Η αμερικανική κυβέρνηση και το κατεστημένο των ΜΜΕ συνεχίζουν να υποκρίνονται τους αποσβολωμένους σχετικά με τις απειλές εναντίον των Αμερικανών από το μουσουλμανικό κόσμο. Ύστερα από την ανεύρεση στην Αγγλία και στο Ντουμπάι δύο δεμάτων με εκρηκτικό υλικό που προορίζονταν για το Σικάγο με προέλευση την Υεμένη, ο Τζον Μπρέναν, σύμβουλος του Λευκού Οίκου σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας και αντιτρομοκρατίας, είπε «Προσπαθούμε να καταλάβουμε ποιος είναι πίσω απ’ αυτό…»
Ο πρόεδρος Ομπάμα πρόσθεσε, «Θα συνεχίσουμε να επιδιώκουμε τη λήψη πρόσθετων προστατευτικών μέτρων όσο καιρό χρειάζεται, για την ασφάλεια των πολιτών μας. Έδωσα επίσης οδηγίες να μη φεισθούμε προσπαθειών για τη διερεύνηση της προέλευσης αυτών των ύποπτων δεμάτων».
Αυτές οι δηλώσεις είναι παραπειστικές. Όλοι γνωρίζουμε ποιος –ακριβέστερα τι- βρίσκεται πίσω από την προσπάθεια να ανατιναχθούν πιθανώς αεροπλάνα με εκρηκτικά. Καταλαβαίνουμε -ή θα έπρεπε να καταλαβαίνουμε- την προέλευση αυτής της τρομοκρατίας. Και παρά τα λεγόμενά του ο πρόεδρος αρνείται πεισματικά να ακολουθήσει το πιο αποτελεσματικό προστατευτικό μέτρο για την ασφάλεια των Αμερικανών.
Αυτό που βρίσκεται από πίσω είναι η επέμβαση της αμερικανικής αυτοκρατορίας στο μουσουλμανικό κόσμο. Ειδικότερα, το γεγονός ότι οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις διεξάγουν έναν καλυμμένο πόλεμο κατά του λαού της Υεμένης σχεδόν επί 10 χρόνια. Υπ’ αυτό το πρίσμα δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε γιατί οι Υεμένιοι θα ήθελαν να πλήξουν Αμερικανούς.
«Οι ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ, πολεμικά αεροπλάνα και μη επανδρωμένα αεροσκάφη επιχειρούν από το 2001 δολοφονώντας Υεμένιους μαχητές και αντικυβερνητικούς φυλετικούς ηγέτες», γράφει ο Έρικ Μαργκόλις, ρεπόρτερ που γνωρίζει από μακρού τα πράγματα στην Υεμένη και στην ευρύτερη περιοχή. «Ήταν απλώς θέμα χρόνου να ανταπαντήσουν στις ΗΠΑ οι Υεμένιοι οπαδοί της τζιχάντ».
Για άλλη μια φορά υπερφίαλοι Αμερικανοί αξιωματούχοι ανακατεύτηκαν σε έναν εμφύλιο πόλεμο, σε μια απελπιστικά φτωχή μουσουλμανική χώρα, υποστηρίζοντας μια στρατιωτική δικτατορία που τη μισούν οι Σιίτες και οι τοπικές φυλές.
Τον περασμένο Δεκέμβριο ένας Νιγηριανός μουσουλμάνος που έμεινε πολύ καιρό στην Υεμένη επιχείρησε να ανατινάξει ένα αεροπλάνο πάνω από το Ντιτρόιτ. Ο Μαργκόλις παρατηρεί: «Λίγο πριν από το επεισόδιο στο Ντιτρόιτ αμερικανικά πολεμικά αεροσκάφη είχαν σκοτώσει 50-100 ανθρώπους της φυλής Χούθι που μάχονταν το υποστηριζόμενο από τους Αμερικανούς καθεστώς».
Εκτός από αεροπλάνα, η κυβέρνηση Ομπάμα χρησιμοποιεί επίσης, ως όπλο επιλογής, τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, οι χειριστές των οποίων κάθονται ασφαλείς στις ΗΠΑ και ρίχνουν πυραύλους Hellfire που σκορπίζουν θάνατο στα χωριά της Υεμένης. Αυτό δεν κάνει βεβαίως αγαπητούς τους Αμερικανούς για τους Υεμένιους. «Θέλω να αποκτήσω ένα όπλο που θα μπορούσε να φτάσει αυτό το αεροπλάνο», είπε ένας από τους ανθρώπους των φυλών. Στο ανατολικό τμήμα της χώρας οι κάτοικοι ακούνε τα αεροσκάφη αυτά να πετούν επί ώρες κάθε μέρα πάνω απ’ τα κεφάλια τους. «Τα παιδιά και οι γυναίκες τρομοκρατούνται και δεν μπορούν να κοιμηθούν… Ο κόσμος αισθάνεται κυνηγημένος. Περιμένει το επόμενο χτύπημα πάνω στους αθώους και όχι στους φυγόδικους», είπε κάποιος στο Reuters. Μιλούσε μετά από ένα χτύπημα, τον περασμένο Μάιο για το οποίο το Reuters ανέφερε ότι «σε μια αεροπορική επιδρομή που στόχευε την Αλ-Κάιντα δολοφονήθηκαν πέντε άνθρωποι, μεταξύ των οποίων ο Jaber al-Shabwani, αναπληρωτής κυβερνήτης της επαρχίας που μεσολαβούσε ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους αντάρτες». Και συνέχιζε: «Η δολοφονία εξόργισε σε τέτοιο σημείο τους ανθρώπους της φυλής του Shabwani ώστε τις επόμενες εβδομάδες έδωσαν μεγάλες μάχες με τις κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας, επιτιθέμενοι δύο φορές στο μεγάλο αγωγό πετρελαίου στο Μααρίμπ».
Αυτά αποφέρει κάθε φορά η αμερικανική πολιτική έναντι του μουσουλμανικού κόσμου. «Ναι», λέει ο Μαργκόλις, «η πιο σημαντική μαχητική ομάδα στην Υεμένη είναι η Αλ-Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου, ένα μείγμα Υεμένιων και Σαουδαράβων οπαδών της τζιχάντ αφιερωμένων στην ανατροπή της σαουδαραβικής μοναρχίας και του στρατιωτικού καθεστώτος της Υεμένης και αντικατάστασής τους με μια ισλαμική κυβέρνηση. Η Αλ-Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου αριθμεί έναν πυρήνα 100-200 μελών με καμιά χιλιάδα υποστηρικτές. Ωστόσο, «δεν αποτελεί οργανικό μέρος της ομάδας του Μπιν Λάντεν, αλλά, όπως παρόμοια τμήματα της Αλ-Κάιντα στο Ιράκ, στη Βόρεια Αφρική, στη Σομαλία και στη Δυτική Αφρική, είναι μια τοπική επαναστατική ομάδα ομοϊδεατών».
Με λίγα λόγια, δυνητικές Αλ-Κάιντα ξεφυτρώνουν όπου επεμβαίνουν οι ΗΠΑ. Η μαχητικότητά τους δεν προκύπτει από τη θρησκεία ή το μίσος για τον αμερικανικό τρόπο ζωής αλλά από την επιθυμία να εκδικηθούν για τις βάναυσες επεμβάσεις των ΗΠΑ, για την κατοχή, τους βομβαρδισμούς, τις δολοφονίες και τα βασανιστήρια. Ο Ρόμπερτ Πέιπ του Πανεπιστημίου του Σικάγου, που έχει μελετήσει το φαινόμενο των αυτόχειρων βομβιστών περισσότερο από τον καθένα, συμπεραίνει: «Πάνω από το 95% όλων των βομβιστικών ενεργειών αυτοκτονίας αποτελεί αντίδραση έναντι ξένης κατοχής… Η τεράστια πλειοψηφία των αυτόχειρων τρομοκρατών κατάγεται από την περιοχή που απειλείται με κατοχή από ξένα στρατεύματα…». Το κίνητρο αποστολής εκρηκτικών πιθανώς δεν είναι διαφορετικό.
Σε αντίθεση με την τακτική του Μπ. Ομπάμα, ο καλύτερος τρόπος για να προστατευτούμε από μαχητικούς Υεμένιους είναι να φύγουν τα αμερικανικά στρατεύματα από τη χώρα τους.
* Ο Σέλντον Ρίτσμαν είναι μέλος του The Future of Freedom Foundation και αρχισυντάκτης του περιοδικού The Freeman. Το άρθρο είναι από το Counterpunch, 3/11/2010.