Του Κώστα Γκιώνη

Ο χιονιάς εξαφάνισε τα πάντα κάτω από το άσπρο σεντόνι του: αμάξια, σπίτια, κρατικό μηχανισμό και το σενάριο του «όλα δουλεύουν ρολόι με την ιδιωτική πρωτοβουλία». Το ρεύμα δραπέτευσε από τις τριτοκοσμικές κολόνες και τα μπασκλάς καλώδια, αρνούμενο να καταναλωθεί, καθ’ ότι πανάκριβο και εκκεντρικό. Η ακρίβεια κάνει πάρτι στα ράφια των σούπερ μάρκετ, μετατρέποντάς τα σε μπουτίκ επώνυμων ειδών πολυτελείας.

Κι εσύ, ανθρωπάκι κατώτερο των περιστάσεων, ανάξιο να ζεις σ’ αυτήν την γκλαμουράτη ιλουστρασιόν πραγματικότητα, μεμψιμοιρείς βγάζοντας από μέσα σου το σύνδρομο της ψωροκώσταινας και του βλαχομπαρόκ, συνεχώς αρνούμενος ν’ αποδεχθείς την καταπληκτική ποιότητα ζωής που λέει ο πρωθυπουργός μας ότι έχουμε, και ότι η χώρα μας είναι παγκόσμια πρωταθλήτρια στις επενδύσεις που λέει ο Ανάπτυξης, και ότι τα εισοδήματα αυξάνονται, που επίσης λέει ο Οικονομικών.

Τι σου ζητάνε ρε; Δεν είσαι άξιος ούτε μια ευθύνη ν’ αναλάβεις, παρόλο που το φταίξιμο είναι όλο δικό σου, τιποτένιε! Αρκεί να ’βγαινες και να ’λεγες «ναι, εγώ φταίω». Αφού το ξέρεις: σε περίπτωση αποτυχίας σε μια επιχείρηση δεν φταίει ποτέ ο διευθυντής, ούτε οι τμηματάρχες. Φταίνε πάντα οι από κάτω επειδή, παρόλο που δεν είναι ανεύθυνοι, όλα τα περιμένουν από τους άλλους…

Και ξαφνικά ήρθε ένα βίντεο ενός πρώην υφυπουργού (Οικονομικών, τότε) που μιλάει μ’ έναν άλλο υπουργό (νυν αυτός), με ντεκόρ τους συνήθεις γυμνοσάλιαγκες να τον επικροτούν. Ο οποίος μέσα στην καλή χαρά λέει ότι μοιράζανε σακούλες χρήματα (ποιανού, του μπαμπά του;) στον κόσμο, και έτσι ξαναπήρε το κόμμα του τις εκλογές, που όπως φαινόταν μάλλον θα χανόντουσαν.

Στο καθεστώς μαφίας, που άλλος διοικεί, άλλος αποφασίζει, άλλος τα τσεπώνει, αυτά δεν κάνουν πλέον καμιά εντύπωση. Συνηθίσαμε τον υπόνομο, κι αυτό είναι η κανονικότητά μας. Ξέρουμε πλέον καλά ότι στις νέου τύπου αστικές δημο(τρομο)κρατίες οι πολίτες είναι μουγγοί και αδύναμοι και χρειάζονται μόνο για να ψηφίζουν. Το δικαίωμά τους να έχουν άποψη και να κρίνουν εξαντλείται μέσα σε ένα παραβάν κάθε 3-4 χρόνια. Μετά αποσύρονται, σαν τις κάλπες σε κάποιες παλιές κρατικές αποθήκες, περιμένοντας στωικά πότε θα αποφασίσουν οι άλλοι να τους ξαναδώσουν το δικαίωμα της κρίσης – αφού έχουν φροντίσει να τους εμφυτεύσουν αριστοτεχνικά τη νέα τους επιλογή.

Ο χειμώνας συνεχίζει βαρύς, οι ελάχιστες λιακάδες αδυνατούν να ζεστάνουν τις κρύες βραδιές μας, τα καύσιμα πανάκριβα, οι ψυχές μαγκωμένες περιμένουν την άνοιξη, σιγοτραγουδώντας το τραγούδι του χαμένου ονείρου. Κι όμως, το παιχνίδι δεν έχει χαθεί ακόμα, αφού ο διαιτητής-χρόνος δεν έχει σφυρίξει το τέλος της ιστορίας…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!