Τα όρια στένεψαν, ήρθε ο καιρός των αποφάσεων. Του Μάρκου Δεληγιάννη
Λίγο πριν ο Αύγουστος αφήσει τη στερνή πνοή του, μας χάρισε για δεύτερη φορά, ολόγεμη τη Σελήνη του. Η τελευταία νύχτα του καλοκαιριού, θα λάμψει στο ασημοκίτρινο φεγγαρόφωτο. Η Πανσέληνος θα φωτίσει το λυγμό των δέντρων -καμένοι σκελετοί- καθώς θα επιδεικνύουν τα ρημαγμένα άκρα τους. Καψαλισμένα, όπως είναι, μοιάζουν με χέρια ικέτη που εκλιπαρεί, μάταια, λίγη συμπόνια. Απόμειναν έρημα. Οι φίλοι τους οι γκαρδιακοί, τα πουλιά, έφυγαν έντρομα, πέταξαν μακριά. Ποτέ δεν θα ξαναγυρίσουν. Πίσω δεν θα κοιτάξουν. Σ’ άλλους ουρανούς θ’ αναζητήσουν ένα ήρεμο δάσος, τη στέγη τους να χτίσουν. Σιγή τάφου επικρατεί. Τα τραγούδια δραπέτευσαν κι αυτά μαζί με τα κυνηγημένα αηδόνια. Ακόμα κι οι λέξεις, φοβισμένες, δεν τολμούν να γεννηθούν. Αρνούνται να φιλήσουν βάρβαρα χείλη.
Τα μελτέμια, αδιάφορα, παρασύρουν σκουπίδια, στάχτες, αποκαΐδια. Τρεμάμενες, οι σακούλες οι πλαστικές, ίπτανται πάνω απ’ τους καψαλισμένους κορμούς -μαρμαρυγή κουρελιασμένων σημαιών- βάζοντας έτσι την καίρια πινελιά στον πίνακα: Η σύγχρονη Ελλάδα.
Ακόμα άλλο ένα καλοκαίρι χαμένο. Ό,τι ξέφυγε απ’ της ασχήμιας τις δαγκάνες, το αποτελειώνει ο πνευματικός μαρασμός, ο φοβικός ατομισμός. Η αισθητική βιασμένη, κείτεται γυμνή στα πυρπολημένα δάση της χώρας.
Ευτυχώς, κάποιοι σταυροκοπιούνται, μας απέμειναν οι απαστράπτουσες λαμαρίνες, τα γυαλιστερά νίκελ, ενθυμήματα από τις ευτυχισμένες μέρες του παρελθόντος. Ποιος να το πίστευε τότε; Αστείο πράγμα! Μα του εκμαυλισμένου οι αισθήσεις, είναι από καιρό ανενεργές. Κι οι ναοί της απέραντης μοναξιάς, διασχίζουν τις ανοχύρωτες πόλεις, οργώνουν τους ομογενοποιημένους δρόμους. Αναπτύσσουν ταχύτητες συγκλονιστικές.. Αφήνουν πίσω τους θόρυβο και βρώμα. Προορισμός τους, το φαίνεσθαι, γιατί το είναι, δεν έχει ανάγκη από στολίδια φανταχτερά. Όταν τα δρομολόγια τελειώσουν, οι σπασμένες πλάκες των πεζοδρομίων θα φιλοξενήσουν τ’ ακριβοπληρωμένα αυτοκίνητα. Όσο για τους πεζούς; Ε, αστείο πράγμα! Εκτελέστε τους!
Απόηχος απ’ τις χαρούμενες ημέρες της ευωχίας, των συμποσίων, των απλήρωτων λογαριασμών, των ανεξέλεγκτων δανείων, της ήσσονος προσπάθειας. Ήταν τότε, που οι σημερινοί ζήτουλες εισέπρατταν παχυλά μπαξίσια από τα λαγωνικά της Siemens, τότε, που τα απόβλητα της γερμανικής βιομηχανίας, τροφοδοτούσαν την εγχώρια αγορά και η τηλεοπτική αποβλάκωση κραύγαζε ενθουσιωδώς: Αγοράστε! Κι οι ιθαγενείς -εμείς οι προγάστορες- επιδείκνυαν με περηφάνια τις χρεωμένες κάρτες, το εκποιημένο αύριο, την εκπόρνευση της αξιοπρέπειας, της ποίησης τον εξοστρακισμό, της σκέψης τον εκμαυλισμό, την έπαρση της βλακείας, της γλώσσας τον ακρωτηριασμό, της προγονοπληξίας το σύνδρομο, τον έρποντα φασισμό.
Και έτσι φτάσαμε στο σήμερα. Οι εγχώριοι ύπατοι, θλιβεροί ζητιάνοι μπροστά στ’ αφεντικά, σκληροί και σέρτικοι στο λαό, αποφάσισαν, χωρίς σκέψη περισσή, πως του έθνους η σωτηρία, επιβάλλει: Αυτοί να άρχουν και το πόπολο να ρίπτεται στο λάκκο των λεόντων. Για το δικό του, βέβαια, το καλό, δεν πρέπει να υπάρχει! Φόρεσαν και πάλι τη μάσκα την παλιά, εκείνη του καταδότη, παρουσιάστηκαν με συστολή, όπως ταιριάζει σε συνεπή υπηρέτη, στην Καγκελαρία. Πρόσφεραν γη και ύδωρ, προσμένοντας ένα χαμόγελο επιβεβαίωσης, ένα μπράβο, βρε αδελφέ. Μα αυτοί δεν χωρατεύουν. Κουράστηκαν, βαρέθηκαν λόγια παχιά ν’ ακούνε. Έργα θέλουνε:
Τί περιμένετε, επιτέλους; Την εξ ύψους βοήθεια; Εξοντώστε κάθε μορφή αντίστασης. Τί τους έχετε τους ραβδούχους; Και παραδώστε μας τα τιμαλφή σας. Άλλωστε, υποτελείς είστε. Τι τα χρειάζεστε όλα αυτά; Νοσοκομεία, Πανεπιστήμια, ήλιο και θάλασσα κι αέρα; Στολίδια περιττά για του ιθαγενή τη μόστρα. Και μη ξεχνάτε πως αν φανείτε επιλήσμονες των υποχρεώσεών σας, η πόρτα της εξόδου σας προσμένει.
Κι αυτοί, σαν το παιδί που το έπιασαν στα πράσα οπώρες να αρπάζει, ορκίζονταν μεταμέλεια ειλικρινή, ενώ το ερυθρωπό βάμμα της ντροπής χρωμάτιζε τις παρειές τους. Ψέλλισαν: Μάλιστα! εξοχότατοι, τις υπογραφές μας θα τιμήσουμε, αυτό είναι δεδομένο! Μην ανησυχείτε!
Πήραν το δρόμο της επιστροφής. Έκρυψαν στις αποσκευές τους, του ζητιάνου την αμφίεση, που είναι κατάλληλη για της Ευρωπαϊκές εμφανίσεις, εκεί που λαμβάνονται οι αποφάσεις και φόρεσαν του λιονταριού την λεοντή. Οι βρυχηθμοί είναι ό,τι πρέπει για των ιθαγενών τ’ αυτιά, εδώ στο Νότο που οι αποφάσεις εκτελούνται χωρίς συζήτηση καμιά. Το απαιτεί το συμφέρον της διεθνούς των τοκογλύφων.
Όλοι συναίνεσαν. Ύπατοι, πραίτορες, εκατόνταρχοι, άλλοι φανερά εκνευρισμένοι κι άλλοι γλυκομίλητοι, δήλωναν περήφανοι πως η χώρα διασώθηκε γι’ άλλη μια φορά. Κάποιος ρώτησε: Τι θα γίνει με τις συντάξεις και τους μισθούς; Μα ποιος νοιάζεται για τέτοιες αστειότητες; Προέχει η αρραγής ενότητα της τροϊκανής κυβέρνησης! Έτσι μόνο θ’ αποκατασταθεί το κύρος της πατρίδας.
Φίλοι μου, τα όρια στένεψαν. Οι φαιές στολές καραδοκούν. Ο χρόνος έχει τη δική του λογική. Καιρός των αποφάσεων: Καιρός κάστρα ν’ υψώσουμε/κι από τις βίγλες ν’ ακουσθεί/ των όπλων η κλαγγή/πέρα ώς πέρα/σ’ όλα τα διεθνή εκτροφεία των υαινών/Η νύχτα απέραντη/ η σιγή ανατριχίλα/μα η ματιά αστραποβόλα/θα φωτίζει Μεγάλες Παρασκευές που έρχονται/Πασχαλιές που ποθούμε.
Τα μελτέμια, αδιάφορα, παρασύρουν σκουπίδια, στάχτες, αποκαΐδια. Τρεμάμενες, οι σακούλες οι πλαστικές, ίπτανται πάνω απ’ τους καψαλισμένους κορμούς -μαρμαρυγή κουρελιασμένων σημαιών- βάζοντας έτσι την καίρια πινελιά στον πίνακα: Η σύγχρονη Ελλάδα.
Ακόμα άλλο ένα καλοκαίρι χαμένο. Ό,τι ξέφυγε απ’ της ασχήμιας τις δαγκάνες, το αποτελειώνει ο πνευματικός μαρασμός, ο φοβικός ατομισμός. Η αισθητική βιασμένη, κείτεται γυμνή στα πυρπολημένα δάση της χώρας.
Ευτυχώς, κάποιοι σταυροκοπιούνται, μας απέμειναν οι απαστράπτουσες λαμαρίνες, τα γυαλιστερά νίκελ, ενθυμήματα από τις ευτυχισμένες μέρες του παρελθόντος. Ποιος να το πίστευε τότε; Αστείο πράγμα! Μα του εκμαυλισμένου οι αισθήσεις, είναι από καιρό ανενεργές. Κι οι ναοί της απέραντης μοναξιάς, διασχίζουν τις ανοχύρωτες πόλεις, οργώνουν τους ομογενοποιημένους δρόμους. Αναπτύσσουν ταχύτητες συγκλονιστικές.. Αφήνουν πίσω τους θόρυβο και βρώμα. Προορισμός τους, το φαίνεσθαι, γιατί το είναι, δεν έχει ανάγκη από στολίδια φανταχτερά. Όταν τα δρομολόγια τελειώσουν, οι σπασμένες πλάκες των πεζοδρομίων θα φιλοξενήσουν τ’ ακριβοπληρωμένα αυτοκίνητα. Όσο για τους πεζούς; Ε, αστείο πράγμα! Εκτελέστε τους!
Απόηχος απ’ τις χαρούμενες ημέρες της ευωχίας, των συμποσίων, των απλήρωτων λογαριασμών, των ανεξέλεγκτων δανείων, της ήσσονος προσπάθειας. Ήταν τότε, που οι σημερινοί ζήτουλες εισέπρατταν παχυλά μπαξίσια από τα λαγωνικά της Siemens, τότε, που τα απόβλητα της γερμανικής βιομηχανίας, τροφοδοτούσαν την εγχώρια αγορά και η τηλεοπτική αποβλάκωση κραύγαζε ενθουσιωδώς: Αγοράστε! Κι οι ιθαγενείς -εμείς οι προγάστορες- επιδείκνυαν με περηφάνια τις χρεωμένες κάρτες, το εκποιημένο αύριο, την εκπόρνευση της αξιοπρέπειας, της ποίησης τον εξοστρακισμό, της σκέψης τον εκμαυλισμό, την έπαρση της βλακείας, της γλώσσας τον ακρωτηριασμό, της προγονοπληξίας το σύνδρομο, τον έρποντα φασισμό.
Και έτσι φτάσαμε στο σήμερα. Οι εγχώριοι ύπατοι, θλιβεροί ζητιάνοι μπροστά στ’ αφεντικά, σκληροί και σέρτικοι στο λαό, αποφάσισαν, χωρίς σκέψη περισσή, πως του έθνους η σωτηρία, επιβάλλει: Αυτοί να άρχουν και το πόπολο να ρίπτεται στο λάκκο των λεόντων. Για το δικό του, βέβαια, το καλό, δεν πρέπει να υπάρχει! Φόρεσαν και πάλι τη μάσκα την παλιά, εκείνη του καταδότη, παρουσιάστηκαν με συστολή, όπως ταιριάζει σε συνεπή υπηρέτη, στην Καγκελαρία. Πρόσφεραν γη και ύδωρ, προσμένοντας ένα χαμόγελο επιβεβαίωσης, ένα μπράβο, βρε αδελφέ. Μα αυτοί δεν χωρατεύουν. Κουράστηκαν, βαρέθηκαν λόγια παχιά ν’ ακούνε. Έργα θέλουνε:
Τί περιμένετε, επιτέλους; Την εξ ύψους βοήθεια; Εξοντώστε κάθε μορφή αντίστασης. Τί τους έχετε τους ραβδούχους; Και παραδώστε μας τα τιμαλφή σας. Άλλωστε, υποτελείς είστε. Τι τα χρειάζεστε όλα αυτά; Νοσοκομεία, Πανεπιστήμια, ήλιο και θάλασσα κι αέρα; Στολίδια περιττά για του ιθαγενή τη μόστρα. Και μη ξεχνάτε πως αν φανείτε επιλήσμονες των υποχρεώσεών σας, η πόρτα της εξόδου σας προσμένει.
Κι αυτοί, σαν το παιδί που το έπιασαν στα πράσα οπώρες να αρπάζει, ορκίζονταν μεταμέλεια ειλικρινή, ενώ το ερυθρωπό βάμμα της ντροπής χρωμάτιζε τις παρειές τους. Ψέλλισαν: Μάλιστα! εξοχότατοι, τις υπογραφές μας θα τιμήσουμε, αυτό είναι δεδομένο! Μην ανησυχείτε!
Πήραν το δρόμο της επιστροφής. Έκρυψαν στις αποσκευές τους, του ζητιάνου την αμφίεση, που είναι κατάλληλη για της Ευρωπαϊκές εμφανίσεις, εκεί που λαμβάνονται οι αποφάσεις και φόρεσαν του λιονταριού την λεοντή. Οι βρυχηθμοί είναι ό,τι πρέπει για των ιθαγενών τ’ αυτιά, εδώ στο Νότο που οι αποφάσεις εκτελούνται χωρίς συζήτηση καμιά. Το απαιτεί το συμφέρον της διεθνούς των τοκογλύφων.
Όλοι συναίνεσαν. Ύπατοι, πραίτορες, εκατόνταρχοι, άλλοι φανερά εκνευρισμένοι κι άλλοι γλυκομίλητοι, δήλωναν περήφανοι πως η χώρα διασώθηκε γι’ άλλη μια φορά. Κάποιος ρώτησε: Τι θα γίνει με τις συντάξεις και τους μισθούς; Μα ποιος νοιάζεται για τέτοιες αστειότητες; Προέχει η αρραγής ενότητα της τροϊκανής κυβέρνησης! Έτσι μόνο θ’ αποκατασταθεί το κύρος της πατρίδας.
Φίλοι μου, τα όρια στένεψαν. Οι φαιές στολές καραδοκούν. Ο χρόνος έχει τη δική του λογική. Καιρός των αποφάσεων: Καιρός κάστρα ν’ υψώσουμε/κι από τις βίγλες ν’ ακουσθεί/ των όπλων η κλαγγή/πέρα ώς πέρα/σ’ όλα τα διεθνή εκτροφεία των υαινών/Η νύχτα απέραντη/ η σιγή ανατριχίλα/μα η ματιά αστραποβόλα/θα φωτίζει Μεγάλες Παρασκευές που έρχονται/Πασχαλιές που ποθούμε.
Σχόλια