Τη διαβόητη Σφαγή του Πίτερλο, το 1819, όπως έμεινε στην αγγλική ιστορία -κατά το Βατερλό- έρχεται να αποτυπώσει στο ομώνυμο έπος του Peterloo ο 75χρονος σκηνοθέτης Μάικλ Λι, ακολουθώντας την παράδοση του βρετανικού ρεαλισμού, στα χνάρια του συμπατριώτη του Κεν Λόουτς.

Τον Αύγουστο του 1819, μια ειρηνική συγκέντρωση στην πλατεία Σεντ Πήτερς Φιλντς 60.000 διαδηλωτών, μαζί με γυναικόπαιδα, από το Μάντσεστερ και τις γύρω περιοχές, διεκδικεί συνταγματική μεταρρύθμιση, απαιτώντας δικαίωμα ψήφου για την εκλογή εκπροσώπων του λαού στο Αγγλικό Κοινοβούλιο, με το σύνθημα «ένας άνθρωπος, μια ψήφος», να κυριαρχεί. Με τον φόβο ένοπλης εξέγερσης, μετά την πικρή εμπειρία της Γαλλικής Επανάστασης, αποσύρεται το Habeas Corpus, συνταγματικός θεσμός για την προστασία της ατομικής ελευθερίας και διατάσσεται η διάλυση του πλήθους, από την έφιππη εθνοφρουρά, με αποτέλεσμα 15 καταγεγραμμένους νεκρούς και πολλές εκατοντάδες τραυματίες.

Η εισαγωγική σκηνή στο πεδίο της μάχης του Βατερλό (1815), παρουσιάζει έναν επιζώντα στρατιώτη, τον Τζόζεφ, που μετά βίας καταφέρνει να σημάνει με τη σάλπιγγά του τη νίκη, ενώ επιστρέφοντας στην οικογένειά του στο Μάντσεστερ, τον περιμένουν ανεργία και σκληρά πειθαρχικά μέτρα. Η ταινία ξετυλίγεται μέσα από τη διαδικασία συσπείρωσης της αντίστασης του λαού, που συζητά, ενημερώνεται και οργανώνεται σε κάθε γειτονιά και χωριό, αλλά και στους χώρους δουλειάς.

Οι πιο δεινοί ομιλητές αποτελούν τους τοπικούς εκπρόσωπους που θα αναζητήσουν στο Λονδίνο κεντρικό ομιλητή, για την παλλαϊκή συγκέντρωση που διοργανώνεται τον Αύγουστο του 1819. Παράλληλα, η άρχουσα τάξη οργανώνει ανελέητη αντεπίθεση με στρατιώτες, ενώ σπέρνει μυστικά στις συγκεντρώσεις πληροφοριοδότες και τραμπούκους.

Σε σενάριο γραμμένο από τον ίδιο τον σκηνοθέτη, οι φλογεροί πολιτικοί λόγοι στις αγορεύσεις των λαϊκών εκπροσώπων που αποκαλύπτουν τους υπαίτιους, λειτουργούν σαν θεατρικοί μονόλογοι σε δικαστικό δράμα, αγγίζοντας μια σύγχρονη παθιασμένη πολιτική ρητορική, με μεταφορικούς χαρακτηρισμούς παλαιού τύπου, όπως «χοντρές βδέλλες» για τους αριστοκράτες, ενώ ο λαός είναι «αποκρουστικός όχλος» που πρέπει «να παραμείνει στο βόθρο».

* * *

Βραβευμένος για τις ενδοοικογενειακές δραματικές ταινίες του, ο Μάικλ Λι στο Peterloo δανείζεται περισσότερο την καταγγελτική ορμή που χαρακτήρισε τον Λόουτς, αλλά και την εξεγερσιακή θεματική του καταστασιακού σκηνοθέτη Πίτερ Γουότκινς. Με την παράλληλη αφήγηση της ταξικής αντιπαράθεσης καταπιεσμένων και εξουσιαστών προκύπτει το ταξικό σημαινόμενο της ταινίας, παρουσιάζοντας όλη την επαναστατική διαδικασία μιας εξέγερσης, σε αντιστοιχία, αν και με διαφορετική σκηνοθετική άποψη, της σχεδόν εξάωρης Κομμούνας (2000) του Γουότκινς.

Πιστός στην απόδοση ενός ιστορικού δράματος εποχής, ο Μάικλ Λι δημιουργεί μια άψογη σκηνογραφική και κυρίως ενδυματολογική δουλειά, κλειδί αυτής της ταινίας όμως είναι τόσο η ρητορική και κατά συνέπεια η διαλεκτική, ως ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατίας, όσο και το εξαιρετικό διαλεκτικό μοντάζ, που αποκαλύπτει διακριτά τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές.

Σε μια σκηνή που παραπέμπει στην πρώτη κινηματογραφική ταινία Έξοδος από το εργοστάσιο (1895) των αδερφών Λυμιέρ, ο Μάικλ Λι καταφέρνει να αποκαλύψει την ταξική θέση της οικογένειας του Τζόζεφ, εργάτες όλοι στα κλωστοϋφαντουργία της περιοχής, που συναντιούνται στο σχόλασμα και επιστρέφουν στην πυκνοκατοικημένη γειτονιά τους, με τις καμινάδες να δεσπόζουν στο βάθος.

Δίχως χολιγουντιανούς εντυπωσιασμούς και απαλλαγμένη από τον στείρο ακαδημαϊσμό του BBC, η ακριβή αυτή παραγωγή μεταφέρει με απλότητα την ατμόσφαιρα εποχής, με φυσικούς φωτισμούς και παλέτα μουντών χρωμάτων στα τριμμένα ρούχα των εργατών. Η ενδυματολογική επιμέλεια των κομπάρσων στα πλάνα πλήθους κρατά ρεαλιστική πιστότητα, καθώς η ταινία λειτουργεί περισσότερο ως συλλογικό πορτραίτο μιας λαϊκής συσπείρωσης, χωρίς να ακολουθεί πρωταγωνιστές-ήρωες.

Τις διαλεγμένες φυσιογνωμίες στα κοντινά πλάνα ενσαρκώνουν σημαντικοί Άγγλοι θεατρικοί ηθοποιοί, που ανταποκρίνονται στην έκφραση ταπεινότητας των αγράμματων και υποσιτισμένων, αντικατοπτρίζοντας τις συμφορές τους. Ενώ η ασυγκράτητη αλαζονεία των ελίτ στιγματίζεται μέσα από τη στάση τους, όταν η κλοπή ενός παλτού τιμωρείται με απαγχονισμό.

Όπως και σε προηγούμενες ταινίες εποχής του, ο Μάικλ Λι δημιουργεί εξαιρετικά εικαστικά πλάνα, σαν πίνακες ζωγραφικής, εξευγενίζοντας ταπεινές καθημερινές σκηνές. Οι φυσικοί φωτισμοί απ’ το αριστερό παράθυρο, όπου η μητέρα του Τζόζεφ βαστά μια κανάτα, θυμίζουν τον πίνακα Η γαλατού (1660), του Γιοχάνες Βερμέερ.

Φιγούρα από γκραβούρα εποχής θυμίζει και μια γυναίκα στα σκαλιά μιας πόρτας, που τραγουδά τα βάσανά της, αυτοσχεδιάζοντας στίχους, σκηνή που εικονογραφεί τη διαμόρφωση του λαϊκού τραγουδιού.

Η ταινία αναδεικνύει και τη σημαντική συμβολή του Τύπου της εποχής, που κατέγραψε το τραγικό αυτό ιστορικό γεγονός, με τον χαρακτηριστικό εμπνευσμένο τίτλο. Στα γραφεία της τοπικής εφημερίδας ο σκηνοθέτης αποτίνει φόρο τιμής και στο επάγγελμα του τυπογράφου, δείχνοντας σε παράλληλο μοντάζ τις κινήσεις ενός στοιχειοθέτη.

* * *

Ξεδιπλώνοντας μια ολοκληρωμένη εικόνα ταξικής διαστρωμάτωσης, με μεγάλης διάρκειας σταθερά πλάνα σε μια διαρκώς αντιπαραθετική εννοιολογικά αλληλουχία, που εδράζει στα διδάγματα του σοβιετικού μοντάζ, ο Μάικ Λι ξεκινά από τη βάση, το νεοσύστατο τότε προλεταριάτο, φτάνοντας στην κορυφή, όπου φυγόπονοι στρατηγοί, σαδιστές δικαστές και οκνηροί αριστοκράτες απαρτίζουν τα κέντρα εξουσίας.

Ο Μάικλ Λι εστιάζει αρχικά σε μια μεμονωμένη περίπτωση, μέσα από το παράδειγμα μιας οικογένειας προλετάριων, εισάγοντας τον θεατή στην όλη διαδικασία, ενώ στη συνέχεια διευρύνοντας το ατομικό στο συλλογικό πεδίο, παρουσιάζει ολοκληρωμένα την ταξική αντιπαράθεση.

Η ταινία λειτουργεί ως καίρια παράθεση της πολιτικής σκέψης του Μάικλ Λι. Μακριά από μια ξερή αναπαράσταση, ένα ιστορικό γεγονός ανασύρεται από τη λήθη και αποκτά ξανά ζωντανή υπόσταση στο σήμερα, δυο αιώνες μετά, εστιάζοντας όχι μόνο στο ιστορικό γίγνεσθαι αλλά και στην πολιτική ουσία του. Το σινεμά γίνεται ξανά εγχειρίδιο επαναστατικής δράσης, μετά τα κινηματογραφικά μανιφέστα του ’68, επαναφέροντας στη δημοσία συζήτηση το νόημα της διεκδίκησης και της εξέγερσης σήμερα, σε συνέχεια των κινητοποιήσεων στις ευρωπαϊκές πλατείες, το 2011, που επανέφεραν στο προσκήνιο τα διακυβεύματα της άμεσης δημοκρατίας.

*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!