Του Κώστα Δημητριάδη
Οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά παραμένουν ραγδαίες. Η συμφωνία για μερική οριοθέτηση με την Αίγυπτο είναι ο πιο πρόσφατος κρίκος σε μια αλυσίδα που πρέπει να την βλέπουμε στην ολότητά της. Πράγμα καθόλου εύκολο, ακριβώς γιατί οι ερμηνευτικές εικόνες που δίνει το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του κινούνται σταθερά στην αντίθετη κατεύθυνση. Κάθε φορά η απάντηση που δίνεται είναι ανακλαστική και υποταγμένη στο ρυθμό που επιβάλλει ο αντίπαλος.
Η συμφωνία με την Αίγυπτο και σε ποιά δυναμική αυτή εντάσσεται.
Ακολουθώντας τη λογική της συμφωνίας με την Ιταλία, η συμφωνία με την Αίγυπτο κατ’ αρχήν αδυνατίζει ακόμα περισσότερο και δραστικότερα τη στήριξη πάνω στους συμβατικούς κανόνες που θεσπίζει το Διεθνές Δίκαιο. Και ως προς το ότι αποδέχεται τη «μειωμένη επήρεια» για τα νησιά και πρώτα απ’ όλα για την Κρήτη, και ως προς το ότι δρα ενισχυτικά για τους ισχυρισμούς της Τουρκίας πως η περιοχή ανατολικότερα της μισής Ρόδου και μέχρι το Καστελλόριζο είναι περιοχή αμφισβητούμενη. Στήνεται έτσι ένα σκηνικό «διαλόγου» που ξεκινά προκαταβολικά από τη γραμμή που θέτει η λογική της Τουρκίας. Το συμπέρασμα είναι ότι α) δίνεται σήμα (με πολλαπλούς αποδέκτες) ότι η υπόθεση «Καστελλόριζο» έχει σιωπηρά «δοθεί» β) προκειμένου να αποδυναμωθεί η ολέθρια εξέλιξη του τουρκολυβικού συμφώνου –και είναι επιπλέον συζητήσιμο σε ποιό βαθμό επιτυγχάνεται αυτό– επιλέγονται εκείνες οι κινήσεις που ενισχύουν την λογική της Τουρκίας. Δηλαδή το τι είναι ποιανού στην περιοχή θα κρίνεται σε διμερή βάση όπου βέβαια το επιθετικό δίκιο του ισχυροτέρου θα ρίξει το βάρος του και μάλιστα μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο όπως το σημερινό. Είτε μέσω μιας διμερούς συμφωνίας, είτε στην περίπτωση προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο. Παρακάμπτοντας τις προβλέψεις του Διεθνούς Δικαίου.
Από τα παραπάνω προκύπτει η ανάγκη να δούμε τις αντιφάσεις που ορίζουν τη δυναμική των πραγμάτων. Επειδή ακριβώς βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής με έντονα δυναμικούς όρους, είναι μεγάλη η αστάθεια και ανοιχτά πολλαπλά ενδεχόμενα. Σε αυτό σημείωμα θα εστιάσουμε στις εσωτερικές πτυχές του ζητήματος.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα ρέπει προς τον ενδοτισμό αλλά η τουρκική επιθετικότητα επιβάλλει και κινήσεις προάσπισης του εθνικού χώρου
α) Τα αποτελέσματα της πάγιας πολιτικής «κατευνασμού» της Τουρκίας στις τωρινές συνθήκες
Ο προσανατολισμός σε μια λογική «κατευνασμού» της Τουρκίας οδηγεί, στις σημερινές συνθήκες, στον ραγδαία αυξανόμενο εγκλωβισμό της οπισθοχωρούσας ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μέσα στα ασφυκτικά όρια που της θέτει ένας διπλός συνδυασμός πιέσεων:
– η κλίμακα του τουρκικού επεκτατισμού που εκτείνεται σε όλο τον μεσογειακό χώρο και η οποία πρέπει να σημειωθεί ότι γίνεται δυνατή μόνο στο έδαφος του στρατηγικού κενού που αφήνει ο κλονισμός του ελέγχου που ασκούσαν οι ΗΠΑ στην περιοχή, συνδυαζόμενος με τη σειρά ενδορρήξεων στον ευρωπαϊκό χώρο.
– πιέσεις γερμανικές και αμερικάνικες για αναδασμούς και «λύσεις» με σοβαρούς ακρωτηριασμούς για την Ελλάδα, προκειμένου να εξασφαλίσουν την στρατηγική επιρροή τους επί της Τουρκίας και τον έλεγχό της σύμφωνα με τα συμφέροντά τους.
Αφετηριακό σημείο για να προσανατολιστούμε: Είναι παραπλανητική η εικόνα ενός πλαισίου «διαλόγου» και μιας «διαπραγμάτευσης» που αφορά τη διευθέτηση μιας οριοθετημένης διαφοράς. Η Τουρκία επιδιώκει τη συνολική και δραστική συρρίκνωση της ελληνικής κυριαρχίας με απώλειες σε όλο το τόξο από τη Θράκη έως την Κύπρο.
Είναι απαραίτητο στο σημείο αυτό να δούμε πολύ συνοπτικά το πλαίσιο μέσα στο οποίο έδρασε διαχρονικά η πολιτική λογική του «κατευνασμού» της Τουρκίας, προκειμένου να αντιληφθούμε τις αιτίες των «τραγικών λαθών» και της «έλλειψης στρατηγικής» της ελληνικής πολιτικής. Των σημερινών τραγικών λαθών, αλλά και αυτών που απλώνονται σε βάθος δεκαετιών. Μιας έλλειψης στρατηγικής που αίφνης σήμερα έγινε πανθομολογούμενη, ακόμα και με χαρακτηριστικό κυνισμό και από τα ίδια τα πρόσωπα – φυσικούς φορείς άσκησης αυτής της πολιτικής.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και ιδιαίτερα μετά την είσοδο Ελλάδας και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ ο ελληνικός αστισμός και το πολιτικό του σύστημα διαμόρφωσαν τους όρους ύπαρξής τους μέσα σε ένα πλαίσιο αλληλένδετων και αλληλοϋποστηριζόμενων βασικών παραδοχών.
– καθεστώς οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης και εμπέδωση ενός παρασιτικού μοντέλου οικονομικής ζωής που αναπαράγει υλικά αυτήν την εξάρτηση.
– αντιμετώπιση της πάντα παρούσας τουρκικής απειλής μέσα στο πλαίσιο των όρων που έθετε η αμερικάνικη επικυριαρχία στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου.
Παρά τις δύο δραματικές απώλειες εθνικού χώρου (διωγμός των Ελλήνων της Κων/πολης και όλη η πορεία που οδήγησε στην κατοχή του 40% της Κύπρου από την Τουρκία) το πλαίσιο αυτό έδωσε στο ελληνικό πολιτικό σύστημα τη δυνατότητα (με τις αναγκαίες αναπροσαρμογές) της ελεγχόμενης πολιτικής διαχείρισης μιας συνθήκης που ήταν σταθερά ετεροβαρής υπέρ της Τουρκίας υπό την επιδιαιτησία των ΗΠΑ. Αυτό είναι το υπόβαθρο πάνω στο οποίο έχουν τεθεί τα όρια όσον αφορά το τι είναι και τι δεν είναι επιτρεπτό για την ελληνική πολιτική προκειμένου να προασπίζεται την κυριαρχία της και τα ζωτικά της συμφέροντα. Δεν υπάρχει εδώ η δυνατότητα για μια πλήρη επισκόπηση αυτής της πορείας, όμως πρέπει να δοθούν επιγραμματικά δύο σταθμοί της που έχουν καθορίσει το πλαίσιο των τρεχουσών εξελίξεων:
– Η κρίση του 1974 και η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ πρόσθεσε άλλο ένα σύστημα εξάρτησης, το οποίο όμως υποσχόταν την εξωγενή εγγύηση της υπόστασης της χώρας (αυξάνοντας την ετερονομία της ύπαρξής της). Η πολυπλοκότητα του τοπίου που προέκυψε, όσο ευνοϊκή φαινόταν για την διατήρηση κάποιων ισορροπιών την εποχή που η διεθνής τάξη παρέμενε «τακτοποιημένη», τόσο έγινε παράγοντας της κρίσης όταν άρχισε να κλονίζεται η αρχιτεκτονική του διεθνούς συστήματος.
– Η κατάρρευση του διπολικού κόσμου και σε δεύτερη φάση ο σημερινός κλονισμός της ηγεμονίας του Δυτικού συστήματος υπό τις ΗΠΑ, απέσυρε γρήγορα τους όρους ενός προηγούμενου σιωπηρά (και όχι τόσο σιωπηρά) συμφωνημένου και πολιτικά ελεγχόμενου γκριζαρίσματος (= σταδιακής σωρρευόμενης αποψίλωσης ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και κυριαρχίας μέσα σε ένα ελεγχόμενο από τις ΗΠΑ status quo). Τα πράγματα σταδιακά μπήκαν σε άλλη πίστα. Αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία ο Ερντογάν θεωρεί σήμερα δεδομένη και προβλέψιμη την Ελλάδα. Και έτσι πλέον τα όσα είναι σε θέση να ζητάει ο τουρκικός αναθεωρητισμός ενισχυόμενος από την γερμανική και αμερικανική πολιτική δεν είναι πολιτικά διαχειρίσιμα. Τουλάχιστον με τους όρους και με τις πολιτικές εκλογικεύσεις και εντός του πολιτικού πλαισίου που είχε επιβάλει το πολιτικό σύστημα μέχρι το 2019.
Έτσι, και μπροστά στις σημερινές εξελίξεις, είναι εμφανές ότι βασικοί παίκτες (Γερμανία, και κέντρα ισχύος των ΗΠΑ) παρεμβάλλονται για να θέσουν τα όρια στις κινήσεις (ενίοτε και τις πλέον αυτονόητες) που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την αποτρεπτική θέση της ελληνικής πλευράς (στρατιωτικά, και διπλωματικά) και ωθούν τα πράγματα, φορτικά και μέσα σε στενές προθεσμίες απ’ ότι φαίνεται, προς την κατεύθυνση ενός διαλόγου – διευθέτησης με λεόντειους όρους υπέρ της Τουρκίας.
Τι άλλο θα εξηγούσε μια σειρά από παραλείψεις και «πρωτοβουλίες» του τελευταίου διαστήματος, ανάμεσά τους:
– τη μη καταγγελία του τουρκολυβικού συμφώνου
– τις διαδοχικές δηλώσεις αποδοχής ότι το Καστελλόριζο δεν δικαιούται όσα οι συμβατικοί κανόνες του Διεθνούς Δικαίου ορίζουν
– τις διαβεβαιώσεις ότι η Κύπρος «κείται μακράν» και ότι η Ελλάδα δεν θα ασκήσει τα δικαιώματα που απορρέουν από το ρόλο της ως εγγυήτρια δύναμη.
β) Η εσωτερική πολιτική διαχείριση της παρούσας κρίσης
Οι πολιτικοί χειρισμοί, οι αντιφάσεις τους και ο λαϊκός παράγοντας
Πάνω σε αυτή τη βάση λειτουργεί μια αξιοσημείωτη αντίφαση. Κατ’ αρχάς μετά το 2018 προέκυψε αιφνίδια στροφή πολιτικής. Από την ενορχηστρωμένη υποτίμηση του δυναμικού της τουρκικής απειλής και τη συστηματική καλλιέργεια της δοξασίας ότι είμαστε μέρος του «ελεύθερου από πολέμους» ευρωπαϊκού εδάφους, περάσαμε γρήγορα στην προβολή των θέσεων του «κόμματος του διαλόγου και της Χάγης». Εννοούμε με αυτό, εκείνο το ευρύ μέτωπο με ποικίλες εκδοχές (δεξιές και αριστερές) που προσπαθεί με σπουδή να εξοικειώσει (και να εκφοβίσει) την ελληνική κοινωνία προβάλλοντας δύο βασικές ιδέες – άξονες:
– ότι δεν είναι δα και προς θάνατον να χάσουμε κάποια κομμάτια κυριαρχίας, όταν μάλιστα αυτό μπορεί να παρουσιαστεί κάτω από το απατηλό ένδυμα της συνεκμετάλλευσης. Άλλωστε αφού είναι και ισχυρός και νταής ο γείτονας αυτό γεννά από μόνο του δίκαιο. Ας εσωτερικεύσουμε την αδυναμία μας και ας μην είμαστε μοναχοφάηδες!.
– ότι επί της ουσίας η άμυνα είναι μη ρεαλιστική υπόθεση, ξεκινώντας από μια αφετηρία αυθυπαρξίας της χώρας και ότι τα όρια της κυριαρχίας μας είναι οι όποιες εγγυήσεις παρέχουν οι «σύμμαχοι» μας (ΕΕ και ΝΑΤΟ). Όποιος έχει την αποκοτιά να σκέφτεται την, με όρους αυτοτέλειας, ενίσχυση του αποτρεπτικού δυναμικού της χώρας, ρέπει προς το φιλοπόλεμο και ελκύεται από τον εθνικισμό.
Η κεντροαριστερά –το φάσμα των δυνάμεων από τον σημιτισμό– που προβάλλει την πιο συνολική εκδοχή ενδοτισμού –μέχρι τον συριζικό χώρο, διαθέτει σημαντικά μεγαλύτερη εμβέλεια για την προώθηση αυτής της πολιτικής. Σίγουρα δεν είναι άσχετο με αυτό το ότι και ο Μητσοτάκης όλο και περισσότερο περιλαμβάνει σε καίρια κυβερνητικά πόστα, πρόσωπα του σημιτικού κύκλου και του ευρύτερου κεντροαριστερού χώρου. Είναι εμφανές ότι η «ενδόμυχη» προτίμηση του πολιτικού συστήματος είναι το να μπορούσε να φτάσει σε μια τέτοια μορφή συμφωνίας με την Τουρκία ώστε η συνακόλουθη (και θεωρούμενη αναπόφευκτη από το ίδιο) εκχώρηση κυριαρχίας της χώρας να μην επιφέρει ανυπόφορο πολιτικό κόστος.
Το εύρος της τουρκικής επιθετικότητας όμως είναι τέτοιο που δεν αφήνει σοβαρά περιθώρια για διευθετήσεις σαν αυτές που περιγράψαμε παραπάνω. Καθιστά δύσκολη μιια συμφωνία που θα μπορούσε να εκληφθεί ως επιτυχία έστω για κάποιο επαρκές χρονικό διάστημα που θα κάλυπτε τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες του πολιτικού κύκλου.
Έτσι δημιουργείται μια ένταση, μια σχετική αντίθεση. Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση κινήθηκε αποτρεπτικά και με υπολογίσιμο αποτέλεσμα επιλέγοντας την ανάσχεση και την προάσπιση των συνόρων στον Έβρο τον χειμώνα και του εθνικού χώρου πρόσφατα στέλνοντας τον στόλο στο Νότιο Αιγαίο. Και στις δύο περιπτώσεις ο «κόμπος είχε φτάσει στο χτένι» και ήταν επαπειλούμενη μια κρίση άμεσης ρευστοποίησης τμημάτων της κυριαρχίας της χώρας. Και είναι καθοριστικής σημασίας το ότι οι κινήσεις αυτές είχαν πολύ μεγάλη αποδοχή από την κοινωνία. Όμως δεν έχουμε να κάνουμε με τα πρώτα βήματα μιας άλλης πορείας όπως διάφορες πλευρές σπεύδουν να εκτιμήσουν.
Είναι απαραίτητο να μην διαφεύγει της προσοχής μας το ότι και στις δύο περιπτώσεις οι ενέργειες αυτές κινούνται στο πλαίσιο μιας αμφιθυμίας, μιας αντίφασης. Συνοδεύτηκαν με σπουδή, από μια σειρά κινήσεων προορισμένων να δώσουν διαπιστευτήρια ότι δεν ξεπερνιώνται τα «εσκαμμένα» όρια. Ετοιμότητα για συζητήσεις που άφηναν ανοικτή την προοπτική τοποθέτησης της προστασίας των συνόρων υπό διεθνή έλεγχο και πρόσφατα μια σειρά κινήσεων που δείχνουν ότι έχει ήδη ξεκινήσει επί της ουσίας ο «διάλογος».
Και επίσης δεν είναι άσχετο με τον βαθμό «ωρίμανσης» των εξελίξεων ότι πολιτικοί κύκλοι (και της Δεξιάς αλλά και ιδιαίτερα της Κεντροαριστεράς – σημιτικής και συριζικής– υιοθετούν όλο και περισσότερο και χωρίς πολλά-πολλά την ουσία της λογικής και των επιχειρημάτων του υπουργείου Εξωτερικών της γείτονος χώρας, προβάλλοντας μόνο κάποιες κόσμιες επιφυλάξεις σχετικά με την οξύτητα και την υπερβολή κάποιων πλευρών τους.
Μέσα σε αυτή τη αντιφατική δυναμική της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης είναι κομβικό θέμα η αντιμετώπιση της πολιτικής ηττοπάθειας που σπέρνει το πολιτικό σύστημα. Η κατάσταση (ετοιμότητα, φρόνημα ποιότητα, εύρος ενότητας και πολιτικός προσανατολισμός) του λαϊκού παράγοντα μπορεί να καθορίσει αντιστάσεις και την αποδυνάμωση σχεδίων ενδοτικής λογικής. Η συμπεριφορά του, μπορεί να ανοίξει δρόμους για μια τροποποίηση των σημερινών παγιδευτικών πολιτικών συσχετισμών. Απαιτείται, επομένως, ενεργητική πολιτική, τέτοια που να υποστηρίζει την άμυνα της χώρας με ρεαλιστικούς όρους και ξεκινώντας από το έδαφος της πραγματικότητας. Από «ό,τι έχουμε». Και τέτοια που να προβάλλει την επιτακτική ανάγκη ενός πολιτικού κινήματος πανεθνικής κλίμακας που σε αυτές τις συνθήκες φαίνεται να είναι η πολιτική μορφή που θα μπορούσε να θέσει το πρόβλημα της ύπαρξης της χώρας στις βάσεις που απαιτούν οι καιροί.