο βλέμμα της. Περιπλανώμενη στη γενέτειρά της, την Αλεξάνδρεια, όπου είδε το φως της ζωής το 1934. Στην «Περιπλάνηση», την ταινία του Χριστόφορου Χριστοφή. Όποτε ακούω τη μουσική της Ελένης Καραΐνδρου, τη θυμάμαι.

Καθώς τα νέα έρχονται από τη Λέρο, βάζω το βινύλιο με τη μουσική της ταινίας στο πικάπ.

Η Ολυμπία Καράγιωργα έφυγε από τη ζωή. Στη Λέρο. Που αγάπησε. Που λάτρεψε. Που ανέδειξε. Που πάλεψε για τον Πολιτισμό της με κάθε τρόπο. Με πάθος. Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν δύσκολα. Εκεί στην αγαπημένη της Αγία Μαρίνα. Όπου ονειρευόταν να συνομιλήσει με τον Γιώργο Σαραντάρη.

Και μας χάρισε ένα βιβλίο μαγικό: «Γιώργος Σαραντάρης – Ο μελλούμενος». Μια πραγματικά εκπληκτική δουλειά. Με αγάπη και μεθοδικότητα. Με έρευνα και σπινθηροβόλα γραφή.

Ανοίγω την πρώτη σελίδα:

Στον φίλο μου Κώστα με αμέριστη αγάπη,
Άγγελος, 30 Αυγούστου του ’95
Μελαγχολώ διπλά.

Ο πιο αγαπημένος μου φίλος. Που έφυγε στα 33 του. Που αγάπησε κι αυτός την Αγία Μαρίνα της Λέρου. Το σπίτι του –που νοίκιαζε– πάνω στη θάλασσα, κοντά στης Ολυμπίας. Που φυσικά τον είχε ξεχωρίσει. Γιατί του έλεγε πως είχε το «Ντουέντε». Και του χάρισε τη μετάφραση που είχε κάνει για το κείμενο του Λόρκα και πρωτοκυκλοφόρησε το 1970.

Τι είναι το Ντουέντε; Κάτι που και η Ολυμπία Καράγιωργα και ο φίλος μου ο Άγγελος Καλαφάτης το είχαν μέσα τους

Όπως θα έλεγε ο Λόρκα, «το ντουέντε είναι μια δύναμη κι όχι μια λειτουργία, μια πάλη κι όχι μια αφηρημένη έννοια. Άκουσα κάποτε έναν γέρο κιθαρίστα, να λέει: “Το ντουέντε δεν βρίσκεται στο λαρύγγι. Το ντουέντε ανεβαίνει απ’ τις γυμνές πατούσες των ποδιών”. Που σημαίνει πως δεν είναι μια ικανότητα, μα αληθινή μορφή, αίμα, αρχαία κουλτούρα, στιγμή δημιουργίας». (Πηγή: www.doctv.gr)

Όμως έκανα άλμα στον χρόνο. Δεν γράφω μια νεκρολογία, ούτε αναδημοσιεύω κάποιο βιογραφικό. Τέτοια στοιχεία πια τα βρίσκει κανείς στο διαδίκτυο. Προσπαθώ να δώσω μια αίσθηση, αυτό που σε έκαναν η παρουσία και τα γραπτά της να νιώθεις.

Μεταξύ των όσων αναφέρω την ανακάλυψα στη Λέρο, όταν ανακάλυψα κι εγώ το νησί στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Τότε που ελπίζαμε πολλά.

Κι ήταν πειστική στον αγώνα της να σώσει την αρχιτεκτονική του τόπου. Η Λέρος είχε υπάρξει τόπος εγκλεισμού. Το τραύμα υπάρχει ακόμα. Αλλά δεν υπήρξε η τουριστική λαίλαπα που διέλυσε τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων και της Δωδεκανήσου.

Κι αν σήμερα θαυμάζουμε την υπέροχη αρχιτεκτονική της Λέρου που την κάνει τόσο ξεχωριστή με τα τυπικά νησιώτικα σπίτια, τα αρχοντικά των Αιγυπτιωτών και τον Ιταλικό νεωτερισμό, έβαλε σίγουρα το λιθαράκι της κι εκείνη για να υπάρχουν ακόμα. Έπαιξε τον ρόλο της και στην αγάπη για το θέατρο που καλλιεργήθηκε στο νησί –κι από τον άλλο μεγάλο, τον Βάσο Ανδρονίδη– κι αποδίδει καρπούς μέχρι και σήμερα που μιλάμε.

Και φυσικά πρόβαλε τον τόπο της όπου βρισκόταν.

Ο τόμος «Η Λέρος της Ολυμπίας» με δικά της κείμενα που εκδόθηκε το 2004 από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Λέρου είναι η ζωντανή απόδειξη. Και μια υποθήκη για όλους εμάς που αγαπάμε το νησί, είτε καταγόμαστε από εκεί είτε όχι.

Γράφει στο κείμενο με τον τίτλο «Στη θάλασσα της Αγίας Μαρίνας, φθινόπωρο με έναν ποιητή»:

«…Θάθελα να τον συναντήσω μπροστά στη θάλασσα του δειλινού σήμερα πουν’ φθινόπωρο και η συκιά τρεμοφέρνει τα τελευταία της φύλλα… Ήθελα νάρθεις να σου πω ευχαριστώ. Αν μπορώ να κυττώ τη θάλασσα όπως την κυττώ… “Ο άνθρωπος είναι ο σκοπός μου, η ησυχία μου”, ομολογείς σ’ ένα σου ποίημα. Αυτός ο άνθρωπος που μεσ’ την τρέλα του 20ού αιώνα έσβυσε τον άνθρωπο και πρέπει να τον ξαναζωντανέψει…

Έτσι θα του μιλούσα
Κι’ η θάλασσα δεν θα έλειπε
Καθόλου δεν θα έλειπε.
Λέρος, δειλινό
Πέρα απ’ το χρόνο»

Κι εγώ έτσι θα τη θυμάμαι. Σε ένα δειλινό πέρα από τον χρόνο. Να περπατάει στο δρομάκι πλάι στη θάλασσα, με φόντο τον ανεμόμυλο. Να σταματάει μπροστά στο σπίτι του Άγγελου και να μιλά με πάθος. Για τον Σαραντάρη, για τον Λόρκα, για τη Λέρο.

Να λέει, όπως είπε το μακρινό 1985 σε συνέντευξή της στον Κώστα Πάχο για τη «Λεριακή Σκέψη»:

«…Νοιώθω βαρειά την ευθύνη να πέφτει απάνω μου, ξέροντας παράλληλα την δύναμη του αριθμού ένα, “1”, δηλαδή τη δύναμη του συνειδητοποιημένου ατόμου, όπως και τη δύσκολη μοίρα του…»

Κι έμεινε πάντα πιστή σε αυτά που έλεγε.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!