Μόνος σχεδιασμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής το “ναι σε όλα”. Του Γιώργου Τσιπρα
Οι διθύραμβοι για τη στρατηγική σχέση που χτίζεται ανάμεσα στην Ελλάδα και το Ισραήλ, με αφορμή την υψηλού επιπέδου επίσκεψη του πρωθυπουργού στη γειτονική χώρα, αποφεύγουν –με ορισμένες εξαιρέσεις– να απαντήσουν σε βασικά ερωτήματα σχετικά με αυτή τη σχέση, όσο και σε παρεμφερή ζητήματα, όπως η πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, οι άμεσες προοπτικές του Κυπριακού κ.λπ. Θα ήταν, για παράδειγμα, σχήμα οξύμωρο η στρατηγική σχέση με το Ισραήλ να «αυξάνει τις δυνατότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής» –γι’ αυτό άλλωστε και οι διθύραμβοι– αλλά η τελευταία να βαδίζει, γενικά, από το κακό στο χειρότερο με τον κίνδυνο μιας μεγάλης γεωπολιτικής υποβάθμισης να διαγράφεται στον ορίζοντα.
Υπάρχουν πολλών ειδών σχέσεις που θα μπορούσαν να οικοδομηθούν με το Ισραήλ.
Θα μπορούσαν να μην έχουν αναπτυχθεί καθόλου σχέσεις, πέρα από αυτές που υπήρχαν πριν από την πρώτη μνημονιακή κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου, λόγω της ευρύτερης επιθετικής και εμπρηστικής του πολέμου στάσης του Ισραήλ στην περιοχή –εν μέρει ως χωροφύλακα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού– που μία έκφανσή της είναι η αποικιοποίηση της Παλαιστίνης.
Θα μπορούσαν, παρ’ όλα αυτά, να έχουν αναπτυχθεί περαιτέρω σχέσεις, αλλά με πλήρη ανεξαρτησία ως προς τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στο παλαιστινιακό ζήτημα και κυρίως ως προς τις σχέσεις και τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι συνολικά στις γεωπολιτικές αντιθέσεις της περιοχής. Το Ισραήλ για παράδειγμα, εκ του αντιθέτου, ποσώς έχει τροποποιήσει τη στάση που τηρούσε απέναντι σε διάφορα ζητήματα πριν από την ανάπτυξη των ελληνο-ισραηλινών σχέσεων (π.χ. στο Κυπριακό).
Οι σχέσεις θα μπορούσαν, σε κάθε περίπτωση, να είναι από την ελληνική πλευρά επιλεκτικές. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να έχουν αναπτυχθεί σχέσεις στο ενεργειακό πεδίο αλλά εξαιρετικά περιορισμένες στο στρατιωτικό πεδίο. Κριτήριο των σχέσεων από την ελληνική πλευρά θα έπρεπε λογικά να αποτελεί το τι είναι περισσότερο επωφελές για την ίδια στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδιασμού που, προφανώς, θα περιελάμβανε και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Κι όχι ένας ακολουθητισμός απέναντι στις αμερικανο-ισραηλινές επιθυμίες και κριτήρια, ο οποίος ίσως αφήσει κάτι θετικό στην από δω πλευρά εν είδει ψίχουλων. Μια που είναι της μόδας ο όρος, υπάρχει η σχέση win-win και η σχέση win 10% από ‘δω και win 90% από ‘κει. Επίσης, η επιμονή σε μια πολιτική κατευνασμού και άρα –μεσοπρόθεσμα– ενίσχυσης της τουρκικής επιθετικότητας και αποδοχής τετελεσμένων, δεν συνάδει με τους διθυράμβους για την ανάπτυξη των ελληνο-ισραηλινών σχέσεων ως προς τις συνέπειες για τα ελληνοτουρκικά. Αν δεν υπάρχει ο στόχος και η βούληση μιας άλλης αντιμετώπισης της Τουρκίας, προς τι η επίκληση γεωστρατηγικών υπολογισμών στην προσέγγιση με το Ισραήλ;
Αποικιακά χαρακτηριστικά
Από όλους τους δυνατούς συνδυασμούς που προκύπτουν από τα παραπάνω, η μέχρι τώρα προσέγγιση των μνημονιακών κυβερνήσεων Παπανδρέου και Σαμαρά εμπίπτει στους χειρότερους. Η στρατηγική σχέση που χτίζεται με το Ισραήλ ακολουθεί εμφανώς τις αμερικανο-ισραηλινές επιθυμίες και ανάγκες, με ελάχιστες ή καθόλου κόκκινες γραμμές, με κριτήριο κυρίως το τι ικανοποιεί την άλλη πλευρά. Απέναντι στο Ισραήλ επεκτείνεται η υποτακτική σχέση απέναντι στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμη και στο ενεργειακό πεδίο προδιαγράφονται οι όροι επανάληψης της χωρίς υπερβολή σχέσης με αποικιακά χαρακτηριστικά που έχει οικοδομήσει η Κύπρος με το Ισραήλ. Τα όποια οφέλη για την από ‘δω πλευρά αντιμετωπίζονται σε ένα πλαίσιο «αρπαχτής» στο ενεργειακό, οικονομικό και στρατιωτικό πεδίο, και αναζήτησης όπως-όπως χείρας βοηθείας σε μια δύσκολη κατάσταση, έναντι οιουδήποτε κόστους και έξω από κάθε στρατηγικό σχεδιασμό.
Αλλά τι θα πει στρατηγικός σχεδιασμός; Υπάρχει πουθενά στρατηγικός σχεδιασμός για να υπάρξει και στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής; Υπήρξε στην οικονομία σε μια δύσκολη κατάσταση στοιχειώδης σχεδιασμός και χάραξη στοιχειωδώς ανεξάρτητης πολιτικής στην αντιμετώπισή της; Ένα διαρκές «ναι σε όλα» ήταν. Κάπως έτσι χαράζονται πολιτικές και στην εξωτερική πολιτική. Κάπως έτσι χτίζεται και η «στρατηγική σχέση» με το Ισραήλ…