Της Μαρίας Θ. Μάρκου
Απομακρύνεται από τη γραμμή του τράνζιτ χωρίς να κοιτάξει πίσω. Ο γιος μας αποφεύγει τους συναισθηματισμούς. Τον παρακολουθούμε σαν στήλες άλατος να χάνεται στο πλήθος, με κάποια μεταμέλεια για το σύντομο αποχαιρετισμό, τ’ ανείπωτα λόγια, το πόσο γρήγορα τον αφήσαμε να μεγαλώσει. Πάντα απροσδόκητα μεγαλώνουν. Από δω και πέρα, θα μας χωρίζει μια ήπειρος κι ένας ωκεανός. Θα υπολογίζουμε τη διαφορά της ώρας για να πούμε συνηθισμένες κουβέντες στο τηλέφωνο. Θα ρωτάμε τι καιρό κάνει και θα προσπαθούμε να φανταστούμε την καθημερινότητά του από μηνύματα, φωτογραφίες, σκόρπιες λεπτομέρειες. Θα ψάχνουμε για ευκαιρίες. Τόσο ακριβό το εισιτήριο…
Ετοίμασε μεθοδικά την αναχώρησή του. Διάλεξε το πανεπιστήμιο, διαπραγματεύτηκε τους όρους εργασίας, διάβασε πολύ. Κανόνισε τα χαρτιά και τ’ αναγκαία για τις πρώτες μέρες. Αυτοσχεδίασε όταν, στο πάρα πέντε, έκλεισαν οι τράπεζες. Ούτε ένα δώρο δεν του έκανα για το ταξίδι. Τα τελευταία χρόνια, όλο και πιο δύσκολα τα βγάζουμε πέρα. Βιάστηκε να τελειώσει τη σχολή, να βρει δουλειά. Στάθηκε τυχερός, η έρευνα του άνοιξε ορίζοντες, μπορούσε να συμπληρώνει κιόλας, διακριτικά, τον καθυστερημένο λογαριασμό του ηλεκτρικού.
Το βράδυ τον ξεπροβόδισαν οι παιδικοί του φίλοι από τη γειτονιά. Όμορφα παιδιά που ψάχνουν σαν κι αυτόν το δρόμο, προκαλώντας τις στατιστικές που είναι εναντίον τους. Γέλια και υποσχέσεις ν’ ανταμώσουν γρήγορα, σαν να ‘ταν δυο βήματα να περπατήσουν, σαν να βρήκαν τη νέα περιπέτεια που θα μοιραστούν. Τα χάνω μ’ αυτή τη νιότη που επιμένει να γλεντά φτηνά, να ερωτεύεται μέσα από αποστάσεις που συνεχώς μεγαλώνουν, να σκέφτεται με δική της ευθύνη και ν’ αφήνει για μας τ’ αδιέξοδα. Τη νιότη που δεν είναι για να σπαταληθεί.
Είχα προσπαθήσει, πριν, να τον βοηθήσω με τη βαλίτσα. Πήγα να βάλω τις παλιές του αρβύλες και δεν χωρούσαν. Απόμεινα να τις κρατώ, ογκώδεις και βαριές, ξεφτισμένες στην άκρη. Τότε που ψήλωνε, τον πείραζα παριστάνοντας την πωλήτρια παπουτσιών. «Το νουμεράκι σας; Σαράντα εφτά». Έβρισκε το αστείο ανούσιο. Μα εγώ ακούω πάντα το μικρό ήχο (ένα πλιτς-πλιτς) από τις παιδικές του πατούσες στο μωσαϊκό την πρώτη φορά που σηκώθηκε μόνος του από το κρεβάτι, χωρίς να με καλέσει. Κυριακάτικο πρωί, πίναμε καφέ στο σαλόνι μιλώντας σιγανά, όταν φάνηκε στην πόρτα μ’ εκείνες τις μωρουδίστικες πιτζάμες που μικραίνουν πριν παλιώσουν και μ’ ένα γέλιο όλο σκανταλιά, που πέτυχε να μας αιφνιδιάσει. Δεν θυμάμαι πότε στερήθηκα το προνόμιο να τον ξυπνώ με φιλιά. Όταν είχα όμως την τύχη να μην ακούσει το ξυπνητήρι, μπορούσα πάντα να ξεκλέψω ένα χάδι στ’ απαλά μάγουλα, έκπληκτη κάθε φορά που είχε γένια, που, αντί για γάλα, μύριζα το αλκοόλ αν είχε ξενυχτήσει με παρέα, τον πικρό καφέ αν διάβαζε μέχρι αργά.
Λίγα τα ζεστά ρούχα που παίρνει μαζί του. Το σακάκι που αγόρασε τελευταία, με δικά του χρήματα, το κράτησε για το αεροπλάνο που θα ‘χει κλιματισμό. Να μην αμελήσει να πάρει καινούργια όταν φτάσει. Μαθαίνουμε ότι κάνει κρύο γύρω από τη Βοστώνη. Όλες οι φωτογραφίες που βρήκαμε είναι χιονισμένες. Η τηλεόραση έλεγε για σαράντα βαθμούς υπό το μηδέν. Πόσο κρατάει ένας τέτοιος χειμώνας; Πόσο ζεστά είναι τα σπίτια; Πόσο γλιστράει ο δρόμος; Τι λένε οι μανάδες στα παιδιά τους να προσέχουν εκεί; Είχα έναν ολόκληρο κατάλογο από συμβουλές κάθε φορά που χωριζόμασταν. Τις βαριόταν. Τώρα ο κατάλογός μου δε φτάνει. Θα κινδυνεύει από κινδύνους που δεν ξέρω. Θα χαίρεται με απολαύσεις που δεν έχω νιώσει.
Με κάνει να ντρέπομαι για τη μελαγχολία μου. Ξέρει πως έχει, τώρα, τις πιθανότητες με το μέρος του. Ανυπομονεί να δει το μεγάλο κόσμο, να μετρήσει τις δυνάμεις του, να δοκιμάσει και να διαλέξει. Θέλει το μέλλον, που εδώ όλο και θολώνει. Έχει δίκιο, τα παιδιά μας είναι για να πετάνε στον ανοιχτό ορίζοντα. Μόνο να του είχα προσφέρει επιλογές, όχι να τις ανακαλύψει μόνος του ενώ εγώ στέκω αποσβολωμένη μπροστά στο χάσμα του αποχωρισμού με παλιά στιχάκια στο μυαλό, τζιβαέρι μου, ενώ με παρασέρνει το βουερό κύμα των αλλαγών που δε μας λογαριάζουν. Ντρέπομαι που δεν έχω τη δική του εμπιστοσύνη σ’ ό,τι έρχεται. Είναι που βλέπω όλους αυτούς που φτάνουν μουσκεμένοι στα ηλιόλουστα νησιά, μ’ ένα μπογαλάκι όλο κι όλο και τα παιδιά τους στην αγκαλιά και τρέμω που, σαν κι αυτούς, δεν έχω τίποτα να υποσχεθώ στο παιδί μου. Λέω πως θα βρουν αυτά ό,τι χάσαμε οι μεγάλοι, τον κόκκο πίστης, θα δώσουν τις δικές τους υποσχέσεις και θα τις τηρήσουν. Μόνο να ξαναζούσαμε τη φευγαλέα στιγμή που ευλογηθήκαμε να βρεθούμε από την ίδια πλευρά και να πιστέψουμε ότι το μέλλον είχε σχήμα. Εμείς χάσαμε. Εκείνος ξανακέρδισε το δικαίωμα να μας σαρκάζει τρυφερά. Δεν έχει καιρό γι’ απογοήτευση, ανοίγει πανιά.
Τον χάνουμε από τα μάτια, όταν ο πατέρας του ανακαλύπτει ότι ξέχασε να του δώσει το σακάκι του και ψάχνει νευρικά το τηλέφωνο. Κοντεύουν σαράντα χρόνια που άκουσα αυτό τον άντρα να τραγουδάει τη μπαλάντα για το κορίτσι από τη βόρεια χώρα. Θα τραγουδούσε για το αγόρι μας τώρα: If you’re traveling in the north country fair / Where the winds hit heavy on the borderline / Remember me to one who lives there / ……. / Well, if you go when the snowflakes storm / When the rivers freeze and summer ends / Please see for me if he’s wearing a coat so warm / To keep him from the howlin’ winds.