Τα προσχήματα πέφτουν, το ιμπεριαλιστικό πρόσωπο αναδεικνύεται.

Με εμφανή ικανοποίηση αναγγέλλει η Wall Street Journal (8/8) ότι «ο γερμανικός στρατός που επί μακρόν επικρινόταν από τους συμμάχους του ως άκρως παθητικός ενόψει της εντεινόμενης δράσης των ανταρτών (στο Αφγανιστάν) σχεδιάζει να προχωρήσει σε επιθέσεις εναντίον προπυργίων των Ταλιμπάν». Η γερμανική κυβέρνηση έδωσε οδηγίες σε δύο τάγματα 600 ανδρών να συμμετέχουν μαζί με Αφγανούς στρατιώτες στο ξεκαθάρισμα περιοχών από μαχητές των Ταλιμπάν, μεταξύ αυτών και στην επαρχία Κουντούζ, που αποτελεί το κέντρο του άξονα βορρά-νότου του Αφγανιστάν και σημαντική οδό του εμπορίου (και της ηρωίνης). Στους Γερμανούς αυτό παρουσιάζεται ήδη ως η αποφασιστική δράση που θα βοηθήσει να «τελειώσουν γρήγορα μ’ αυτόν τον πόλεμο», αφού το 80% των πολιτών επιθυμεί την απεμπλοκή από τον πόλεμο και η αποστολή στο Αφγανιστάν εμφανίζεται στο εσωτερικό της χώρας ως ανθρωπιστική κυρίως και όχι ως πολεμική.

Η υποκρισία πολλών γερμανικών κυβερνήσεων ως προς το ζήτημα της συμμετοχής σε πολέμους είναι διαβόητη. Πρόσφατα, ο «πολύς» κ. Βεστερβέλε, υπουργός Εξωτερικών, υποστήριξε σε συνέντευξή του στο Spiegel ότι στο Αφγανιστάν δεν γίνεται «πόλεμος, αλλά ένοπλη σύγκρουση», στην οποία οι ΝΑΤΟϊκοί έχουν «κληθεί από την ίδια την αφγανική κυβέρνηση», προσπαθώντας μετά βίας να κρατήσει τα προσχήματα, ενώ έχει αποκαλυφθεί πως η γερμανική στρατιωτική δύναμη, τρίτη κατά σειρά μεγέθους μετά την αμερικανική και τη βρετανική (5.350 στρατιώτες με προηγμένο εξοπλισμό) στις 47 χώρες που συμμετέχουν στον πόλεμο, λαμβάνει μέρος σε επιθετικές επιχειρήσεις και ευθύνεται για δολοφονίες αμάχων (πρόσφατα και από τα έγγραφα που διέρρευσαν μέσω του WikiLeaks). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο γερμανικός στρατός συμμετέχει σε επιθετικούς πολέμους παραβιάζοντας συνταγματικές διατάξεις που ορίζουν ότι αποστολή του στρατού είναι η άμυνα του γερμανικού εδάφους [άρθρο 87 α(2)] και απαγορεύουν ως αντισυνταγματική και εγκληματική την προετοιμασία για επιθετικό πόλεμο [άρθρο 26 (1)]. Το παράθυρο άνοιξε απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που αποφάνθηκε ότι το άρθρο 87 α(2) δεν απαγορεύει τη συμμετοχή σε συστήματα αμοιβαίας συλλογικής ασφάλειας (δηλαδή ΝΑΤΟ, ΟΗΕ, Ε.Ε.) και στις ένοπλες δυνάμεις τους σε αποστολές εντός του πλαισίου αυτών των συστημάτων.
Μέσα σ’ αυτή την υποκριτική ατμόσφαιρα, τεράστια αναταραχή δημιούργησε η δήλωση του πρώην Γερμανού προέδρου Χορστ Κέλερ, τον περασμένο Μάιο, ύστερα από μια αιφνίδια επίσκεψη στο Αφγανιστάν: «Μια χώρα του δικού μας μεγέθους, εστιασμένη στις εξαγωγές και συνεπώς εξαρτώμενη από το ξένο εμπόριο, πρέπει να έχει επίγνωση ότι οι στρατιωτικές αποστολές είναι αναγκαίες σε μια έκτακτη κατάσταση για την προστασία των συμφερόντων μας, π.χ. όσον αφορά τις οδούς του εμπορίου, την αποτροπή της περιφερειακής αστάθειας που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά το εμπόριο, τις θέσεις εργασίας και τα εισοδήματά μας».
Η δήλωση αυτή, που έγινε είτε ατυχώς, είτε ειλικρινώς, είτε σκοπίμως, οδήγησε μεν στην παραίτησή του, λόγω της επίθεσης που δέχθηκε από το πολιτικο-κομματικό και δημοσιογραφικό κατεστημένο που καλλιεργεί την επίσημη υποκρισία, αλλά ουσιαστικά έθεσε το όλο θέμα στη σωστή του βάση. Δεν είναι καθόλου άγνωστο στη γερμανική κοινή γνώμη ότι οι Γερμανοί στρατιώτες υπερασπίζονται οικονομικά συμφέροντα γιγαντιαίων εταιριών με τίμημα τη ζωή τους, όπως επανειλημμένα έχει υποστηρίξει η Linke, το κόμμα της Αριστεράς. Η γερμανική οικονομική ανάμειξη στο Αφγανιστάν, εξάλλου, έχει μια μακρά ιστορία που χρονολογείται από τον 19ο αιώνα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, η Γερμανία είχε καταστεί ο κυριότερος οικονομικός και εμπορικός εταίρος του Αφγανιστάν.
Είναι προφανές ότι σε έναν προσχηματικά «αντιτρομοκρατικό» πόλεμο, όπως είναι πανθομολογούμενα αυτός του Αφγανιστάν, τα ανομολόγητα κίνητρα, μεταξύ αυτών τα οικονομικά, παίζουν βασικό ρόλο. Και η πρόσφατη απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης να συμμετέχει ανοιχτά στις επιθετικές επιχειρήσεις, σχετίζεται με τη δυσκολία στην οποία έχουν περιέλθει τα αμερικανο-νατοϊκά στρατεύματα στο πεδίο της μάχης, γεγονός που προοιωνίζεται μια αλά Βιετνάμ εξέλιξη, καθόλου ευπρόσδεκτη από τους ιμπεριαλιστικούς ευρωπαϊκούς και αμερικανικούς κύκλους που προσδοκούν να εδραιωθούν στο κέντρο της Ευρασίας.

Αριάδνη Αλαβάνου

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!