Πρόσφατα στο φύλλο της 12/11 της Καθημερινής, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος (ΤΘ) υπέγραψε επιφυλλίδα κάτω από τον τίτλο «Good Bye Lenin!». Αφορμή η αθλιότητα του πρόσφατου «συνέδριου» του ΣΥΡΙΖΑ –η «τελετή της κλωτσοπατινάδας» με τις δικές του λέξεις– όπου σύμφωνα με την άποψή του «ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να έπεισε ακόμη και τους τελευταίους που αμφέβαλλαν πως είναι ένα γνήσιο μόρφωμα της λενινιστικής Αριστεράς». Ο ΣΥΡΙΖΑ και ακόμη περισσότερο στην πιο έωλη και εκφυλισμένη του καταληκτήρια φάση, ίσα κι’ όμοια με το λεννινιστικό ρεύμα ρηξικέλευθης θεωρίας, ιδεών και πράξης που κινητοποίησε εκατομμύρια ανθρώπους, ενέπνευσε μια νέα εποχή κοινωνικών επαναστάσεων και απελευθερωτικών αγώνων χωρίς προηγούμενο, διαμορφώνοντας σημαντικά το κεκτημένο και την όψη των σύγχρονων κοινωνιών! Με τα τεράστια άλματα αλλά ακόμα και με τα πολύ οδυνηρά πισωγυρίσματα, τραγωδίες και αδιέξοδα που μπλόκαραν την πορεία του οδηγώντας στο κλείσιμο του ιστορικού του κύκλου. Και τα πρώτα και τα δεύτερα κληροδοτημένη κοινωνική πείρα που πρέπει να οικειοποιηθεί η εποχή μας.
Σημεία των καιρών θα πει κανείς όχι άδικα. Άλλη μια άποψη-πομφόλυγα με «διανοούμενο» ύφος (ενδημεί το είδος επί παντός του επιστητού) που δεν χάνει ευκαιρία με περίσσεια έπαρσης να κοντύνει τα ιστορικά μεγέθη (ούτε η Γαλλική Επανάσταση δεν έχει γλυτώσει από τέτοιες κρίσεις…) και να τα φέρει στα χαμηλοτάβανα μέτρα του μεταιχμιακού κόσμου μας, της μεγάλης κρίσης και παρακμής. Πανθομολογούμενα πολύ «κοντές» οι ελίτ, πολιτικές, κοινωνικές. Αντίστοιχα και τα μέτρα της διανόησης που στηρίζει την κρατούσα κατάσταση. Βεβαίως η χολερικότητα της επίθεσης στον «λενινισμό» δείχνει ότι το θέμα δεν αντιμετωπίζεται «ακαδημαϊκά» ή «ψύχραιμα» αλλά με τη μισαλλόδοξη δυσανεξία των σημερινών ελίτ για ο,τιδήποτε μπορεί να σχετίζεται με την ιστορικότητα και τα φορτία των απελευθερωτικών διαβημάτων συνολικά, πολύ περισσότερο όσων κινούνται «πέραν του ορίζοντα του κεφαλαίου».
Όμως κάτω απ’ αυτή την επιφάνεια, η κάθε άποψη είναι αξιοποιήσιμη και δίνει ευκαιρίες για σκέψη. Δύο σημεία λοιπόν.
Σημείο πρώτο
Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και οι Podemos απόκτησαν την ορμητική τους άνοδο μέσα από τη συνάντησή τους με το κύμα ευρύτατης κοινωνικής δυσφορίας και αντίθεσης προς τις ελίτ που έφερε η κρίση χρέους των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, και με κάπως διαφορετικούς όρους Ιρλανδία). Και τα δύο νέα πολιτικά μορφώματα έδειξαν μια χαρακτηριστική έλλειψη στοιχειώδους προετοιμασίας και σοβαρότητας μπροστά σ’ αυτό που έπαιρνε τα χαρακτηριστικά μιας μεγάλης σύγκρουσης με την υπό γερμανική ηγεμονία, ευρωκρατία. Ούτε κοινωνική γείωση και άπλωμα των δεσμών τους στην κοινωνία, ούτε μαζική συνδικαλιστική δραστηριότητα, ούτε προτεραιότητα στη διαμόρφωση πολιτικού κέντρου και μιας πολιτικής επαρκούς για να υποστηρίξει την κρισιμότητα του αγώνα που έπρεπε να δοθεί απέναντι σε τέτοιους αντιπάλους. Αντίθετα και στις δύο περιπτώσεις αναδύθηκε ένα νέο πολιτικό προσωπικό με χαρακτηριστικά (κοινωνικής προέλευσης, ιδεολογικοπολιτικής συγκρότησης και κώδικα αξιών) πολύ ευεπίφορα στην ταχεία ενσωμάτωση και στην υποταγή του στις ευρωκρατικές επιταγές. Το θέμα δεν ερμηνεύεται με τον «ανερμάτιστο ή προδοτικό χαρακτήρα του ενός ή του άλλου πολιτικού παράγοντα». Έχει πολλές, δομικές όψεις που χρήζουν προσοχής και δεν μπορούν να εκτεθούν εδώ. Πάντως οπωσδήποτε όλα τα παραπάνω συνιστούν άλλη ποιοτική κατάσταση από τον λενινισμό και τους όρους σοβαρότητας που έθεσε. Την ίδια στιγμή και συχνά με έμμεσους τρόπους αποτελούν και άνθη που φύτρωσαν στο έδαφος των αδιεξόδων και της μεγάλης κρίσης του.
Σήμερα, σε μια φάση όπου το θέμα της δυστοκίας έκφρασης των πολιτικών αναγκών και διαθέσεων ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων γίνεται κομβικό, αποκτά προτεραιότητα από συστημικής σκοπιάς, η συσκότιση και η απαξίωση συνολικά της προηγούμενης ιστορικής εμπειρίας και της διανοητικής και πρακτικής σοβαρότητας με την οποία έθεσε το θέμα της πολιτικής και των όρων διαμόρφωσης ενιαίας, αγωνιστικής βούλησης. Να ναρκοθετηθεί όσο γίνεται μια κριτική οικειοποίηση αυτής της εμπειρίας, μαζί και η διαδικασία του θετικού ξεπεράσματος των πολύ σοβαρών αρνητικών της σημείων. Ο ΤΘ δεν χάνει ευκαιρίες να καταθέσει τον οβολό του ως προς αυτό. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του οι εκφυλιστικές μεθοδεύσεις των μηχανισμών του ΣΥΡΙΖΑ όλο το τελευταίο διάστημα αναπαράγουν τις «πραξικοπηματικές» αντιλήψεις του Λένιν για την πολιτική και το πολιτικό κόμμα-φορέα της! Όλη η επαναστατική πολιτική του 20ού αιώνα – «ένα πραξικόπημα» και τώρα «ένα πραξικόπημα-φάρσα»! Τον γνώρισε αυτόν τον διανοητικό τόνο «μείωσης» και η Γαλλική Επανάσταση, την εποχή παλινόρθωσης που ακολούθησε τα ναπολεόντεια αδιέξοδά της. Με τη διαφορά ότι τότε υπήρξαν και κάποιες γόνιμες συντηρητικές φωνές (Ντε Τοκβίλ) που είχαν κάτι σοβαρό να πουν και να δουν. Σήμερα σπανίζουν μέχρις εξαφανίσεως τέτοιες γονιμότητες.
Τα όσα λέει ο ΤΘ σχετικά με τους ανερμάτιστους, καιροσκοπικούς χειρισμούς του ΣΥΡΙΖΑ και το προδιαγεγραμμένο φιάσκο τους, στην υπόθεση NOVARTIS και στις τηλεοπτικές άδειες, ταυτίζοντας γελοιογραφικά τις μεθοδεύσεις αυτές με τη «λενινιστική παράδοση» (σταλινικές διώξεις και μονοπώληση των ΜΜΕ!) δίνουν μια εικόνα αλληλοσυμπλήρωσης ρόλων μέσα στο «νέο μισοαποικιακό καθεστώς» και τα «νέα» πολιτικά ήθη που εισάγει. Ο ένας –ο ΣΥΡΙΖΑ– την πάσα, «οι άλλοι» το γκολ. Σήμερα (με απόλυτη αξιοποίηση των πεπραγμένων του ΣΥΡΙΖΑ) κυριαρχεί η προσπάθεια εμπέδωσης τού ότι είναι αδιανόητη και πρέπει να εκριζωθεί προκαταβολικά και να στιγματιστεί ηθικά οποιαδήποτε σκέψη ότι μπορεί να αλλάξει ο απόλυτος ολιγαρχικός έλεγχος της πληροφόρησης και το απόλυτα ανεξέλεγκτο των ελίτ. Έπαρση στα όρια της ύβρεως ενός ολόκληρου καθεστώτος, διατυπωμένη εδώ από μια γραφίδα σε έναν από τους πιο επιθετικούς επιχειρηματικούς του ομίλους.
Σημείο δεύτερο και πιο ουσιαστικό
Στο οπλοστάσιο του αστικού κόσμου –ο ΤΘ το θέτει σε μια σαρκαστική εκδοχή: «η κλωτσοπατινάδα του ΣΥΡΙΖΑ, “γιορτή απελευθέρωσης από τον λενινισμό”»– έχει κεντρική θέση το ζήτημα της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Της σημαίνουσας έλλειψής τους στα καθεστώτα που προέκυψαν από τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα. Πέραν των ακραία (αναμενόμενων άλλωστε) ιδιοτελών χρήσεών του για να στηριχθεί η καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, το ζήτημα έχει σοβαρή βάση και είναι κρίσιμης σημασίας. Μπορεί το κομμουνιστικό κίνημα να διανοήθηκε τις πιο χειραφετητικές ιδέες, μπορεί να έδωσε τους πιο σκληρούς αγώνες για την ελευθερία και τη δημοκρατία, όμως ταυτόχρονα γέννησε επαναληπτικά αδυσώπητες εξουσίες, με έντονα φαινόμενα απολυταρχίας, έλλειψης δημοκρατικού πλαισίου εγγυήσεων και αποξένωσης των λαϊκών μαζών από τη λήψη των αποφάσεων, παθητικοποίησης και αποπολιτικοποίησής τους. Σε τέτοιο βαθμό που σήμερα έχει να αναμετρηθεί με ιστορικά τραύματα, η σχέση ισότητας και ελευθερίας, στη συνείδηση των ανθρώπων. Τόσο πολύ που τα σημερινά ριζοσπαστικά λαϊκά διαβήματα προτάσσουν εμφατικά την αυτονομία τους απέναντι στα κομματικά καπελώματα και την ποδηγέτηση (και της αριστεράς αντισυστημικών τόνων).
Εδώ πρέπει να πάμε πολύ μακρύτερα από το να αρκούμαστε στην αναγκαία επισήμανση «ποιος μιλάει για δημοκρατία (ιδιαίτερα σήμερα, σε μια εποχή διαζυγίου των ελίτ με την αστική δημοκρατία);». Δεν ταιριάζουν επίσης σε όσα θέτει η εποχή μας, οι καταφυγές στους χίλιους δύο πολύ υπαρκτούς λόγους που ερμηνεύουν τις δύσκολες σχέσεις δημοκρατίας-ελευθερίας και εξουσίας «στο όνομα της εργατικής τάξης» που είδε ο 20ός αιώνας. Η εξάντληση του θέματος στην επίκληση των αδήριτων αναγκών που επέβαλαν οι συνθήκες καθυστέρησης, της αδυσώπητης περικύκλωσης του ιμπεριαλισμού, της επιβίωσης των συνηθειών του παλιού καθεστώτος και πλήθους άλλων πολύ υπαρκτών και επιβαρυντικών παραγόντων. Το ζήτημα και τα περιεχόμενα της δημοκρατίας και της ελευθερίας στην προοπτική της κοινωνικής χειραφέτησης πρέπει να εξεταστούν πέραν από τις «δυσμενείς εξωτερικές συνθήκες» που άλλωστε δεν θα πάψουν να παραμένουν δυσμενείς. Και εδώ δεν χωρούν οι νοσταλγικές ή ελεγειακές επιστροφές σ’ ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, η ευχή μιας αποκατεστημένης επανάληψής του. Οι όροι έχουν αλλάξει, οι δυνατότητες και τα εμπόδια είναι άλλης τάξεως σήμερα και μ’ αυτά πρέπει να αναμετρηθούμε. Σεβόμενοι, μαθαίνοντας να διαβάζουμε και να υπολογίζουμε τις πραγματικές σημερινές τάσεις και επιθυμίες των λαϊκών στρωμάτων. Ο 20ός αιώνας, εποχή μεγάλων επαναστάσεων και μεγεθών, μας συντροφεύει με άφθονο υλικό για να σκεφτούμε πάνω σε όσα πρέπει να επανεφεύρουμε αλλά και για εκείνα που πρέπει να ξεφορτωθούμε.